Γράφει ο Αλέξης Παπαχελάς
Ολοι προσπαθούµε να μαντέψουμε ποια πολιτική θα ακολουθήσει ο πρόεδρος Ερντογάν μετά την επανεκλογή του. Απέναντι στη Δύση και βεβαίως απέναντι στην Ελλάδα. Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα πρέπει να ξέρουμε αν και πόσο ο Ερντογάν εξαρτάται από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη προκειμένου να αντιμετωπίσει την τεράστια οικονομική κρίση που έχει μπροστά του.
Κάποιοι έμπειροι αναλυτές πιστεύουν ότι θα κάνει ό,τι μπορεί για να αποφύγει την εμπλοκή της Δύσης σε μια επιχείρηση «διάσωσης» της τουρκικής οικονομίας, επειδή ο Τούρκος ηγέτης ήλθε στην εξουσία έπειτα από ένα πρόγραμμα του ΔΝΤ στη χώρα του και ξέρει καλά τις πολιτικές συνέπειες. Επισημαίνουν επίσης το γεγονός ότι η Τουρκία δεν περιμένει κάτι παραπάνω από τη σχέση της με την Ε.Ε., σε αντίθεση με τη δεκαετία του 2000, όταν οι προσδοκίες ήταν πολύ υψηλές.
Υπάρχει όμως και ένας άλλος παράγοντας που έχει μπει στην εξίσωση. Ο Ερντογάν θεωρεί ότι έχει βρει στρατηγικούς εταίρους, χρηματοδότες και συνομιλητές έξω από το δυτικό στρατόπεδο. Το Κατάρ τού προσφέρει μετρητά, η Ρωσία τον πληρώνει αδρά για να παρακάμπτει τις δυτικές κυρώσεις και η Σαουδική Αραβία μοιάζει έτοιμη να του δώσει ένα πακέτο-μαμούθ 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αυτές οι σχέσεις έχουν ένα σημαντικό πλεονέκτημα για τον Ερντογάν. Δεν εξαρτώνται σε καμία περίπτωση από το αν στην Τουρκία παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, αν επικρατεί κράτος δικαίου κ.λπ., κ.λπ. Δεν τους νοιάζει. Βλέπουν την Τουρκία και τον Ερντογάν πολύ κυνικά και συναλλακτικά. Σε αυτές τις σχέσεις δεν μεσολαβούν ούτε Κογκρέσο ούτε οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κανείς. Ούτε βέβαια τις εξετάζει κάποιος από τους εταίρους του μέσα από το πρίσμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Δεν τους αφορά το ζήτημα.
Ο Ερντογάν δεν μπορεί όμως και να κλείσει την πόρτα οριστικά στη Δύση. Δεν τον συμφέρει και δεν θα το κάνει. Ιδεατά, θα ήθελε να βρει χρηματοδότηση από μη δυτικές πηγές για να ξεπεράσει την οικονομική κρίση. Να προχωρήσει την αγορά των F-16 από τις ΗΠΑ γιατί η αεροπορία του ζορίζεται. Να είναι το βασικό κανάλι παράκαμψης των κυρώσεων προς τη Μόσχα, αλλά ταυτόχρονα να το παίζει ισχυρός παράγων του ΝΑΤΟ.
Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη θα συνεχίσουν να κάνουν το ίδιο λάθος. Υπό τον φόβο «να μη χαθεί η Τουρκία για τη Δύση», θα δικαιολογούν διάφορες συμπεριφορές, ακόμη κι όταν απειλούν άμεσα τα συμφέροντα της δυτικής συμμαχίας. Οσος θυμός κι αν υπάρχει στο παρασκήνιο λόγω του βέτο στην ένταξη της Σουηδίας ή της παράκαμψης των κυρώσεων, στο τέλος η άποψη που επικρατεί είναι «μαλακά με τον Ερντογάν!». Αυτό ισχύει στο Βερολίνο σίγουρα, ενίοτε στις Βρυξέλλες και βέβαια στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας και στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ στην Ουάσιγκτον.
Αυτή την εποχή μοιάζει να συνεχίζεται μια διαδικασία αποκλιμάκωσης της έντασης με την Ελλάδα και είναι πολύ θετικό ότι επικεφαλής στο υπουργείο Εξωτερικών βρίσκεται ένας πολύ έμπειρος και συνετός διπλωμάτης. Γιατί ο πειρασμός μιας αναίτιας κλιμάκωσης ελλοχεύει πάντα. Ας είμαστε όμως ρεαλιστές. Ο Ερντογάν βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη ως έναν πανίσχυρο ηγέτη μιας νέας δύναμης, που δεν έχει ανάγκη να υπακούει στην Ουάσιγκτον ή την Ευρώπη. Το παζάρι με τη Δύση, όπως και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα προχωρήσουν με πολλά μπρος-πίσω. Ενίοτε και με κρίσεις.