Γράφει ο Αλέξης Παπαχελάς
Η «μάχη όλων των μαχών» έχει ήδη αρχίσει στο Κογκρέσο για τα τουρκικά F-16. Δεν θα είναι εύκολη. Η Αγκυρα έχει κάνει ό,τι μπορεί για να χάσει τα παραδοσιακά ερείσματά της στην Ουάσιγκτον, αλλά συνεχίζει να έχει ισχυρούς υποστηρικτές. Στο βαθύ αμερικανικό κράτος είναι πολλοί οι αξιωματούχοι που θεωρούν ότι ο κίνδυνος να «χαθεί» η Τουρκία για τη Δύση είναι μεγάλος. Αυτό φάνηκε και πριν από την επίσκεψη του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, όταν έδωσαν μάχη για να την υποβαθμίσουν με το επιχείρημα ότι θα «θυμώσει ο Ερντογάν». Είναι εντυπωσιακό ότι σε χαμηλές –αλλά κρίσιμες– θέσεις υπηρετούν σήμερα άνθρωποι που θυμούνται ακόμη τον αντιαμερικανισμό του Ανδρέα Παπανδρέου και χαρακτηρίζουν αναξιόπιστη σύμμαχο την Ελλάδα. Για αυτούς, η συμπεριφορά της Τουρκίας είτε με τους S-400 είτε με τη συμμαχία με το Ιράν είναι δευτερεύουσας σημασίας.
Η Τουρκία πληρώνει ακριβά για τις δραστηριότητες λόμπι στις ΗΠΑ. Εχασε όμως τη στήριξη του φιλοϊσραηλινού λόμπι, που ήταν ο σημαντικότερος σύμμαχός της. Το λόμπι αυτό δεν είναι ενιαίο. Κάποια στελέχη του θα σταθούν απέναντι στην Αγκυρα. Αλλα, πιθανώς με τη σύμφωνη γνώμη της ισραηλινής κυβέρνησης, να υιοθετήσουν μία ουδέτερη στάση. Και μετά θα έχουμε την αμερικανική πολεμική βιομηχανία, που δεν θέλει να χάσει την Τουρκία από πελάτη.
Η Ελλάδα έχει παίξει καλά τα χαρτιά της. Η επίσκεψη Μητσοτάκη, η ενεργοποίηση του ελληνοαμερικανικού λόμπι έπειτα από χρόνια, οι συχνές επισκέψεις μελών του Κογκρέσου στην Αθήνα, ο πολύτιμος ρόλος του Μενέντεζ, είναι όλοι παράγοντες που ισχυροποίησαν τη θέση της χώρας.
Η μάχη θα είναι αμφίρροπη. Η ελληνική κυβέρνηση θα χρειαστεί να έχει και plan b, αν κρίνει ότι χρειάζεται. Στόχος είναι να επιβληθεί ισορροπία δυνάμεων σε μία κρίσιμη περίοδο, κατά την οποία η Ελλάδα θα κάνει άλματα στις αμυντικές της δυνατότητες. Υπάρχουν τεχνικοί και διπλωματικοί τρόποι, όπως έχουν γράψει έγκυροι αναλυτές στην «Κ», να εξασφαλιστεί ένα ποιοτικό πλεονέκτημα για την ελληνική αεροπορία. Με άλλα λόγια, να ακολουθηθεί το «παράδειγμα του Ισραήλ», στο οποίο δίνεται πάντοτε ισχυρό πλεονέκτημα έναντι των άλλων χωρών – πελατών της αμερικανικής πολεμικής βιομηχανίας.