Γράφει ο Λευτέρης Κουσούλης
Ο μικρός οικισμός του Νότου ήταν ευλογημένος. Από την κορυφή του, στην πλαγιά του βουνού, σε ρέμα σκιερό, ανάβλυζε άφθονο νερό. Πλούσιο άφθονο νερό. Η ονομαστή και θρυλική για όλη την περιοχή Φλέβα.
Οι πηγές της ήταν ένας μικρός βιότοπος. Διαβάτες άλλαζαν δρόμο για μια σύντομη ανάπαυση, σημείο συνάντησης για τους ντόπιους, εκδρομικός προορισμός της Άνοιξης για τα δημοτικά Σχολεία των κοντινών χωριών, ένα σημείο αναφοράς, μια όαση στον γύρω συχνά άνυδρο τόπο του δύσκολου εκείνου Νότου.
Άφθονο το νερό, ανεμπόδιστα κυλούσε ως τη θάλασσα του Λακωνικού. Καταπράσινος ο δρόμος του προς τις ακτές, καλαμιές, πλατάνια, καρυδιές. Στο πέρασμά του, πολλαπλασίαζε τα έργα των ανθρώπων. Άφθονο το νερό, άφθονοι και οι καρποί. Και ο μικρός οικισμός δίκαια αισθανόταν περήφανος για τον εαυτό του. Όταν οι κάτοικοί του μιλούσαν για την Φλέβα τους, ένοιωθες λίγο να μεγαλώνουν, άλλοτε με αίσθηση κτήσης ενός προνομίου, άλλοτε με ευγνωμοσύνη και επίγνωση του δώρου αυτού της φύσης.
Πέρασαν τα χρόνια. Και ο Νότος θύμισε τον εαυτό του. Το διπλανό στον πλούσιο οικισμό μας χωριό είναι αντιμέτωπο με σκληρή λειψυδρία. Είχαν οι κάτοικοί του να λένε για μέρες ανυδρίας. Ούτε σταγόνα. Μάταιη η αναμονή της βροχής, μάταιες και οι συχνές λιτανείες. Η λύση ήταν μία. Η Φλέβα. Στην ίδια διοικητική Kοινότητα η Φλέβα, θα μπορούσε το μεγαλύτερο χωριό να ανακουφιστεί με μια δίκαιη κατανομή του πολύτιμου αγαθού.
Οι λίγοι κάτοικοι του οικισμού, που ζουν με την Φλέβα και από την Φλέβα, αρνούνται. Η Φλέβα τους ανήκει. Εντάσεις, μικροσυγκρούσεις. Ψυχραίνονται οι σχέσεις. Σπάνε οι δεσμοί. Οι ως χθες φίλοι και συντοπίτες, που έλεγαν και ζούσαν μαζί ιστορίες στη Φλέβα, έγιναν ξένοι. Τελικά μικρή ποσότητα νερού θα φτάσει στο άνυδρο χωριό και δύο βρύσες στο κέντρο του θα ξεδιψάσουν λίγο ζωντανά και ανθρώπους.
Προχθές ο Γιάννης – μεγάλωσε στη Φλέβα – ανήσυχος, λυπημένος, μας έφερε το άσχημο νέο. «Στέρεψε η Φλέβα», έλεγε στην παρέα με δυνατή φωνή, σαν να μην το πίστευε, σαν να έμοιαζε με ψέμα. Η θρυλική Φλέβα, που το νερό της κυλούσε ορμητικό, γύριζε νερόμυλους, πότιζε χωράφια, δρόσιζε χρόνια αναρίθμητα μια περιοχή, στέρεψε. Ούτε σταγόνα.
Φέτος το καλοκαίρι, για πρώτη φορά, ένα βυτίο του Δήμου θα γεμίσει την μικρή δεξαμενή του οικισμού, με τις οδηγίες οικονομίας του νερού να ακούγονται παράξενα στον τόπο που γνώρισε τα αγαθά της Φλέβας.
Θα μπορούσε αυτή η πραγματική ιστορία να είναι μια εισαγωγή σε ένα βιβλίο «περί πόρων και περί φόρων».