Γράφει η Νίκη Λυμπεράκη
Ούτε δυο εβδομάδες δεν πέρασαν από τότε που γράφαμε εδώ πως λέγονται πια στον δημόσιο διάλογο πράγματα αδιανόητα που με τη μεγαλύτερη φυσικότητα σερβίρονται στα αφτιά μας ως αυτονόητα. Εν προκειμένω βέβαια, λέγαμε για το πώς κάποιοι υποστηρίζουν ότι είναι φυσιολογικό το «άβατο» για Ελληνες σε συγκεκριμένους ακριβούς τουριστικούς προορισμούς.
Δεν είχε πέσει ακόμη στο τραπέζι η φαεινή ιδέα, πέραν των τοπικών περιορισμών, να μπουν και χρονικοί κόφτες. Ετσι, ενώ ως την περασμένη εβδομάδα κάποιοι έβρισκαν λογικό να λένε πως Μύκονος και Σαντορίνη δεν είναι για τα μούτρα μας, τις τελευταίες μέρες κάποιοι άλλοι αποφάσισαν πως για τα μούτρα μας δεν είναι πια ο μισός Ιούλιος κι όλος ο Αύγουστος. Κι εδώ που τα λέμε, άδικο έχουν; Δώδεκα μήνες έχει ο χρόνος. Τι εμμονή είναι αυτή με το καλοκαίρι, ενώ μπορούμε κάλλιστα να κάνουμε τα μπανάκια μας Γενάρη, που έχει δροσιά και σφίγγει και το δέρμα;
Δεν είναι κακή ιδέα να κόψουμε τις διακοπές τον Αύγουστο για να μην ενοχλούνται οι τουρίστες. Πώς το έγραψε τις προάλλες αυτός ο κύριος στη Σαντορίνη; Ηρθαν 17.000 τουρίστες με κρουαζιερόπλοια, περιορίστε τις μετακινήσεις σας. Καλώς τα ναυτάκια τα ζουμπουρλούδικα!
Το πρόβλημα με αυτή τη λογική είναι πως, ως τρόπος διαχείρισης του ζητήματος, μπορεί τελικά να μας οδηγήσει σε πιο… ριζικές προσεγγίσεις. Διότι καλά να κόψουμε τις διακοπές και τα πολλά σούρτα-φέρτα τον Αύγουστο. Τι γίνεται όμως έτσι και σπάσει ο διάολος το ποδάρι του και κερδίσει η χώρα το πολυπόθητο στοίχημα της εποχικότητας του τουρισμού; Τι κάνουμε δηλαδή έτσι και έχουμε εκατομμύρια τουρίστες όλο τον χρόνο;
Εχουμε, βέβαια πια, την εμπειρία της COVID-19. Μπορούμε κάλλιστα να το γυρίσουμε σε lockdown για τους ιθαγενείς, για να βολτάρουν με την ησυχία τους οι επισκέπτες, μην τους κακοκαρδίσουμε. Εξω γκαρσόνια, καμαριέρες και ξεναγοί και οι υπόλοιποι τηλεργασία μέχρι να σβήσει ο ήλιος. Κι αν τυχόν βαράει η κλεισούρα στο κεφάλι, θα κοτσάρουμε μια περούκα σαν τον μακαρίτη τον Βουτσά στον «Γαμπρό απ’ το Λονδίνο» και θα βγαίνουμε να το παίξουμε Ιταλίδες από την Κυψέλη στη γειτονιά για να ξεσκάσουμε.
Παράσφιξαν οι ζέστες φέτος.
Μάθε, παιδί μου, μπάνιο!
Πριν από δύο χρόνια, καθ’ οδόν για το Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, πήρε το μάτι μου καμιά δεκαριά πιτσιρίκια (πρώτες τάξεις του δημοτικού) να γλιστρούν στο χιόνι φορώντας σκι το ένα πίσω από το άλλο. Ρωτώντας, έμαθα πως τα παιδάκια πήγαιναν στο σχολείο. Λογικό είναι όταν ζεις στις Αλπεις να ξέρεις σκι, περίπου όπως ξέρεις να περπατάς.
Δεν είναι όμως το ίδιο λογικό σε μια χώρα θαλασσινή, όπως η δική μας, κάτι αντίστοιχο να ισχύει και για το κολύμπι; Αν συγκρατώ καλά αυτό που μάθαμε στο σχολείο, κανένα σημείο στη χώρα δεν απέχει πάνω από 140 χιλιόμετρα από τη θάλασσα. Κι όμως, οι Ελληνες που υπερηφανευόμαστε για τη ναυτοσύνη και τις θάλασσές μας, παραμένουμε ανεκπαίδευτοι. Περισσότεροι από 100 άνθρωποι πνίγηκαν στα νερά μας τις πρώτες έξι εβδομάδες του καλοκαιριού.
Μέχρι τα πρωτοβρόχια, θα έχουν πεθάνει συνολικά περίπου 350. Ανθρωποι που τώρα που διαβάζετε αυτές τις γραμμές κάνουν ανυποψίαστοι τις διακοπές τους, χωρίς να φαντάζονται πόσο κοντά καραδοκεί το τέλος. Δεν πεθαίνουν όλοι επειδή δεν ξέρουν μπάνιο. Ούτε βέβαια είναι όλοι Ελληνες. Ωραίο δεν θα ήταν όμως ένας λαός θαλασσινός να ξέρει το νερό;
Τόσα χρόνια συζητάμε για μεταρρυθμίσεις στην παιδεία και πάντα η κουβέντα περιορίζεται στα μαθήματα, τις ώρες διδασκαλίας και τη διαδικασία των εξετάσεων. Δεν θα ήταν ωραίο να έμπαινε υποχρεωτικά το μάθημα της κολύμβησης σε όλα τα δημόσια σχολεία; Μια παραγωγική σύμπραξη του υπουργείου με την τοπική αυτοδιοίκηση και όλα τα παιδιά δυο φορές την εβδομάδα να μαθαίνουν κολύμπι δωρεάν στο δημοτικό κολυμβητήριο της γειτονιάς. Στο κάτω-κάτω, με τους δείκτες παιδικής παχυσαρκίας που έχει η χώρα, μόνο καλό θα έκανε μια τέτοια προσπάθεια.
Κι ακόμη πιο προωθημένα. Τόσους ναυτικούς ομίλους έχουμε. Δεν θα ήταν χρήσιμο τα παιδιά να εξοικειώνονται με το υγρό στοιχείο και έτσι; Αντί για κάποια από τις άλλες διαδεδομένες δραστηριότητες, ιστιοπλοΐα ή κωπηλασία για παράδειγμα. Κάτι που να μας ενώνει με το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο της χώρας. Ακούγεται ελιτίστικο κι εξεζητημένο, αλλά, αν το σκεφτείτε, δεν είναι. Στοιχειώδες είναι. Οπως το σκι για τα πιτσιρίκια στις Αλπεις.
Το μαρτύριο του αστακού
Εδώ στο φανταστικό νησί που είμαστε και που δεν λέμε ποιο είναι, μη μαθευτεί και γίνει ό,τι γίνεται παντού, το καθημερινό τελετουργικό της ταβέρνας γεννά διάφορους προβληματισμούς… πολυτελείας. Είναι ένα ακόμη από τα πολύτιμα δώρα του καλοκαιριού: αφήνει στο μυαλό το περιθώριο να σκεφτεί και πέραν των ασφυκτικών εκκρεμοτήτων της καθημερινότητας. Το φετινό αγαπημένο θέμα της παρέας λοιπόν είναι το μαρτύριο του αστακού.
Ο πόνος που ζει το δύσμοιρο ζώο είτε όταν αποθηκεύεται ζωντανός σε πάγο είτε από εκείνους που επιμένουν να τον πετούν ζωντανό σε βραστό νερό. Πριν από έξι χρόνια, όταν η Ελβετία πέρασε νόμο για να απαγορεύσει αυτή τη βαρβαρότητα, πολλοί σχολίαζαν ειρωνικά πως είναι λογικό σε μια χώρα που έχει λυμένα τα προβλήματά της και κολυμπάει στο χρήμα, να ασχολούνται και με τα ψιλά. Είναι όμως έτσι;
Κόντρα στο βολικό στερεότυπο του ελληναρά, η κοινή γνώμη στη χώρα έχει πολλές φορές επιδείξει αναπάντεχη ευαισθησία σε τέτοια θέματα. Εχει αποδείξει πως συχνά σκέφτεται, νοιάζεται και αισθάνεται πολύ πιο προωθημένα απ’ ό,τι πιστεύει ο εγχώριος νομοθέτης.
Θυμηθείτε, για παράδειγμα, το debate για το αν πρέπει ή δεν πρέπει να τρώμε τα χταπόδια που αποδεικνύονται πανέξυπνα ή τι χαμός έγινε πέρυσι με την ταβέρνα στην Κάρπαθο που αλεύρωνε και τηγάνιζε τα ψάρια ζωντανά. Στο τέλος της ημέρας, τι μας κάνει ανθρώπους, αν όχι η έμφυτη ροπή μας να νοιαζόμαστε για όσα μας περιβάλλουν; Μήπως έχει έρθει η ώρα η πολιτεία να διατάξει διά νόμου αυτό που αβίαστα υπαγορεύει ο ανθρωπισμός μας, ή θα περιμένει η Βουλή να γίνουμε… Ελβετία;