Του Κώστα Μπακογιάννη
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Athens Voice
Αν κάνουμε νοερά ένα ταξίδι στον χρόνο, στην Αθήνα του 2030, σε έξι μόλις χρόνια από σήμερα, τι θα δούμε; Πρώτα απ’ όλα, μία απολύτως ευπρόσδεκτη, εντυπωσιακή και θεαματική, ελπίζω, ανάπτυξη στο παραλιακό μέτωπο της Αττικής. Μετά από 200 χρόνια, η Αθήνα, που έχει ζήσει με την πλάτη γυρισμένη στα νότια, στρέφεται και ανοίγει την ανάπτυξή της προς τη θάλασσα. Ταυτόχρονα, θα δούμε μια Αθήνα με 127 άδεια κτίρια, εφόσον προχωρήσει, σύμφωνα με τις τελευταίες ανακοινώσεις, το σχέδιο για το νέο κυβερνητικό πάρκο Υμηττού, στην παλιά ΠΥΡΚΑΛ, και τη μεταφορά εννέα υπουργείων και πλήθος άλλων οργανισμών και εταιρειών του δημοσίου. Με πολλές από τις διοικητικές της λειτουργίες να μεταφέρονται εκτός των ορίων της πρωτεύουσας. Αυτές δεν είναι εξελίξεις οι οποίες γίνονται στο κενό. Έχει προηγηθεί ένα κύμα αποκέντρωσης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της τελευταίας απογραφής, η Αθήνα είναι ενδεχομένως η μόνη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα η οποία χάνει πληθυσμό, η οποία συρρικνώνεται.
Το νέο κυβερνητικό πάρκο είναι μια διπλή παρέμβαση, η οποία όμως στηρίζεται σε μία και μόνο μελέτη. Πρακτικά, δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη οι συνέπειες και οι επιπτώσεις για την Αθήνα. Γι’ αυτό και υπάρχει το εξής παράδοξο: η περιβαλλοντική μελέτη να μην έχει καμία αναφορά στην πρωτεύουσα. Όμως, 200 χρόνια πολεοδομικής και κοινωνικής ιστορίας δεν αλλάζουν έτσι εύκολα. Μιλάμε για μια ιστορική καμπή για την Αθήνα. Η Αθήνα κινδυνεύει να αλλάξει χαρακτήρα και να παραδοθεί ακόμα περισσότερο στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού. Αυτή η εξέλιξη αντίκειται σε όλο το θεσμικό πλαίσιο, στο γενικό πολεοδομικό σχέδιο και, πάνω απ’ όλα, αντίκειται στη σύγχρονη λογική της χωροταξίας και της πολεοδομίας. Όλοι οι πολεοδόμοι και χωροτάκτες προκρίνουν τη λύση των μεικτών χρήσεων. Είναι «παλιακή» η άποψη μιας «κυβερνούπολης» που φέρνει περισσότερο στην αρχαία Αίγυπτο, απ’ ό,τι στη σύγχρονη Ευρώπη.
Ο μεγάλος μας φόβος είναι ότι θα βρεθούμε με πολλές μαύρες τρύπες εντός του αστικού ιστού, ενώ ήδη είμαστε αντιμέτωποι με πολλές μαύρες τρύπες σε ιδιοκτησίες του ευρύτερου δημοσίου. Δυστυχώς δεν εισακουστήκαμε στο παρελθόν, όταν ζητήσαμε να μην προχωρήσει αυτό το σχέδιο, εάν δεν γίνει μια ανοιχτή, δημόσια διαβούλευση –να σημειώσω εδώ ότι σε αυτό ταυτιζόμαστε με το αίτημα πολλών φορέων της πόλης– και εάν δεν προηγηθούν οι σχετικές αναγκαίες μελέτες.
Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Είναι ευκαιρία να σκεφτούμε ανοιχτά και συνεργατικά την Αθήνα του μέλλοντος. Είναι ευκαιρία το άνοιγμα στη θάλασσα και η διοικητική μεταφορά να μελετηθούν μαζί ως προς τις συνέπειές τους για την Αθήνα. Αν το αφήσουμε στον αυτόματο, αν περιμένουμε την «αγορά» και τη «ζωή» να αποφασίσουν, καλό δεν θα γίνει και η πολιτεία θα αφήσει να χαθεί μια σπάνια ευκαιρία που θα μπορούσε να οδηγήσει την πρωτεύουσα σε μια νέα ημέρα.
Στα πολύ απλά και συγκεκριμένα, κανείς δεν θέλει να αφεθεί στην τύχη της η Αθήνα, με 127 τσιμεντένια κουφάρια και μια βίαιη μεταβολή μεταφορικών ροών, κοινωνικών και οικονομικών δραστηριοτήτων. Η παράταξή μας έχει καταθέσει πολύ συγκεκριμένες προτάσεις. Τα κτίρια που αδειάζουν θα μπορούσαν να γίνουν εργατικές ή κοινωνικές κατοικίες, ένα πολύ μεγάλο ζητούμενο σε μια πόλη που τα ενοίκια συνεχώς ανεβαίνουν. Θα μπορούσαν επίσης να γίνουν χώροι πολιτισμού. Μερικά από αυτά, θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν εμπορικά και κάποια άλλα που δεν έχουν αρχιτεκτονική αξία, θα μπορούσαν ακόμη και να κατεδαφιστούν. Έτσι θα κερδίζαμε πολύτιμο ελεύθερο χώρο.
Η κεντρική διοίκηση δεν είναι ένας νοικάρης να φεύγει όποτε θέλει. Κανείς μας δεν θέλει ένα κράτος το οποίο αποφασίζει χωρίς να συζητήσει. Η σημερινή αδιαφορία και ανικανότητα της δημοτικής αρχής δεν μπορεί να αποτελέσει άλλοθι. Χρειαζόμαστε σχέδιο που, για να υλοποιηθεί, πρέπει να στηριχθεί σε μελέτες και πόρους, οικονομικούς και ανθρώπινους. Για να κερδίσει η Αθήνα, η συνεργασία είναι μονόδρομος.