Γράφει ο Γιώργος Χαρβαλιάς
Το ότι ο «σκακιστής» Κυριάκος δεν δίνει δεκάρα τσακιστή για τη Χειμάρρα, την εκλογική νοθεία, τις ελληνικές περιουσίες που υφαρπάζονται και γενικότερα τον στραγγαλισμό της βορειοηπειρωτικής ομογένειας, νομίζω το αντιληφθήκατε. Εχετε ξαναδεί στ’ αλήθεια κυρίαρχο κράτος να αντιδρά σε κακομεταχείριση ομοεθνών από ξένη κυβέρνηση μέσω διαρροών «διπλωματικών πηγών»; Εχετε ξανακούσει υπουργείο Εξωτερικών ανεξάρτητης χώρας να… ντρέπεται να υπογράψει δήλωση με το όνομά του;
Ε, τα είδαμε κι αυτά. Μόνο που, απ’ ό,τι φαίνεται, τα μπλεξίματα με την Αλβανία δεν έχουν τελειώσει και στο τέλος θα κινδυνεύουμε να γίνουμε περίγελος και των Τσάμηδων. Ή εκείνων που ισχυρίζονται ότι είναι απόγονοί τους και ορέγονται… τσιφλίκια στη Θεσπρωτία.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Ιδανικά ο «γραντ μετρ» της… soft διπλωματίας θα ήθελε το πρόβλημα με τη Χειμάρρα να μην υφίσταται. Να είχε εκλείψει ως διά μαγείας, όπως τείνει να συμβεί με τη μειονότητα, προκειμένου να μπορεί να συνεχίζει απρόσκοπτος τα σαλιαρίσματα με τον Ράμα και να ευλογεί την «ευρωπαϊκή προοπτική» της Αλβανίας. Σας βεβαιώνω ότι υπό άλλες συνθήκες ο Μητσοτάκης ούτε καλημέρα δεν θα έλεγε στον δύστυχο τον Φρέντη. Η ξαφνική αγάπη και το ενδιαφέρον ήταν μία καθαρά ψηφοθηρική επινόηση, ένας ελιγμός του ποδαριού για να προσθέσει μια δυο πολυπόθητες μονάδες στο αξιοθρήνητο εκλογικό του αποτέλεσμα, πείθοντας κάποιους αφελείς ότι η Νέα Δημοκρατία διαθέτει πατριωτικά ανακλαστικά.
Πρώτος, βεβαίως, όφειλε να το έχει καταλάβει ο ίδιος ο Μπελέρης, που έγινε αντικείμενο στυγνής μικροκομματικής εκμετάλλευσης. Ομως ο άνθρωπος ζούσε την περιπέτειά του κι έβλεπε αποκούμπι ακόμα και στον Παπασταύρου που τον επισκεπτόταν στο κελί του, υποσχόμενος ότι σήμερα αύριο τον απελευθερώνουν οι Αλβανοί χάρη στις πιέσεις του «Μεγάλου». Ο «Μεγάλος», βέβαια, το μόνο που κοίταζε εκείνες τις μέρες ήταν να ξεγελάσει κανέναν ψηφοφόρο και ο πολυμήχανος Παπασταύρου που είναι εξαιρετικός ντιλαδόρος σε άλλους τομείς αλλά δεν διακρίνεται για τις μεσολαβητικές του ικανότητες ούτε στο εξωτερικό ούτε στο εσωτερικό, αν κρίνουμε από τις αποτυχημένες εισπηδήσεις σε πάρτι ολιγαρχών, φόρτωνε με τη σειρά του τον Μπελέρη με παραμύθια.
Ολα αυτά, βεβαίως, έχουν μάλλον ακαδημαϊκή σημασία, δεδομένου ότι το μείζον εθνικό θέμα της Βορείου Ηπείρου (και όχι μόνο της Χειμάρρας) πουλήθηκε από τις ελληνικές κυβερνήσεις της δεκαετίας του ’90, όταν απαγορεύτηκε στην Ομόνοια να λειτουργεί ως πολιτικό κόμμα και οι ελληνικής καταγωγής υποψήφιοι εντάχθηκαν με τις ευλογίες του επίσημου ελληνικού κράτους στα μεγάλα αλβανικά κόμματα. Δεν περίμενε κανείς από τον σημερινό Μητσοτάκη που υποκλίνεται αδιακρίτως σε οποιονδήποτε εχθρό της χώρας και κλείνει το μάτι στη διεθνή αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου να παλέψει για το ζήτημα της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία. Το πρόβλημα είναι όμως πως, παρότι οι Βορειοηπειρώτες εγκαταλείφθηκαν στη τύχη τους και στις ορέξεις του Ράμα, κινδυνεύουμε να βρεθούμε μπλεγμένοι με τους Αλβανούς να ζητούν τα ρέστα για τους… Τσάμηδες.
Μου το επισήμανε προ εβδομάδων ένας καλός συνάδελφος, που όμως έχει την κακή συνήθεια να λέει τα πράγματα με το όνομά τους και αυτό του έχει στοιχίσει ακριβά. Πρώτος σε σταυρούς βουλευτής της Ομόνοιας το 1991, όταν η οργάνωση κατάφερε τον άθλο ανάδειξης πέντε εκπροσώπων στο αλβανικό Κοινοβούλιο, εξαιρετικός δημοσιογράφος και πανεπιστημιακός, ο Παναγιώτης Μπάρκας τιμωρήθηκε με διωγμούς από το καθεστώς Μπερίσα και εγκαταλειμμένος από την Ελλάδα κατάντησε να επιβιώνει ταξιτζής στο Αργυρόκαστρο.
Ανθρωπος που γνωρίζει σε βάθος τις ιδιαιτερότητες της αλβανικής πολιτικής σκηνής και έχει παλέψει για τα δίκαια του βορειοηπειρωτικού λαού, αντί να προσφέρει τις γνώσεις του ως εμπειρογνώμονας του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, ανταμείφθηκε τελικά με ένα ξεροκόμματο ως ανταποκριτής ελληνικών μέσων ενημέρωσης και εσχάτως πλήρωσε την «αθυροστομία» του με μια πανηγυρική απόλυση από το (κρατικό) Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Επειτα από 27 χρόνια!
Ο ίδιος αποφεύγει να μιλάει για αυτό το ζήτημα, αλλά μπορώ με σιγουριά να σας μεταφέρω ότι αιτία της απόλυσης ήταν η κάλυψη του θέματος Μπελέρη. Ο Μπάρκας, που γνωρίζει τους Αλβανούς κι απ’ τη καλή κι απ’ την ανάποδη, αρνήθηκε να συμμεριστεί την «αισιοδοξία» για άμεση αποφυλάκιση του σημερινού ευρωβουλευτή, κυρίως όμως απέφυγε να εκθειάσει τις διπλωματικές ικανότητες του Παπασταύρου που στα ελληνικά φιλοκυβερνητικά μέσα εμφανιζόταν ως… ο μικρός Ελληνας Κίσινγκερ!
Ο έμπειρος Βορειοηπειρώτης δημοσιογράφος έβλεπε το φιάσκο να έρχεται και αρνήθηκε να γίνει όργανο της προπαγάνδας Μητσοτάκη περί δήθεν «σκακιστικών χειρισμών» που θα βραχυκυκλώσουν τον Ράμα. Στο τέλος ο Ράμα βραχυκύκλωσε πανηγυρικά την Αθήνα και ο Μπάρκας, ένας μονοκόμματος άνθρωπος που δεν έμαθε ποτέ να «γλείφει», πλήρωσε την άρνησή του να γίνει φερέφωνο ψεύτικων προσδοκιών.
Πριν από μερικές εβδομάδες μού επέστησε την προσοχή σε μία είδηση που πέρασε στα ψιλά των ελληνικών μέσων ενημέρωσης. Το αλβανικό κόμμα των Τσάμηδων κατέθεσε στη Βουλή ψήφισμα για επικύρωση της άρσης του εμπολέμου που βλακωδώς, για να μην πω υπόπτως, αποφάσισε η δεύτερη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 1987, αλλά δεν τόλμησε ποτέ να φέρει προς ψήφιση στην ελληνική Βουλή.
Η εισήγηση που πολύ πονηρά καλεί την ελληνική Βουλή να «συνεργαστεί» με τη σύσταση μεικτής επιτροπής για να αρθεί η εκκρεμότητα εγκρίθηκε πανηγυρικά από πλειοψηφία Αλβανών βουλευτών και είναι βέβαιο ότι θα αποτελέσει διαπραγματευτικό εργαλείο πίεσης της Αλβανίας στην ενταξιακή της πορεία, καθώς θα ισχυρίζεται ότι μεταξύ υποψήφιων προς ένταξη χωρών και μελών δεν μπορούν να υπάρχουν τέτοια κατάλοιπα του παρελθόντος. Αντί λοιπόν να θέτουμε εμείς προαπαιτούμενα για τα δικαιώματα της μειονότητας, έφτασαν να θέτουν οι Αλβανοί, αφού το ψήφισμα ζητά από το αλβανικό υπουργείο Εξωτερικών να εγείρει το ζήτημα στο ΝΑΤΟ, στην Ευρωπαϊκή Ενωση και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς και να αποτελέσει ένα είδος όρου για τη βελτίωση των σχέσεων με την Ελλάδα!
Δυστυχώς, αυτό το «κατάλοιπο» στο οποίο αναφέρονται οι Αλβανοί έχει αμφίδρομες συνέπειες και με το θράσος που διαθέτουν εύκολα μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για να εγείρουν αξιώσεις τις οποίες εμείς δεν προβάλλουμε ούτε στους απογόνους των Γερμανών ολετήρων της Κατοχής. Τα Τίρανα δηλαδή μπορεί να θέσουν επισήμως πλέον στο διεθνές πεδίο ζήτημα επιστροφής περιουσιών των Τσάμηδων κι εδώ ισχύει το «εκεί που μας χρωστούσανε μας πήραν και το βόδι»!
Η… soft κυβέρνηση Μητσοτάκη, αντί να αντιδράσει άμεσα με διάβημα, έκανε συνήθως ότι δεν είδε – δεν άκουσε, πλην όμως το θέμα έτσι όπως ετέθη είναι ανοιχτό και θα το βρούμε μπροστά μας. Είναι δε αμφίβολο αν το υπουργείο Εξωτερικών επεξεργάζεται απάντηση σε αυτή την εξωφρενική απαίτηση και προσέξτε: Αν ποτέ έρθει στην ελληνική Βουλή, με τον «ευέλικτο» Τασούλα πρόεδρο και το αξιοθρήνητο πολιτικό προσωπικό που διαθέτει μπορεί και να περάσει ως διορθωτική κίνηση απέναντι στον «αναχρονισμό» του εμπολέμου. Την ίδια ώρα βεβαίως που η Ελλάδα κάνει τα στραβά μάτια στο τουρκικό casus belli και «εμβαθύνει» τις φιλικές σχέσεις με τους εξ Ανατολών γείτονες. Είναι τέτοια η σχιζοφρενική ανακολουθία της ελληνικής διπλωματίας, που δικαίως επιτρέπει και στους Αλβανούς να μας γλεντάνε…