Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Να βάλουμε στο ίδιο κάδρο την πολιτική κατάσταση που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα και την Τουρκία, μετά τις παράλληλες εκλογές.
Στην Άγκυρα ο πανίσχυρος «Σουλτάνος» πλειοδοτεί στις σταθερές επιδιώξεις της Τουρκίας έναντι της Ελλάδας, στο Αιγαίο, τη Θράκη και την Κύπρο.
Με κανένα τρόπο δεν δείχνει διάθεση να εγκαταλείψει τη συμπεριφορά διεκδίκησης ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων – και κυριαρχίας σε κάποιες περιπτώσεις.
Από αυτή την άποψη η Τουρκία επιμένει να απειλεί την Ελλάδα και στα τρία μέτωπα.
Στην Αθήνα υπάρχει επίσης ισχυρός Πρωθυπουργός, αλλά κάθε άλλο παρά μένει πιστός την πάγια ελληνική πολιτική έναντι της Τουρκίας.
Έτσι όπως την κατοχυρώνουν οι Συνθήκες και τη διαμόρφωσαν, συμπληρωματικά, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Μιλάει για «σημαντικές διαφορές» με «γεωπολιτική διάσταση», βρίσκει «σχετική έννοια» την κυριαρχία και προεξοφλεί «υποχωρήσεις από θέσεις που αποτελούν την αφετηρία της διαπραγμάτευσης».
Συμπέρασμα. Ενώ η Τουρκία του Ερντογάν μένει σταθερή στις επεκτατικές βλέψεις της , η Ελλάδα του Μητσοτάκη εμφανίζεται πλέον διατεθειμένη να τις… συζητήσει.
Έτσι, ενώ επικαλείται τη Λωζάνη, στην πράξη προσχωρεί στην λογική της αναθεώρησή της.
Σ’ αυτό το σκηνικό η – διόλου τυχαία – ανάθεση του Υπουργείου Εξωτερικών σε εξωκοινοβουλευτικά πρόσωπα δεν είναι καλή προϋπόθεση για «διάλογο» με την Άγκυρα.
Η οποία, διά του Ερντογάν, επιμένει ότι υπάρχουν στο τραπέζι θέματα, όπως η Θράκη και η αμυντική θωράκιση των νησιών.
Ο Έλληνας Πρωθυπουργός το αρνείται – αν όχι και τόσο κατηγορηματικά – αλλά δεν απορρίπτει τη «συνεκμετάλλευση το Αιγαίο» και έχει εξαφανίσει το Κυπριακό.
Σ’ αυτό το σκηνικό ένα άρθρο του Γ. Γεραπετρίτη στην «Εφ.Συν.», επικυρώνει τις πρωθυπουργικές διαθέσεις για «λεόντειο» διάλογο με την Τουρκία.
Κατά τρόπο μάλιστα που επιδιώκει να αναδείξει τον Πρωθυπουργό ως εν δυνάμει ιστορικό πρόσωπο – στο επίπεδο του Ελευθερίου Βενιζέλου!
Κατά το πνεύμα του άρθρου, η Λωζάνη, καλά κράτησε έναν αιώνα, ως «οδός συμβιβασμού» και « γεφύρωσης διαφορών» και ως «νομικό γεγονός», που «ρύθμισε με τυπικό τρόπο» τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Αλλά πλέον «εμείς» – ποιοι ακριβώς «εμείς»; – «υπό ασυγκρίτως καλύτερες συνθήκες, οφείλουμε να βαδίσουμε με ειλικρίνεια και εντιμότητα τον δρόμο της ειρηνικής συνεργασίας.
Δηλαδή; «Να επιδιώξουμε τη συνεννόηση, τηρώντας τις αρχές και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου», καθώς «η ατέρμονη αντιπαράθεση δεν μπορεί να είναι επιλογή».
Τι λέει ο άνθρωπος; Πόσο αστοιχείωτος μπορεί να είναι κάποιος για να προκρίνει ότι το θέμα ανάμεσα στην Ελλάδα και Τουρκία είναι η «συνεννόηση»;
Ότι δεν είναι δηλαδή, η διεκδικητική βουλιμία της άλλης πλευράς, χωρίς την εγκατάλειψη της οποίας καμία συζήτηση δεν έχει νόημα.
Πιο ανιστόρητο κείμενο δεν θα μπορούσε να υπάρξει.
Για πρώτη φορά υπουργός Εξωτερικών εμφανίζεται ως «λαγός» στη διαμόρφωση κλίματος εθνικών υποχωρήσεων.