Γράφει ο Αλέξης Παπαχελάς
Οταν πηγαίνω στο αεροδρόμιο λίγο μετά τις γιορτές αντικρίζω πάντοτε μία, επαναλαμβανόμενη, σκηνή που με συγκινεί. Γονείς οι οποίοι αποχαιρετούν τα παιδιά τους καθώς φεύγουν πάλι, έπειτα από λίγες μέρες διακοπών κοντά τους, για το εξωτερικό. Ξέρω καλά –έχοντας ζήσει είκοσι χρόνια στο εξωτερικό– αυτό το «σφίξιμο» που νιώθει κάθε Ελληνας που αγαπάει τον τόπο του, καθώς βλέπει με την άκρη του ματιού του από το παράθυρο του αεροπλάνου τη θάλασσα λίγο πριν προσγειωθεί. Το ίδιο και πιο έντονο σφίξιμο νιώθει καθώς απογειώνεται και αποχαιρετά φίλους, συγγενείς, αγαπημένες συνήθειες, τον ήλιο που συγχωρεί τα πάντα. Και βέβαια, έχουμε συνηθίσει να διαχειριζόμαστε τον ίδιο δύσκολο αποχαιρετισμό από τα παιδιά μας, που πάνε να σπουδάσουν στο εξωτερικό για ένα ακόμη εξάμηνο.
Πέρα όμως από το τι νιώθει ο καθένας, γονιός ή παιδί, υπάρχει κάτι που προβληματίζει και αξίζει να το προσέξουμε. Πολλές από τις μεθεόρτιες σκηνές αποχαιρετισμού δεν αφορούν γονείς και παιδιά που σπουδάζουν. Αλλά νέους ανθρώπους, 30άρηδες συνήθως, οι οποίοι έφυγαν από την Ελλάδα λόγω της οικονομικής κρίσης και έψαξαν να βρουν αλλού ευκαιρίες. Είναι άνθρωποι που έχουν τις δουλειές τους και είναι πια μόνιμα εγκατεστημένοι σε διά-φορες χώρες. Ερχονται στην Ελλάδα όσο τους το επιτρέπει η άδειά τους και την αγαπούν με τον ξεχωριστό τρόπο που κάθε μέτοικος λατρεύει τον τόπο του. Τους δυσκολεύει πολύ η απόσταση και το γεγονός πως γονείς και υπόλοιπη οικογένεια είναι μακριά. Από την άλλη, μόλις τους ανοίξεις κουβέντα, αν τους συναντήσεις σε κάποια ευρωπαϊκή ή άλλη πόλη, θα σου πουν πόσο ευχαριστημένοι είναι εκεί που βρίσκονται και πόσο τους θυμώνει η Ελλάδα.
Βρισκόμαστε σε ένα πάρα πολύ κρίσιμο σταυροδρόμι σχετικά με την τύχη αυτής της γενιάς, της γενιάς του brain drain ή όπως αλλιώς θέλει να την πει κανείς. Οι Ελληνες αυτοί έχουν περάσει πια στη φάση όπου αποκτούν οργανικές ρίζες στους νέους τους προορισμούς. Είναι σε ηλικίες που φτιάχνουν οικογένεια ή βρίσκουν μόνιμες δουλειές. Περνούν στη φάση όπου η επιστροφή στην Ελλάδα θα γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Γι’ αυτό είναι κρίσιμο να τους «πείσουμε» ως χώρα να γυρίσουν. Δεν είναι όμως μόνο ζήτημα χαμηλών μισθών ή κινήτρων. Είναι θέμα αλλαγής κουλτούρας, αξιοκρατίας (παντού), πανεπιστημίων που δεν λειτουργούν σαν κέντρα φαυλότητας και συντήρησης πελατειακών σχέσεων. Και μιας ποιότητας ζωής που απαιτεί καλά δημόσια νοσοκομεία και σωστή παιδεία για τα παιδιά τους. Ξέρει αυτή η γενιά ότι δεν έχει αφήσει πίσω της την Ελλάδα του 1920, αλλά από την άλλη έχει απαιτήσεις – και καλά κάνει.
Περνάμε μια φάση οικονομικής άνθησης. Υπάρχουν τομείς, όπως ο τουρισμός, όπου κάποιος μπορεί να βρει δουλειά εύκολα, με καλό μισθό και συνθήκες επαγγελματισμού. Δεν φτάνουν όμως αυτά για να πειστούν να γυρίσουν αυτά τα παιδιά. Κι αν δεν γυρίσουν τώρα κοντά, θα τα «χάσουμε» για πάντα.