Όσοι δεν… προσγειώθηκαν εσχάτως στη χώρα μας, γνωρίζουν ότι η Έφη Αχτσιόγλου υπήρξε επί σειρά ετών “χαϊδεμένη” του “συστήματος”. Λάθος χρήση χρόνου. Δεν υπήρξε. Παραμένει…
Η άλλοτε προστατευόμενη του Γιώργου Κατρούγκαλου και του Ευκλείδη Τσακαλώτου, στην οποία παραχωρείται με… απευθείας ανάθεση η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ήταν το κεντρικό πρόσωπο που “προστατεύτηκε” από τα ΜΜΕ τα οποία πολέμησαν με πάθος τον Αλέξη Τσίπρα. Φιλοτεχνήθηκε για χάρη της ένα προφίλ… τόλμης και γοητείας, παραμερίζοντας την ουσία και αδιαφορώντας για το περιεχόμενο.
Η Έφη Αχτσιόγλου έχει συνδέσει την πολιτική διαδρομή της στον ΣΥΡΙΖΑ, με κυβερνητικές επιλογές που πλήγωσαν βαθιά την ελληνική κοινωνία, με συνέπειες οι οποίες δεν έχουν αναιρεθεί μέχρι και σήμερα. Με τον νόμο Κατρούγκαλου και την ατιμωτική φτωχοποίηση των συνταξιούχων, μέχρι την υστέρηση διόρθωσης του ξεχαρβαλώματος των εργασιακών σχέσεων που προκάλεσαν τα Μνημόνια. Με την άγρια φορολόγηση της μεσαίας τάξης από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, ιδεολογικό “κηδεμόνα” της Έφης Αχτσιόγλου, ο οποίος συμπεριφέρεται ήδη ως “συναρχηγός” για την επόμενη μέρα του ΣΥΡΙΖΑ.
Με την απουσία απτού μωσαϊκού ιδεών, φρέσκων και προοδευτικών, που να βρίσκονται σε αντιστοίχιση με τις σύγχρονες προτεραιότητες και ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας. Των πολιτών που δοκιμάζονται και αγωνιούν για το μέλλον τους. Στον αντίποδα, η Έφη Αχτσιόγλου επιλέγει να αναδεικνύει τις περιθωριακές δοξασίες περί “βουλεύτριας”, ενός τόσο απαξιωτικού για το γυναικείο κίνημα χαρακτηρισμού, περί της ταυτότητας φύλου, περί της κανονικότητας που δεν συνιστά ευκαιρία για την Αριστερά.
Όλα τα προηγούμενα χρόνια, η Έφη Αχτσιόγλου έδειχνε να διατηρεί ένα πολυετές “σύμφωνο συμβίωσης” με το “σύστημα”. Που την ανέδειξε, την προώθησε και σήμερα την επιβάλλει ως μονόδρομο για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, με αναπόφευκτη την προοπτική επιστροφής στο κοινωνικό και εκλογικό περιθώριο του 3%.
Είναι… διασκεδαστικό λοιπόν να διαβάζει κανείς δηλώσεις της Έφης Αχτσιόγλου ότι “δεν πρόλαβε να γίνει διαπλεκόμενη μέσα σε έναν μήνα”. Φυσικά και δεν αρκεί ένας μήνας. Απαιτήθηκαν… χρόνια.
Του Νίκου Φυλάγγελου