Γράφει ο Στέλιος Σοφιανός
Θυμάμαι την πρώτη φορά που είδα τον Νίκο Γκάλη από κοντά. Σε έναν αγώνα πρωταθλήματος Σπόρτιγκ – Άρη. Τελείωνα το Δημοτικό νομίζω. Δεν ήταν ακόμη «Ο ΓΚΑΛΗΣ», αλλά είχε αρχίσει να ακούγεται στη σχετικά μικρή (σε σχέση με λίγα χρόνια αργότερα) κοινότητα του μπάσκετ ότι «ο Άρης έφερε έναν παικταρά από την Αμερική».
Η κοινότητα αυτή έγινε πολύ μεγάλη, ίσως η μεγαλύτερη στην Ελλάδα και σπουδαία στην Ευρώπη και τον κόσμο, κυρίως εξαιτίας του. Αλλά και επειδή είχαν και ο ίδιος και το μπάσκετ την ευτυχή συγκυρία να «πέσουν» σε μια γενιά αθλητών και αθλητικών παραγόντων, που άρπαξαν την ευκαιρία και έκαναν το άθλημα «εθνικό σπορ».
Ο καταλύτης σε αυτό ήταν ο Νίκος Γκάλης. Και η ευλογία, ότι αυτός ο υπερπαίκτης (ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα) αγωνίστηκε όλα τα χρόνια της επαγγελματικής καριέρας του στην Ελλάδα. Σε ελληνικές ομάδες. Και στην Εθνική.
Πιθανόν σήμερα αυτό να μην συνέβαινε. Ποιος θα μπορούσε να σκεφτεί τον Γιάννη Αντετοκούνμπο (που, παρεμπιπτόντως, «έλαμψε» δια της απουσίας του από το ΟΑΚΑ την Παρασκευή), έναν από τους 2-3 καλύτερους και πιο επιδραστικούς παίκτες στον κόσμο τα τελευταία χρόνια, να περιορίζεται στα γήπεδα και τα χρήματα της ελληνικής basket league, ή ακόμη και σε μεγάλη ομάδα της Ευρωλίγκας (πχ Ρεαλ Μαδρίτης); Αδιανόητο.
Ο Γκάλης το έκανε. Από επιλογή. Κάποιοι λένε λόγω χαρακτήρα, άλλοι ότι δεν τον έπαιρνε να κάνει μεγάλη καριέρα στο ΝΒΑ, πολλοί θα θυμούνται ότι κανείς δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τα χρήματα που έριχναν στα πόδια (και τα χέρια) του ο Άρης του Θεόφιλου Μητρούδη και ο Παναθηναϊκός του Παύλου Γιαννακόπουλου – το αποτέλεσμα όμως ήταν ότι ο Γκάλης ήταν εδώ.
Τον βλέπαμε στο γήπεδο όποτε θέλαμε ή μπορούσαμε. Στα γήπεδα όλης της χώρας. Έμπαινε κάθε Πέμπτη και Παρασκευή (και Τρίτη;) στα σπίτια μας από τις τηλεοπτικές μεταδόσεις των ευρωπαϊκών αγώνων, μαζί με άλλους τεράστιους παίκτες της εποχής, Έλληνες και ξένους. Ζούσε εδώ. Κυκλοφορούσε εδώ (όσο, τέλος πάντων, κυκλοφορούσε), μπορούσες να τον συναντήσεις να ψωνίζει στην Προξένου Κορομηλά ή να οδηγεί στη Βασιλίσσης Σοφίας και μετά να λες στον κύκλο σου «ρε, είδα στον δρόμο τον Γκάλη!», με τη χαρά και το δέος που θα σου έδινε ένα τυχαίο συναπάντημα όχι απλώς με μια διασημότητα αλλα με μια θεότητα.
Έτσι τον λέγαμε, άλλωστε. «Θεό». Έτσι τον είχαμε, έτσι τον έχουμε και έτσι θα τον έχουμε. Σαν έναν θεό, θεότητα του Ολύμπου, από αυτές που δεν ήταν μόνο κατ’ εικόνα και καθ΄ ομοίωση προς εμάς τους θνητούς (οκ, με κάποιες εξαιρέσεις), είχαν και τα δικά μας χούγια και μάλιστα στο έπακρο. Σαν έναν θεό που του αναγνωρίζουμε το δικαίωμα να κάνει και λάθη, να έχει και πάθη, να κλαίει – αρκεί όλα αυτά να τα κάνει εδώ, κοντά μας, σε εμάς και για εμάς.
Ο Νίκος Γκάλης ηταν και είναι εδώ. Και θα είναι για πάντα. Οχι μόνο μέσα από τις πάμπολλες βιντεοκασέτες που κρατάμε από παιδιά και μετατρέπουμε σε mp4 για να ανεβάσουμε τα βίντεο του YouTube ώστε να βλέπουν τα κατορθώματά του τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας. Ούτε μέσα από τις ονομασίες των γηπέδων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και τις γαλανόλευκες, κιτρινόμαυρες και πράσινες φανέλες που κρέμονται στις οροφές τους.
Ο Νικ είναι εδώ γιατί (για οποιονδήποτε, οπωσδήποτε θεϊκό, για εμάς λόγο) το επέλεξε. Μας επέλεξε. Και αυτό δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ.