Γράφει ο Αντώνης Καρακούσης
Οι τράπεζες και οι διοικήσεις τους απολαμβάνουν τούτο τον καιρό την ευφορία των καρπών της γης. ‘Η ακριβέστερα των υψηλών επιτοκίων και ιδιαιτέρως της μεγάλης διαφοράς μεταξύ των επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων. Δεν είναι ελληνικό το προνόμιο, απλά στην περίπτωσή μας ξεπερνά κάθε όριο. Φθάνουν τα επιτόκια χορηγήσεων να απέχουν ακόμη και έξι ποσοστιαίες μονάδες από εκείνα των καταθέσεων. Με αποτέλεσμα τα πιστωτικά μας ιδρύματα να εξασφαλίζουν υπερέσοδα χωρίς κόπο σχεδόν από το σύνολο των χορηγήσεων, παλαιών και νέων, καθώς το 70% αυτών βαρύνεται με κυμαινόμενα επιτόκια.
Ετσι εξηγούνται κατά βάση τα πολυδιαφημιζόμενα κέρδη και η ευρωστία των τραπεζών μας. Εχει δε ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι τιμολογήσεις μοιάζουν συντονισμένες, σχεδόν ταυτόσημες, δεν διαφέρουν από τράπεζα σε τράπεζα. Πράγμα που πέραν των άλλων εγείρει και θέματα ανταγωνισμού.
Επιπλέον η δράση και η στάση τους είναι επιλεκτικές. Προτιμούν τα μεγάλα σχήματα, όπως και τα πιο φανταχτερά πρότζεκτ. Κοινώς επιλέγουν να χρηματοδοτήσουν και να υποστηρίξουν τις «μεγάλες δουλειές», όπου τα έσοδα είναι ευκρινή και αποφεύγουν συστηματικά και σχεδόν οργανωμένα να ασχοληθούν με τις μικρότερες πιστώσεις, με τη «μαρίδα» της επιχειρηματικότητας και της οικονομίας, με τις μικρότερες των επιχειρήσεων, προβάλλοντας αβάσιμες δικαιολογίες και εν πολλοίς αστήρικτα επιχειρήματα.
Εν χορώ επαναλαμβάνουν ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι αδιαφανείς, ότι τα λογιστικά τους βιβλία δεν αποτυπώνουν την πραγματικότητα, ούτε υπακούουν στα πιστωτικά μέτρα και σταθμά που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Και ακόμη επικαλούνται το μικρό μέγεθός τους προκειμένου να αρνηθούν την προσπάθεια προσέγγισής τους και την ανάληψη του όποιου ρίσκου. Και αυτό μάλιστα σε φάση κατά την οποία υποτίθεται επανοικοδομούν τα χαρτοφυλάκιά τους και επιχειρούν να δημιουργήσουν νέες βάσεις εσόδων προς αντικατάσταση των παλαιών και χρεοκοπημένων στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης.
Απεδείχθη περίτρανα η επιλεκτική στάση και συμπεριφορά τους κατά τη διαχείριση των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης. Προτιμήθηκαν τα μεγάλα σχήματα και οι υψηλού κόστους επενδύσεις και έμειναν στην κυριολεξία στο ράφι, χωρίς πρόνοιες και υποστήριξη, οι μικρότερες των επιχειρήσεων. Ελάχιστες έχουν ενταχθεί στις χρηματοδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης και κατά τα φαινόμενα δεν υπάρχει διάθεση αλλαγής στάσης και συμπεριφοράς. Η πικρή αλήθεια είναι ότι οι διοικήσεις των τραπεζών επιλέγουν τη δική τους ασφάλεια και βεβαιότητα παρά το ρίσκο και τη διεύρυνση του κύκλου των δραστηριοτήτων τους.
Με τη στάση τους ωστόσο αποκλείουν από το πιστωτικό τους έργο το μεγαλύτερο κομμάτι της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα. Ως γνωστόν, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα ξεπερνούν τις 700.000, απασχολούν το 90% του εργατικού δυναμικού και παράγουν περισσότερο από το 60% του εθνικού μας πλούτου ετησίως.
Με άλλα λόγια, οι τράπεζες δεν επιτελούν το πιστωτικό τους έργο. Ουδείς αρνείται ότι ο ευρύς κύκλος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έχει και προβλήματα διαφάνειας και λογιστικής αποτύπωσης. Ουδείς όμως επίσης μπορεί να υποστηρίξει ότι ανάμεσα στις 700.000 μικρομεσαίες δεν υπάρχουν και 60.000 – 70.000 εύρωστες, υγιείς και με προοπτικές μικρές επιχειρήσεις, ικανές να τύχουν προσοχής και υποστήριξης. Με τη διαφορά ότι η αναζήτησή τους απαιτεί κόπο και προσπάθεια την οποία, όπως θα έλεγε και ένας λαϊκιστής, δεν αναλαμβάνουν οι «ράθυμοι», «επαναπαυμένοι» και υψηλά αμειβόμενοι τραπεζίτες μας…