Γράφει ο Αλέξης Παπαχελάς
Μία από τις κατάρες που κληρονομήσαμε από τη δεκαετία του 1980 είναι ο τρόμος αλλά και η απέχθεια για την έννοια της αξιολόγησης. Κάθε αξιολόγησης. Δεν υπάρχει ένας τομέας του δημοσίου βίου της χώρας που να μην υποφέρει από αυτό το φαινόμενο. Ακόμη και οι πιο ζωτικοί. Ρωτάς κάποιον ειδήμονα γιατί έγινε ένα αδικαιολόγητο ατύχημα στο Πολεμικό Ναυτικό. Απάντηση: στο συγκεκριμένο πλοίο υπηρετούσε ένας κυβερνήτης που δεν έπρεπε να έχει γίνει κυβερνήτης. Διέλυσε την πειθαρχία στο πλοίο και όταν τον αλλάξαμε ο νέος επικεφαλής δεν μπόρεσε να επιβληθεί γρήγορα και έγινε η ζημιά. Ρωτάς ξανά, αξιολόγηση δεν έχετε; Απάντηση: έχουμε ένα σύστημα που πήραμε από το βρετανικό ναυτικό. Για να ανέβεις στην ιεραρχία έπρεπε να έχεις αξιολογηθεί από τους υφισταμένους σου σε κάθε επίπεδο, σε κάθε θέση. Δυστυχώς, τώρα πια όλοι βάζουν άριστα σε όλους.
Παρόμοιες ιστορίες ακούς, όμως, παντού. Στη Δικαιοσύνη είναι μεγάλες οι αντιστάσεις και οι αντιδράσεις στην έννοια της αξιολόγησης. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι εκεί τα κριτήρια της απόδοσης ενός δικαστή είναι σχετικά αυτονόητα. Μετράς τις υποθέσεις που έχει αναλάβει, πόσες και σε πόσο χρόνο τις διεκπεραίωσε και βέβαια την ποιότητα των αποφάσεων. Υπάρχουν πασιφανείς περιπτώσεις ανεπάρκειας ή και παραβίασης κάθε δεοντολογίας. Επικρατεί όμως μια περίεργη αντίληψη, που υπαγορεύει τη συγκάλυψη. «Μη βγουν προς τα έξω όλα αυτά, θα κάνουν ζημιά στον κλάδο», είναι μία στερεότυπη παρότρυνση όσων είναι αντίθετοι στην αξιολόγηση. Μα η ζημιά έχει ήδη γίνει. Η καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης και οι δυσλειτουργίες της συζητούνται ευρέως σαν μια τροχοπέδη στην πρόοδο της χώρας. Στην Υγεία, τα στοιχεία για τη θνητότητα επί COVID-19 για κάθε νοσοκομείο ήταν καλοφυλαγμένο μυστικό.
Αντιδράσεις στην αξιολόγηση έχουμε βεβαίως παραδοσιακά και στην εκπαίδευση, όπου έχουν γίνει βήματα, αλλά έχουμε ακόμη δρόμο να διανύσουμε. Καταλαβαίνει κανείς πως από τον αυταρχισμό των προϊσταμένων στο Δημόσιο και στις Ενοπλες Δυνάμεις ή στα Σώματα Ασφαλείας και την παντοδυναμία του «καθηγητή έδρας», έπρεπε να μεταβούμε σε κάτι άλλο, πιο «δημοκρατικό». Πήγαμε όμως στην απόλυτη χαλάρωση, στη διάβρωση της πειθαρχίας και του επαγγελματισμού. Σε αυτό που επιμένω να ονομάζω «ΔΕΚΟποίηση» ζωτικών τομέων του κράτους.
Το ερώτημα είναι πώς σπας αυτή την κουλτούρα. Γιατί το παράδοξο είναι ότι οι αντιδράσεις δεν είναι μόνο συνδικαλιστικές ή και συντεχνιακές. Οχι. Εχεις –ακόμη και σοβαρούς– πολιτικούς ή αξιωματούχους ή ακόμη και μητροπολίτες, που θα σηκώσουν το τηλέφωνο και θα πουν, «έλα μωρέ, καλό παιδί είναι, είχε προβλήματα και δεν τράβαγε». Αυτομάτως δυναμιτίζουν κάθε ελπίδα να φέρει αποτέλεσμα κάποια πειθαρχική έρευνα ή μία ορθολογική αξιολόγηση. Η μια εξαίρεση φέρνει την άλλη και στο τέλος γίνονται ο κανόνας.
Μόνη λύση; Να βρουν τα κότσια οι πολιτικοί μας να βάλουν στην άκρη τα σημειώματα αυτά. Να τοποθετήσουν παντού ηγέτες που δεν θα απαντούν καν στα τηλεφωνήματά τους. Και ταυτόχρονα χρειαζόμαστε εσωτερική διαφάνεια, αλλά και να σπάσει η ομερτά που επενδύεται με μία ψευδοαλληλεγγύη. Μην ξεχνάμε πως ο μοιραίος σταθμάρχης στα Τέμπη είχε αριστεύσει όταν αξιολογήθηκε για να πάρει τη θέση του. Οπως πάντα, όπως συμβαίνει με όλους. Με εμφανή αποτελέσματα.