Γράφει ο Άρης Πορτοσάλτε
Αυτό, μόνο, μας έλειπε. Να σηκωθεί να φύγει και να (μας) παρατήσει πίσω με…Ούτε να το σκέφτεσαι, ακόμη κι αν έχεις να του καταμαρτυρήσεις αντιρρήσεις για όσα κάνει ή για όσα δεν κάνει επαρκώς. Από την πιο «υποκειμενική» έως την πλέον «αντικειμενική» προσέγγιση, κάθε λογικού πολίτη, δεν είναι τώρα -δεν έχει έρθει ακόμη- η «στιγμή» να μιλήσουμε περί της αποχώρησης του Κυριάκου Μητσοτάκη από την πρωθυπουργία. Τα επιχειρήματα αφθονούν, η σύγκριση με τους λοιπούς αρχηγούς καταλυτικά υπέρ του. Θα συμφωνήσουμε ότι δεν χρειαζόμαστε περιπέτειες πολιτικής «αυτοχειρίας», αρκετές άλλες στην ευρύτερη «γειτονιά» επηρεάζουν. Αρκούν…
Στη «ξεραΐλα» των πολιτικών ειδήσεων, ξεχωρίζει το κατηγορηματικό «όχι» του Πρωθυπουργού στην αποδοχή της θέσης του προέδρου στην Κομισιόν, ακόμη κι αν του προταθεί. Η ερώτηση του δημοσιογράφου Παύλου Παπαδόπουλου στη συνέντευξη της «Κ», διατυπώθηκε καθώς τις τελευταίες ημέρες είχε φουντώσει και πάλι η φημολογία σχετικά με το ενδεχόμενο να μην επιτευχθεί στο «παζάρι» των Βρυξελλών η ανανέωση της θητείας της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και να αναζητηθούν άλλες λύσεις.
Είναι μια καλή είδηση ότι δεν θέλει να φύγει για τις Βρυξέλλες ο Μητσοτάκης. Θα άνοιγε χοντρές «ιστορίες» εάν τον κυρίευε μια τέτοια επιθυμία. Πρώτα απ’ όλα θα ήταν μια συμπεριφορά που θα «πρόδιδε» όλους εκείνους οι οποίοι εξακολουθούν να τον εμπιστεύονται. Θα πεις από την άλλη προσωπικό του ζήτημα είναι, δεν μπορούμε να του υπαγορεύσουμε τι θα πράξει. Όμως, ο ίδιος απάντησε κυριολεκτικά.
Είπε στην «Κ»: «Θα είναι τιμή για τη χώρα και για μένα, αλλά θα πω «όχι», ακόμη κι αν μου προταθεί. Δεν υπάρχουν αναντικατάστατοι πολιτικοί, αλλά πιστεύω ότι έχω κτίσει μια σχέση εμπιστοσύνης με τον ελληνικό λαό που δεν μου επιτρέπει να αποδεχθώ μια θέση πέρα από αυτή που ο λαός με έταξε».
Η σχέση εμπιστοσύνης με τους Έλληνες πολίτες, ακόμη κι αν δεν τον υπερψηφίζουν, στέκεται καθοριστική για τα επόμενα βήματα του Κ. Μητσοτάκη. Αυτή πρέπει να είναι η συμπεριφορά ενός πολιτικού που αναλαμβάνει θέση υπέρτατης ευθύνης. Δεν παρατιούνται σύξυλοι οι πολίτες, επειδή υπάρχουν άλλες προοπτικές για την προσωπική σταδιοδρομία. Η θέση διοίκησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση προφανώς ελκυστική και ταιριαστή στα προσόντα του Πρωθυπουργού, μπορεί να είναι το επόμενο μεγάλο βήμα του, αλλά σε καμία περίπτωση εάν πρώτα δεν μπουν σε κάποιο δρόμο τα ελληνικά θέματα.
Η «Ενωμένη» Αντιπολίτευση απ’ άκρη σ’ άκρη στο πολιτικό φάσμα προσπαθεί να αναδείξει εαυτόν. Δεν το κατορθώνει. Εδώ, υστερούν ακόμη κι οι πιο δυνατοί μεταξύ των αντιπάλων Μητσοτάκη. Όσο κι αν παλεύουν δεν πείθουν, ούτε ο Κασσελάκης, ούτε ο Ανδρουλάκης. Και δεν πείθουν, διότι θέλουν να δείξουν ότι είναι διαφορετικοί από τον Πρωθυπουργό. Κάνουν λάθος. Οι πολίτες δεν επιζητούν κάποιον διαφορετικό από τον Μητσοτάκη. Αν ψάχνουν, τότε αναζητούν κάποιον…καλύτερο από εκείνον. Σε αυτή τη φάση δεν φαίνεται να υπάρχει άλλος καταλληλότερος για την Πρωθυπουργία.
Τουλάχιστον το επόμενο διάστημα αποφεύγουμε τις σκέψεις για τα χειρότερα. Ο Μητσοτάκης συνεχίζει τη διακυβέρνηση. Έχει μια τριετία μπροστά του και στην πολιτική είναι χρόνος «τεράστιος». Οι επόμενες διεργασίες στην Κομισιόν ορίζονται, με το καλό, για το εκλογικό έτος 2029. Στην Ελλάδα, βουλευτικές εκλογές θα γίνουν το σωτήριο έτος 2027. Έχει ήδη ειπωθεί από τον Πρωθυπουργό πως θα διεξαχθούν στο χρόνο τους. Η τήρηση του πολιτικού «ημερολογίου» είναι κι αυτό μια ένδειξη συνέπειας.
Ας επιστρέψουμε στην καθημερινότητα. Ακόμη πέντε ημέρες μιας ανιαρής προεκλογικής περιόδου και ησυχάσαμε. Θα συνεχίσουμε την προσφιλή εσωτερική και εσωστρεφή πολιτικολογία. Επίσης, χωρίς ουσία. Τα ευρωπαϊκά θέματα δεν μας «κολλάνε», δεν τα «πάμε», εκτός από τις περιπτώσεις όπου στις Βρυξέλλες ανακυκλώνονται οι εσωτερικοί «σκοτωμοί».
Δικαίως το κοινό δεν ενδιαφέρεται για τις ευρωεκλογές, όταν όλα όσα λέγονται στους δημόσιους υποτίθεται διαξιφισμούς, δεν κεντρίζουν ακόμη και τους πιο φανατικούς με την πολιτική.
Τα ευρωπαϊκά θέματα, όπως και τα εσωτερικά, αντιμετωπίζονται με γνώση, σοβαρότητα και ρεαλιστικές προτάσεις.
Οι ιδεολογικοί «δεκάρικοι» αποστρέφουν…