Γράφει η Νίκη Λυμπεράκη
Καμιά εικοσαριά χρόνια πίσω, τότε που η χώρα βρισκόταν ακόμη στον αστερισμό της αστακομακαρονάδας και η κομμώτρια της μαμάς μου πήγαινε δύο φορές τον χρόνο να ξεσκάσει στη λίμνη Κόμο με διακοποδάνειο, ένας φίλος μάς περιέγραφε με αμηχανία την περιποίηση της οποίας έτυχε σε παραλιακό θέρετρο της Τουρκίας. Πατούσες, λέει, ένα κουμπί και ερχόταν ένας εργαζόμενος και στεκόταν ακριβώς στο σημείο που χρειαζόταν για να μη σε βαράει ο ήλιος.
Για να είμαι ειλικρινής, ήμουν και παραμένω δύσπιστη, καθώς ούτε πριν από τότε, ούτε όμως και μετά είδα ή άκουσα κάτι παρόμοιο. Μόνο ίσως σε εκείνες τις επικές ταινίες που βλέπουμε κάθε Πάσχα με τους ρωμαίους αυτοκράτορες και τους δούλους τους. Σε κάθε περίπτωση όμως, πέραν της αποστροφής που σου προκαλεί η εικόνα, εκείνο που θυμάμαι να σκέφτομαι τότε είναι το πόσο υποβαθμίζει την ταυτότητα όχι μόνο του τουριστικού προϊόντος αλλά και της ίδιας της χώρας μια «υπηρεσία» όπως αυτή.
Τη θυμήθηκα την κουβέντα μας αυτές τις μέρες με αφορμή τις εξέδρες της Ρόδου που στήθηκαν για να κάνουν τους παραθεριστές που τις επιλέγουν να νιώσουν για λίγο έλληνες κροίσοι (με εννέα γράμματα).
Στη μεγάλη εικόνα, είμαστε και πάλι μπροστά στην ίδια συζήτηση που κάναμε με αφορμή και τη Μύκονο: Ανομία, αυθαιρεσία και κακογουστιά με πρόφαση την τουριστική ανάπτυξη της χώρας; Και τελικά ποιος αποφασίζει και σε ποιον πέφτει λόγος; Με άλλα λόγια, τίνος είναι η Ρόδος και η Μύκονος;
Κάπως σαν να προσπερνάμε το γεγονός ότι η Μύκονος ανήκει στον Μυκονιάτη όσο ακριβώς ανήκει και στον Αθηναίο, τον Καρδιτσιώτη ή κάθε άλλο πολίτη της χώρας. Αρα η τύχη της δεν μπορεί να αφήνεται μόνο στα χέρια της τοπικής κοινωνίας ή των επιχειρηματιών του νησιού, γιατί η καταστροφή και η υποβάθμισή της ζημιώνουν κάθε Ελληνα. Τις τελευταίες δεκαετίες, με συστηματική προσπάθεια και παρά τις αντιξοότητες, η Ελλάδα κατάφερε να φτιάξει ένα brand που τη βάζει στους κορυφαίους προορισμούς παγκοσμίως.
Για τους ταξιδιώτες η χώρα μας φαντάζει ένας παράδεισος διακοπών στη Δύση, μια εμπειρία πολιτισμού, φιλοξενίας, χρωμάτων και γεύσεων στην καρδιά της Ευρώπης. Την ίδια ώρα όμως η πολιτεία εξακολουθεί να αποδέχεται διά παραλείψεως την παρανομία, την αναρχία και την κακογουστιά στην τουριστική δόμηση, την επιβολή των μικρών ή μεγαλύτερων μαφιών, τον αποκλεισμό μας από παραλίες που βαφτίζονται πριβέ με το έτσι θέλω και εμείς πάλι, οι εγχώριοι καταναλωτές τουρισμού, την αισχροκέρδεια στις παρεχόμενες υπηρεσίες, αλλά και ένα νέο δουλοπρεπές και βλαχοκίτς μοντέλο εξυπηρέτησης. Ετσι όμως μακροπρόθεσμα θα χάσουμε όλοι.