Γράφει ο Αλέξης Παπαχελάς
«Παττακοί και τέτοιοι. Να μην είμαστε απαισιόδοξοι, αλλά δύσκολα βγαίνουμε από αυτή την περιπέτεια! Και η Δεξιά τώρα, η λεγόμενη Δεξιά. Ξόφλησε! Ξόφλησε!». Τα λόγια αυτά ανήκουν στην Ελένη Βλάχου, η οποία το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου είχε την απίστευτη δημοσιογραφική ετοιμότητα να πατήσει το κουμπί σε ένα μαγνητόφωνο που είχε πάνω στο γραφείο της. Κατέγραψε έτσι όλες τις στιχομυθίες που εκτυλίσσονταν εκείνες τις κρίσιμες ώρες με όποια στελέχη της «Κ» είχαν καταφέρει να φτάσουν στο γραφείο. Δεκαετίες μετά, η κασέτα εκείνη βρέθηκε στα αρχεία της εφημερίδας, μια πραγματικά «ζωντανή» μαρτυρία από τη σύγχρονη ιστορία μας.
Οταν η Βλάχου έλεγε την παραπάνω φράση δεν ήξερε, προφανώς, πόσο προφητική ήταν. Οι πληροφορίες που είχε μαζέψει ήταν ελάχιστες. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι είχε ξεσπάσει ένα στρατιωτικό κίνημα.
Με μεγάλη διορατικότητα, όμως, είδε τι ερχόταν. Πληρώσαμε πάρα πολύ ακριβά τη βίαιη διακοπή της ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης της χώρας. Η εξίσου βίαιη, και δικαιολογημένη σε μεγάλο βαθμό, αντίδραση στη χούντα είχε τεράστιο κόστος. Από τον αυταρχισμό και τα ξερονήσια πήγαμε στον ανεξέλεγκτο δικαιωματισμό και στο ροκάνισμα των θεσμών και του κρατικού μηχανισμού στο όνομα μιας ψευδεπίγραφης ισότητας και ενός άρρωστου συνδικαλισμού. Το εκκρεμές πήγε, από πολύ δεξιά, πολύ αριστερά.
Η Δεξιά μπορεί να μην ξόφλησε, όπως το σκεπτόταν η Βλάχου, γιατί κυβέρνησε αρκετά χρόνια. Απώλεσε όμως την έξωθεν καλή μαρτυρία, την ιδεολογική ηγεμονία και την απήχηση σε δυναμικά κομμάτια της κοινωνίας. Σε κάθε της βήμα έπρεπε να κάνει μια μετάνοια και σχεδόν να… ζητάει συγγνώμη επειδή είναι η Δεξιά. Ενίοτε, ήταν δύσκολο να διακρίνεις τις διαφορές της από τον αντίπαλο.
Από την αντίδραση στη δικτατορία ξόφλησε πάντως και η λογική, το αυτονόητο. Σε αυτή χρωστάμε τα γεμάτα γκράφιτι πανεπιστήμια, τις καταλήψεις, τους μπαχαλάκηδες, τις μολότοφ. Και βέβαια, το φαύλο κομμάτι του πανεπιστημιακού κατεστημένου είναι η άλλη όψη του ίδιου προβλήματος, προϊόν της συναλλαγής και της μετριότητας που επιβλήθηκε στα ΑΕΙ στο όνομα ενός, και πάλι ψευδεπίγραφου, εκδημοκρατισμού.
Καθώς εισήλθαμε στη χρονιά που θα γιορτάσουμε τα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης, το εκκρεμές μετακινείται με φόρα προς τα δεξιά. Βοήθησε το «ακριβό φροντιστήριο του ΣΥΡΙΖΑ», που έλιωσε πολλούς μεταπολιτευτικούς μύθους και έφερε τον Ελληνα πιο κοντά στον ρεαλισμό. Ο δημόσιος διάλογος μετακινείται προς τα δεξιά, ορισμένες φορές με χυδαιότητα και ακραία τοξικότητα. Ετσι, όμως, συμβαίνει με κάθε εκκρεμές όταν φτάνει στα άκρα, από εδώ ή από εκεί.
Οπως και να το κάνει κανείς, ήταν πολλά τα –σχεδόν– πενήντα χρόνια που χρειάστηκαν για να ξεπεράσουμε τις αγκυλώσεις και να κλείσουμε τους ανοικτούς λογαριασμούς μας με την Ιστορία. Οποιος επιμένει, βέβαια, να τους κρατάει ανοικτούς και να μένει κολλημένος στο 1944 ή στο ’74 θα μείνει στο περιθώριο. Και όποιος δεν σέβεται την Ιστορία θα έχει τεράστια ευθύνη αν το εκκρεμές φύγει, αυτήν τη φορά, πολύ προς τα δεξιά.