Άρθρο Υπουργού Εξωτερικών, Γιώργου Γεραπετρίτη, στην «Εφημερίδα των Συντακτών» (24.07.2023)
«Η ατέρμονη αντιπαράθεση δεν μπορεί να είναι επιλογή»
Η σημερινή επέτειος της συμπλήρωσης εκατό χρόνων από την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης της Λωζάννης αποτελεί ιστορικό ορόσημο του 20ου αιώνα. Ως πολυμερής, η Συνθήκη άσκησε, κατά περίπτωση, σημαντική επιρροή στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, επηρεάζοντας, ακόμη και τη συμβαλλόμενη, πλην μακρινή, Ιαπωνία. Αποτελεί και μείζονα σταθμό για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, καθώς διευθέτησε το περίφημο «ανατολικό ζήτημα», ρυθμίζοντας το διεθνές νομικό πλαίσιο της ευρύτερης περιοχής μας και χαράσσοντας οριστικά και σταθερά σύνορα.
Για τη χώρα μας υπήρξαν και επώδυνες απώλειες, όπως ότι η Ανατολική Θράκη, η Ίμβρος και η Τένεδος περιήλθαν στην Τουρκία και ότι οριστικοποιήθηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, μια τόσο βίαιη πρακτική που έκτοτε ουδέποτε εφαρμόσθηκε διεθνώς.
Από την άλλη πλευρά, η Συνθήκη ήταν το έναυσμα, μετά από σχεδόν έναν αιώνα ύπαρξης του ελληνικού κράτους, για μια εξωτερική πολιτική με έμφαση στην ανάπτυξη και την παγίωση της θέσης της χώρας στο ευρωπαϊκό και στο διεθνές στερέωμα. Επιπλέον, συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας της χώρας μας, με την ενσωμάτωση των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία.
Η Συνθήκη ρύθμισε με τυπικό τρόπο τις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας, διαμορφώνοντας ένα σταθερό πλαίσιο συνύπαρξης των δύο λαών. Στον διαδραμώντα χρόνο, η Ελλάδα στάθηκε αταλάντευτα προσηλωμένη στην τήρηση των όρων της.
Αναλογιζόμενος την πολυκύμαντη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία, αισθάνομαι ότι η πατρίδα μας ωφελήθηκε από την προσήλωση αυτή. Υπερασπίστηκε αποτελεσματικά την εδαφική της ακεραιότητα και το απαραβίαστο των συνόρων που όρισε η Συνθήκη, εξασφαλίζοντας επιπλέον από την Ιταλία, μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων. Σήμερα δε, η χώρα μας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ευρωπαϊκής οικογένειας, πυλώνα σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων και ισχυρό εταίρο διμερών και πολυμερών διεθνών σχημάτων. Με τον κίνδυνο της υπεραπλούστευσης, που ανακύπτει αναγκαία όταν κάποιος αποτιμά ένα νομικό γεγονός εκ του αποτελέσματος, η Συνθήκη της Λωζάννης κρίνεται επιτυχής στο μέτρο που επιβίωσε στον χρόνο και σήμερα αποτελεί μία από τις μακροβιότερες εν ισχύ διεθνείς συμβάσεις παγκοσμίως.
Πέραν των ανωτέρω, πιστεύω ότι η σημερινή επέτειος έχει να μας προσφέρει ένα ακόμη πολύτιμο δίδαγμα, ιδιαίτερα στην παρούσα χρονική συγκυρία. Ότι, αν το 1923, την επαύριο ενός σκληρού πολέμου με τεράστιες απώλειες και για τις δύο πλευρές, η Ελλάδα και η Τουρκία μπόρεσαν να βρουν την οδό του συμβιβασμού και κατόρθωσαν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους, τότε και εμείς, υπό ασυγκρίτως καλύτερες συνθήκες, οφείλουμε να βαδίσουμε με ειλικρίνεια και εντιμότητα το δρόμο της ειρηνικής συνεργασίας και να επιδιώξουμε τη συνεννόηση, τηρώντας τις αρχές και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Η ατέρμονη αντιπαράθεση δεν μπορεί να είναι επιλογή.
Ολοκληρώνοντας τις σκέψεις μου για τη σημερινή ημέρα, αισθάνομαι την ανάγκη να μοιραστώ με τους αναγνώστες αισθήματα αυτοπεποίθησης που προκαλεί η ανασκόπηση της δύσβατης αλλά, τελικά, επιτυχούς διαδρομής που διήνυσε η Ελλάδα στα εκατό χρόνια που μεσολάβησαν από την υπογραφή της Συνθήκης. Και πάνω από όλα, να αναδείξω το βάρος της ευθύνης όσων από δημόσια θέση καλούμαστε να διαχειριστούμε τα εθνικά μας συμφέροντα. Ευθύνη για τους απανταχού Έλληνες σήμερα, αλλά και για τις επόμενες γενιές. Στις οποίες οφείλουμε να κληροδοτήσουμε μία υπερήφανη πατρίδα με προσήλωση στα εθνικά δίκαια και, εφόσον υπάρξει ανταπόκριση, μια ειρηνική διεθνή γειτονιά.