Γράφει ο Αλέξης Παπαχελάς
Του χρόνου θα γιορτάσουμε τα 50 χρόνια από τη μεταπολίτευση. Θα κάνουμε λογαριασμό, τι πετύχαμε, πού αποτύχαμε. Και ταυτόχρονα θα κλείσει ένας κύκλος.
Το κρίσιμο ερώτημα, στο δικό μου μυαλό, είναι αν θα κλείσει πραγματικά – και πώς; Οσο παράδοξο κι αν ακούγεται, η απάντηση θα εξαρτηθεί από τις αποφάσεις ενός ανθρώπου. Του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ολα δείχνουν ότι την επόμενη Κυριακή θα πάρει κάτι που σπάνια δίνει η Ιστορία σε ηγέτες. Μια ισχυρή εντολή, μια άνετη πλειοψηφία, μια ανύπαρκτη αντιπολίτευση και μια μεγάλη ευκαιρία. Να κάνει τις μεταρρυθμίσεις εκείνες που θα ξεριζώσουν τις συσσωρευμένες παθογένειες της μεταπολίτευσης: στη Δικαιοσύνη, στη Δημόσια Διοίκηση, στην πάταξη της διαφθοράς, στην Παιδεία, στη δημόσια ασφάλεια. Στο χέρι του είναι, καθώς δεν θα απειλείται από κανέναν, εντός ή εκτός κόμματος. Η κοινωνία μοιάζει έτοιμη να δεχθεί ριζικές αλλαγές σε κρίσιμους τομείς. Το εκκρεμές έχει πάει στο κέντρο, ίσως και αρκετά προς τα δεξιά. Του πήρε 50 χρόνια, αλλά μετακινήθηκε…
Χρειάζεται όμως προσοχή. Βιαστήκαμε πολλοί να μιλήσουμε για «αλλαγή παραδείγματος» μετά τις πρώτες εκλογές. Υπήρξε αλλαγή παραδείγματος γιατί η Αριστερά θριάμβευσε στιγμιαία, αλλά μετά ηττήθηκε στρατηγικά. Το «επεισόδιο ΣΥΡΙΖΑ» μετακίνησε όλη την κοινωνία προς τα δεξιά, προς τον ρεαλισμό.
Το παράδειγμα άλλαξε, η χώρα προχωράει, αλλά τα βαρίδια είναι πολλά και δεν πετιούνται στη θάλασσα από τη μια στιγμή στην άλλη. Ο λαϊκισμός ελλοχεύει παντού – και μέσα στη Ν.Δ. Η σαπίλα και η αναξιοκρατία έχουν ροκανίσει βασικούς πυλώνες του δημόσιου βίου. Οι ανισότητες είναι εντυπωσιακές και εύκολα ανατρέπουν τη σημερινή ευφορία για την ανάπτυξη της χώρας. Οι αντιστάσεις σε κάθε γενναία μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης, των ΑΕΙ, του τομέα της ασφάλειας, της Υγείας θα είναι γιγαντιαίες. Εχει βολευτεί πολύς κόσμος και είναι πανίσχυρα τα μικρά και μεγάλα συμφέροντα που εξυπηρετούνται από την ακινησία.
Αν ο κ. Μητσοτάκης θέλει να κλείσει τον κύκλο της μεταπολίτευσης και να ανοίξει έναν άλλον, πρέπει να αρχίσει από τις 26 Ιουνίου. Αν περιμένει έναν, δύο, τρεις μήνες, θα χάσει την ευκαιρία. Οι δεύτερες τετραετίες εμπεριέχουν το στοιχείο της κατάρας. Λίγο η κούραση, λίγο η αλαζονεία της εξουσίας που βαθαίνει και μπερδεύει την κυριαρχία με τη μονιμότητα στην εξουσία, είναι εύκολο να μπει ένας πρωθυπουργός στην ελληνική μίζερη ρουτίνα της διαχείρισης. Ο πολιτικός χρόνος, όμως, κυλάει αμείλικτα, ξοδεύεται χωρίς να το καταλάβεις και χωρίς ποτέ να μπορείς να γυρίσεις πίσω. Θα κλείσει, λοιπόν, ο κύκλος της μεταπολίτευσης; Ή βολευτήκαμε, συνηθίσαμε στον ρόλο του Σισύφου, που –ναι– βλέπει πού μπορεί να φθάσει, παίρνει το ρίσκο, αλλά μετά γλιστράει πάλι προς τα πίσω; Μέχρι τον Δεκέμβριο θα ξέρουμε.