Γράφει ο Μπάμπης Παπαδημητρίου
ΗΕλληνική Στατιστική Αρχή δημοσίευσε χθες την επανακαταμέτρηση του Εγχώριου Εισοδήματος (ΑΕΠ), όπως κάθε τόσο πράττει και αποκατέστησε την ιστορική σειρά των σχετικών στοιχείων από το 1995 μέχρι σήμερα.
Έχουμε λοιπόν τώρα μια καλύτερη εικόνα όσων συνέβησαν με την «πίτα» σε τρεις σημαντικές περιόδους: πριν, στη διάρκεια και μετά τη μεγάλη κρίση χρέους και, τελικά, τα παρακολουθήματά της.
Οι διαφορές δεν είναι τεράστιες, είναι όμως σημαντικές ειδικά για κάποιες στιγμές καμπής. Επιπλέον, είναι ευκαιρία να ζωγραφίσουμε ξανά την εικόνα στη μακρά διάρκεια, σχεδόν μια τριακονταετία, εντός της οποίας γράφονται τα ιστορικά γεγονότα. Μήπως και συμφωνήσουμε επιτέλους σε κάποιες, βασικές, διαπιστώσεις.
1η παρατήρηση. Μεταξύ 1996 και 2023 (28 χρόνια) και προσθέτοντας δύο ακόμη (εφέτος και του χρόνου), η ελληνική οικονομία, σε όρους όγκου, δηλαδή ανεξαρτήτως των επιπτώσεων πληθωρισμού ή αποπληθωρισμού θα έχει κινηθεί ως εξής:
- Είκοσι δύο χρόνια ανάπτυξης, 17 από τα οποία πάνω από 2%. Η μακρότερη περίοδος ανόδου ήταν πριν και αμέσως μετά την είσοδό μας στο ευρώ.
- Οκτώ χρόνια ύφεσης (ένα μηδενικού αποτελέσματος) μεταξύ των οποίων η επταετία μνημονιακής προσαρμογής έναντι του κινδύνου χρεοκοπίας συν ένα της πανδημίας.
2η παρατήρηση. Μπορεί οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ να είναι σαφώς μικρότεροι από εκείνους που κατέγραψε η ελληνική οικονομία κατά τη «χρυσή» περίοδο της μεταπολεμικής ανάπτυξης (1953 – 1973), όταν πιάσαμε ετήσιο ρυθμό 7,8%, αλλά θα μπορούσαν να θεωρηθούν ικανοποιητικοί, δεδομένης της εν τω μεταξύ απένταξης της Ελλάδας από τις αναπτυσσόμενες στις αναπτυγμένες οικονομικά χώρες.
3η παρατήρηση. Κατά την εικοσαετή περίοδο 1974-1995 είχαμε δύο φάσεις. Στην πρώτη (1974-1980) η χώρα ανακάμπτει με συγκρατημένο (3%) αλλά ικανοποιητικό ρυθμό. Στη δεύτερη (1981-1995) η οικονομία σέρνεται με 0,8% ετησίως.
Και στις δύο περιόδους έχουμε πληθωριστική κρίση, ενώ στη δεύτερη προστίθεται κρίση εμπιστοσύνης και δημοσιονομικής αναταραχής.
4η παρατήρηση. Ο πολιτικός συντονισμός και η συντεταγμένη στοχοθεσία (κριτήρια Μάαστριχτ) όταν κυνηγήσαμε και πιάσαμε το ευρώ, έφεραν και διασφάλισαν συνθήκες ευμάρειας και πραγματικό πλούτο.
Υπό το φως των νεότερων (χθεσινών) εκτιμήσεων της Στατιστικής η περίοδος 1996-2004 εμφανίζει μέσο ρυθμό αύξησης κατά σχεδόν 4%, ενώ στην τετραετία 2004-2008 ο ρυθμός μειώνεται ελαφρά στο 3%.
5η παρατήρηση. Η ύφεση ξεκινά, πρακτικά, από το έτος 2008 αλλά όχι όπως μέχρι σήμερα νομίζαμε, αφού είχαμε μεν πτώση στο +0,1% αλλά όχι ύφεση κατά -0,3%. Η διαφορά είναι σημαντική γιατί δείχνει ότι ακόμη τότε υπήρχε παράθυρο ευκαιρίας να ληφθούν κατεπειγόντως συστηματικά μέτρα αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας.
Η χώρα έχασε πολύτιμο χρόνο, 24 πολύτιμους μήνες (β’ τρίμηνο 2008-β-τρίμηνο 2010), διολισθαίνοντας, ταυτόχρονα, προς τη γιγάντωση της εσωτερικής δημοσιονομικής κρίσης, ενώ πάλευε με τα απόνερα της παγκόσμιας τραπεζικής αναταραχής.
Έτσι, η ύφεση επεκτάθηκε με εντατικό ρυθμό μέχρι και το 2016. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου πέφτουμε με ρυθμό 3,2% ετησίως.
6η παρατήρηση. Το 2014 σημειώθηκε μικρή (αλλά μεγαλύτερη από εκείνη που γνωρίζαμε) αναστροφή της κατάπτωσης που έφεραν οι διαδοχικές καταιγίδες μέτρων περιστολής των ελλειμμάτων, διασφάλισης της δανειακής φερεγγυότητας του κράτους και διάσωσης του διαλυόμενου τραπεζικού συστήματος.
Αν δεν είχαν συμβεί, το 2015, οι τυχοδιωκτικές απόπειρες διακοπής της προσπάθειας ανάνηψης της οικονομίας, η οικονομία θα είχε διασωθεί και θα είχε ανακάμψει ικανοποιητικά -αν όχι πλήρως- δύο χρόνια ενωρίτερα, δηλαδή πριν τη λήξη του τρίτου μνημονίου το 2018.
Το επιχείρημά μου υποστηρίζεται από τη νέα (χθεσινή) μέτρηση της ΕΛΣΤΑΤ που δείχνει ότι το 2018 είχαμε τελικά αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,1% αντί του 1,7% που γνωρίζαμε ενώ και το 2017 υπήρξε σκίρτημα της τάξεως του 1,7% αντί του 1,1%. Η θετική διαφορά για τα δύο αυτά έτη αθροίζεται σε μια μονάδα και είμαι σίγουρος ότι ο κ. Τσακαλώτος θα ήταν πολύ πιο ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα.
Είναι απολύτως σίγουρο ότι χωρίς τις ακροβασίες Τσίπρα – Βαρουφάκη, τις οποίες υποστήριξε πολιτικά ο κ. Καμμένος, χωρίς το καταστροφικό δημοψήφισμα υπέρ της εξόδου μας από την Ευρωζώνη, η Ελλάδα θα είχε ακολουθήσει την επιστροφή όλων των άλλων κρατών σε κανονικές συνθήκες.
Ακόμη και με την αυτονόητη συνέχιση της δημοσιονομικής προσπάθειας, η οικονομία θα είχε διορθώσει ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος της αναπόφευκτης ζημιάς, την οποία υπέστη κατά την τετραετία 2010-2013.
Τι μαθαίνουμε υπό το φως όλης αυτής της, κουραστικής ομολογώ, «αριθμολαγνείας»;
Η ευλαβική τήρηση των δημοσιονομικών ισορροπιών με ταυτόχρονη μείωση της φορολογικής πίεσης και οι σημαντικές επενδύσεις που στηρίζει το Ταμείο Ανάκαμψης σε συνδυασμό με τις επιχειρηματικές ευκαιρίες που δημιουργεί ο ηπιότερος, πλέον, πληθωρισμός δημιουργούν τις προϋποθέσεις για επιτάχυνση της ήδη τετραετούς ανάκαμψης.
Με δύο λόγια: μπορούμε καλύτερα.