Γράφει η Νίκη Λυμπεράκη
Χρόνια τώρα συζητάμε για το αν πρέπει ή δεν πρέπει να μπαίνουν τα κόμματα στο εκλογικό παιχνίδι της τοπικής αυτοδιοίκησης. Γιατί να υποδεικνύει το κόμμα τον εκλεκτό του υποψήφιο για τους δήμους και τις περιφέρειες όταν στην πραγματικότητα σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για τις εθνικές εκλογές, εδώ δεν συγκρούονται ιδεολογίες αλλά κατά βάση διαχειριστικές ικανότητες; Μετράει για τον δημότη αν ο δήμαρχος ψηφίζει Νέα Δημοκρατία, ΠαΣοΚ ή ΣΥΡΙΖΑ; Αν έχει απομείνει κανείς που ασπάζεται εκείνο το «αλλιώς μαζεύει τα σκουπίδια ένας μνημονιακός και αλλιώς ένας αντιμνημονιακός», πάσο. Για τους υπόλοιπους όμως, που ασπάζονται απλώς και μόνο την κοινή λογική, δήμαρχος και περιφερειάρχης πρέπει να αναλαμβάνει όποιος μπορεί να κρατάει την περιοχή καθαρή, καλοφωτισμένη και προετοιμασμένη έναντι πιθανών καταστροφών, όποιος μπορεί να αναπτύξει το απαραίτητο κοινωνικό έργο και, στο τέλος της ημέρας, όποιος αγαπά τον δήμο ή την περιφέρειά του και δεν βλέπει την εκλογή ως το «αγροτικό του», προϋπηρεσία-αγγαρεία δηλαδή για τη Βουλή, το υπουργείο ή και την πρωθυπουργία.
Αν αυτό είναι το ένα βασικό επιχείρημα υπέρ της αποκομματικοποίησης των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, υπάρχει ακόμη ένα που δεν το πολυσυζητάμε: Αν δεν αφεθεί ακηδεμόνευτη η τοπική εκλογική μάχη, καταπνίγεται και ένα από τα τελευταία πεδία ανάδειξης νέων άξιων ανθρώπων που ούτε βροντερά επώνυμα ή μπάρμπα στην Κορώνη έχουν, ούτε σελέμπριτις είναι, ούτε και μπορούν να δώσουν εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ για την προσωπική τους εκστρατεία.
Ας σκεφτούμε τα κοινά, τον δημόσιο βίο, ως μια πυραμίδα. Στη βάση της θα μπορούσε κανείς να βάλει τα πανεπιστήμια, τους χώρους εργασίας και την τοπική αυτοδιοίκηση. Ολα εκείνα τα πεδία δηλαδή από τα οποία μπορεί να αναδειχθεί ικανή εκπροσώπηση. Και στην κορυφή βρίσκονται τα κόμματα, η εθνική αντιπροσωπεία και η κυβέρνηση.
Σε ένα σύστημα τόσο ασφυκτικά κομματικό όπως το σημερινό σε πανεπιστήμια, συνδικαλισμό και ΟΤΑ, αντί από τη βάση της πυραμίδας να τροφοδοτείται η κορυφή, συμβαίνει το αντίστροφο. Οι κομματικές ηγεσίες επιβάλλουν τους εκλεκτούς τους – ικανούς τε και μη – και τους σπρώχνουν ως τη νίκη βάζοντας σε κίνηση παντοδύναμους κομματικούς μηχανισμούς που εκ των πραγμάτων συνθλίβουν κάθε αξιόλογη μεν αλλά ερασιτεχνική προσπάθεια καμπάνιας.
Και οι πολίτες; Η πείρα δείχνει πως τα κομματικά χρίσματα βαραίνουν την ώρα της κάλπης. Οι κομματικοί υποψήφιοι στην πλειονότητα των περιπτώσεων έχουν προβάδισμα στους υποστηρικτές των κομμάτων που τους έχρισαν. Οταν είναι ικανοί, το κακό περιορίζεται στον αποκλεισμό όσων άξιων δεν προέρχονται από κομματικό σωλήνα και που θα μπορούσαν να μπολιάσουν παραγωγικά το πολιτικό σύστημα. Οταν όμως είναι ανίκανοι (και έχουμε πλούσια πείρα σχετικά), η καταστροφή μπορεί να είναι ανυπολόγιστη. Το τέλος της κομματικής κηδεμονίας των ΟΤΑ, του «καπελώματος» που έλεγε κι ο Μπουτάρης, μοιάζει πιο επείγουσα συζήτηση από τα ατυχή, πλην όμως βολικά, ζεϊμπέκικα των ημερών.