Γράφει ο Αλέξης Παπαχελάς
Είμαστε µια χώρα δύσκολη, πολύ δύσκολη. Ενα κομμάτι της μοιάζει, ή και είναι, ευρωπαϊκό. Ενα άλλο είναι βαθιά βαλκανικό ή ανατολίτικο. Μοιάζει πολύ με αυτό που στη διεθνή βιβλιογραφία ονομάζεται «αποτυχημένο κράτος», failed state. H πάλη ανάμεσα στα δύο είναι συνεχής, ενίοτε και βίαιη. Οποιος φιλόδοξος ή τρελός αποφασίσει να την κυβερνήσει βρίσκεται αντιμέτωπος με αυτή την πάλη ανάμεσα στην καλή, ευρωπαϊκή Ελλάδα και στην Ελλάδα του χθες, την Ελλάδα που θα μπορούσε να είναι και ο Λίβανος στις κακές της στιγμές. Και ο ΟΣΕ ήταν κάτι σαν σιδηρόδρομος στον Λίβανο ή στο Σουδάν για πολλά χρόνια· ο σταθμάρχης, και ό,τι τον έφερε στη μοιραία θέση εκείνο το βράδυ, ήταν η κακιά Ελλάδα στη χειρότερη στιγμή της.
Ο ΟΣΕ δεν είναι, όμως, μια ορφανή περίπτωση, ένα σπάνιο φαινόμενο. Υπάρχουν δεκάδες «ΟΣΕ» σε αυτόν τον τόπο. Ακόμη και στους πιο ζωτικούς και κρίσιμους τομείς του κράτους. Οπου υπάρχει κρατικό χρήμα συναντάς γκρίζες ζώνες, μέσα στις οποίες κινούνται άνετα και ανεξέλεγκτα ο άπληστος κρατικοδίαιτος ιδιωτικός τομέας, συνδικαλιστές που καταγγέλλουν κατά παραγγελία, στελέχη που τυχαίνει να φοράνε το ίδιο μοντέλο Ρόλεξ που τους δώρισε κάποιος εθνικός διαφθορέας, μαφίες, άχρηστοι πολιτευτές που έγιναν μάνατζερ γιατί το ήθελε το κόμμα, αλλά και γιατί κανείς δεν πάει να μπλέξει στο Δημόσιο με ελάχιστα λεφτά και την προοπτική άπειρων δικών και διώξεων.
Οσοι επιμένουμε με πείσμα ότι η Ελλάδα αξίζει κάτι καλύτερο έχουμε συνηθίσει να απογοητευόμαστε. Βλέπουμε την πατρίδα μας στον ρόλο του Σισύφου, να ανεβαίνει έναν κοπιαστικό, ανηφορικό δρόμο, αλλά χωρίς ποτέ να μπορεί να φτάσει εκεί που της αξίζει, εκεί που την προορίζουν οι δυνατότητές της. Ευτυχώς, δε, που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έβαλε ένα δίχτυ, την Ευρώπη, ώστε να μην κατρακυλάμε προς τα πίσω ανεξέλεγκτα.
Εχουμε δει πολλούς πρωθυπουργούς είτε να απογοητεύονται πολύ γρήγορα είτε να εξαντλούνται έπειτα από σχετική προσπάθεια. Φοβάμαι ότι και εμείς οι ίδιοι βάζουμε τον πήχυ πιο χαμηλά πια, γιατί απελπιζόμαστε και γιατί –επίσης– συνηθίζουμε σε πράγματα που δεν θα έπρεπε να συνηθίσουμε. Θεωρούμασταν άλλωστε και γραφικοί όταν φωνάζαμε ότι δεν μπορείς να διορίζεις διοικητές στα νοσοκομεία γυμναστές ή πολιτευτές.
Ο σημερινός πρωθυπουργός είχε καθαρά στο μυαλό του πού πρέπει να πάει η χώρα. Σε μερικούς τομείς η χώρα έχει πάει μπροστά, ίσως και πολύ μπροστά. Εκανε όμως και λάθη αυτή η κυβέρνηση. Κανείς δεν μπορεί να αλλάξει αυτό το κράτος μόνος του, ούτε μπορεί να υπόσχεται ότι θα πάει από την Ελλάδα 0.5 στην Ελλάδα 2.0 σε λίγο διάστημα. Χρειάζεται ταπεινοφροσύνη. Η κυβέρνηση πληρώνει σήμερα ότι παραπούλησε τη διαχειριστική της επάρκεια. Συμβιβάστηκε με διορισμούς και συμπεριφορές της παλιάς Ελλάδας, φέρθηκε σε μερικές περιπτώσεις σαν να της ανήκει το κράτος. Μερικά παραδείγματα πονάνε και θυμώνουν τον κόσμο. Η κατάσταση στα νοσοκομεία είναι, π.χ., τραγική, το βιώνουν ασθενείς, αλλά και γιατροί που μόνο αντικυβερνητικοί δεν είναι. Η Ελλάδα αλλάζει, ωστόσο, σημαντικά κομμάτια της μένουν πίσω.
Το ζήτημα είναι ποιος και πότε θα μπορέσει να κερδίσει τη μάχη με την Ελλάδα του χθες. Αν περιμένετε ένα νοκ άουτ, δεν θα έλθει ποτέ. Αν έχετε ρεαλιστικές προσδοκίες, βεβαιωθείτε ότι θα επιλέξετε για τον ρόλο του Σισύφου –ε, συγγνώμη, πρωθυπουργού ήθελα να πω– όποιον θα σπρώξει τη χώρα λίγο πιο πάνω τα επόμενα χρόνια. Γιατί ο κίνδυνος για τη χώρα και με όποιον νιώθει σαν τον Σίσυφο είναι να κουραστεί και απλά να τον πάρει η μπάλα, προς τα κάτω. Η ψήφος, όπως και η πολιτική, αφορά το τι είναι εφικτό.