Γράφει ο Κώστας Λάβδας
Η επανεκλογή Ερντογάν στο ούτως ή άλλως εμβληματικό για την Τουρκία έτος 2023 συνιστά σημείο τομής αφενός στην ιστορία των σχέσεων μεταξύ της Τουρκίας και της Δύσης και, αφετέρου, στην εξέλιξη της διεθνούς τοποθέτησης της Τουρκίας και του ρόλου της στο διεθνές σύστημα.
Παρότι οι πρώτες κινήσεις του Τούρκου προέδρου ενδέχεται να δείξουν και κάποια διαλλακτικότητα, η εκ νέου εσωτερική νομιμοποίηση της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικο–θρησκευτικής και γεωστρατηγικής κατεύθυνσης της Τουρκίας επιταχύνει την πορεία της μακριά από τη Δύση σε ένα υπό διαμόρφωση χώρο μεταξύ Βορρά και Παγκόσμιου Νότου, μεταξύ Δύσης και Ανατολής, μεταξύ της σχετικής προβλεψιμότητας των συμμαχιών στο εσωτερικό της Δύσης και της υποβόσκουσας αναρχίας των αλληλεπιδράσεων στις παραδοσιακές διεθνείς σχέσεις.
Στην λογική αυτή, η προ ολίγων ωρών επικοινωνία Μπαίντεν – Ερντογάν δεν συνεπάγεται την αυξημένη πιθανότητα για άμεση υπαναχώρηση από πλευράς του τούρκου προέδρου ως προς την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, η οποία θα δρομολογούσε και ενδεχόμενες θετικές εξελίξεις για την Τουρκία στο θέμα των F-16. Κάτι τέτοιο ούτως ή άλλως δεν θα σήμαινε επουδενί ότι θα άλλαζε πράγματι η πορεία της χώρας μακριά από τη Δύση.
Η σημασία της εκ νέου νομιμοποίησης αυτής της πορείας δεν μειώνεται από την πλήρη επίγνωση των ενδεχόμενων παρατυπιών της εκλογικής διαδικασίας και των συνεπειών της ηγεμονίας που ασκεί το καθεστώς Ερντογάν. Άλλωστε η ετερόκλητη συμμαχία της αντιπολίτευσης δήλωσε ήδη ότι δεν αμφισβητεί το αποτέλεσμα, παρότι εξέφρασε δυσφορία για την επίδραση της κυβέρνησης στα ΜΜΕ και την δημόσια συζήτηση.
Όπως εξήγησα με αφορμή τον πρώτο γύρο των τουρκικών εκλογών, το «wishful thinking» (που αναφέρεται σε εκδοχή του γενικότερου φαινόμενου της παραπλάνησης του εαυτού μας, εν προκειμένω λόγω ενός συνδυασμού προβαλλόμενων επιθυμιών, ισχυρών προϊδεάσεων και ανεπαρκούς ανάλυσης), εμπόδισε πολλούς να αντιληφθούν την πλήρη σημασία του Ερντογανισμού ως φαινομένου με βαθιές ρίζες.
Το «wishful thinking», άλλωστε, ήταν υπεύθυνο για πολλά που διαβάζαμε και ακούγαμε τους τελευταίους μήνες σε δυτικά (και ελληνικά) μέσα για τις τουρκικές εκλογές ειδικώς και για την Τουρκία γενικότερα. Σήμερα, οι αναλυτές που θεωρούσαν ότι η Τουρκία θα επέστρεφε στη Δύση, πασχίζουν να προσαρμοστούν διερωτώμενοι ήδη, πως θα μάθουμε να ζούμε με την Τουρκία. Αλλά δυο λάθη δεν κάνουν ένα σωστό.
Γιατί όπως προαναφέρθηκε, η επανεκλογή Ερντογάν πρέπει να προσεγγιστεί ως σημείο τομής στην ιστορία των σχέσεων μεταξύ της Τουρκίας και της Δύσης αλλά και στην εξέλιξη του ρόλου της Τουρκίας στο μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα. Στο τελευταίο, που διαμορφώνεται σταδιακά με τρεις ή τέσσερις πόλους και περισσότερα κέντρα, εγγράφεται ως ενισχυτική αυτής της τάσης η τουρκική προσπάθεια για αύξηση της στρατηγικής αυτονομίας της χώρας και ανάδειξή της ως κέντρου που θα ισορροπεί μεταξύ πόλων.
Εκεί εντάσσονται, μεταξύ άλλων, οι πρόσφατες απόπειρες εξομάλυνσης των σχέσεων με την Αίγυπτο, με χαρακτηριστική την προ ωρών ανακοίνωση από το Κάιρο για ανταλλαγή πρεσβευτών μεταξύ των δύο χωρών. Ενώ από την άλλη πλευρά ενισχύονται ακόμη περισσότερο οι εξαιρετικές σχέσεις της Τουρκίας με το Πακιστάν. Με άλλα λόγια, η επανεκλογή Ερντογάν σημαίνει, μεταξύ άλλων, την ενίσχυση των πολυκεντρικών τάσεων του διεθνούς συστήματος.
Τι θα σημάνει αυτό για το ΝΑΤΟ; Όσο μαίνεται ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος και η σημασία της Άγκυρας παραμένει σχετικά αναβαθμισμένη, λίγα μπορούν να αλλάξουν στα σοβαρά. Εάν όμως κάποτε εισέλθουμε στη διπλωματική φάση της ρωσο-ουκρανικής σύγκρουσης και η Τουρκία εξακολουθεί να απομακρύνεται, τότε ένα «ΝΑΤΟ εντός του ΝΑΤΟ» ίσως καταστεί απαραίτητο και εκ των πραγμάτων αναπόφευκτο. Αντί για έξοδο κάποιων μελών με διακριτούς προσανατολισμούς, η (αμυντική αλλά ήδη και πολιτική) συμμαχία ενδέχεται να αποκτήσει πρωτοφανή χαρακτηριστικά ομόκεντρων κύκλων.
Αλλά προς το παρόν, είναι η ευρωπαϊκή διάσταση που πρέπει να μας προβληματίσει από την ελληνική σκοπιά. Βεβαίως, ό,τι ακολουθεί προϋποθέτει ότι, για την Ελλάδα, είναι απολύτως απαραίτητο η αποκατάσταση της ισορροπίας ισχύος με την επικίνδυνη γείτονα να συνεχίζεται και η ελληνική αποτρεπτική ικανότητα να ενισχύεται περαιτέρω, όπως επισημαίνουμε από χρόνια. Σε αυτό πάντα το πλαίσιο, πρέπει γίνει σαφές ότι μια στρατηγική «Ελσίνκι 2» δεν ήταν εφικτή από χρόνια, όσο και αν ορισμένοι επέμεναν να την εισηγούνται. Όμως μετά την επανεκλογή Ερντογάν, μια τέτοια στρατηγική μπορεί πια να σημαίνει αποκλειστικά και μόνον ένα εκ των εξής ενδεχομένων: είτε ερασιτεχνική προσπάθεια που θα οδηγήσει σε φιάσκο είτε συνειδητά προσχηματική χρήση του Ελσίνκι για την συγκάλυψη μιας προσέγγισης που τελικώς θα επιβραβεύσει την τουρκική επιθετικότητα με μια πλήρη τελωνειακή ένωση.
Στην πραγματικότητα, το Ελσίνκι είναι πια αδύνατον με την έννοια της προσπάθειας να χρησιμοποιηθεί θετικά η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας ως μέσον πίεσης επί της Άγκυρας ώστε να τροποποιήσει τις θέσεις της στα ειδικότερα ζητήματα που αφορούν την Ελλάδα και την Κύπρο. Από την άλλη πλευρά, αρκετές κυβερνήσεις και οικονομικά συμφέροντα εντός της ΕΕ θα συνεχίσουν να προσβλέπουν σε κάποια μορφή σχέσεων με την Τουρκία.
Κατά συνέπεια, όπως επιχειρηματολογώ από χρόνια, αυτό για το οποίο αξίζει να προσπαθήσουμε, είναι η προσεκτική συνδιαμόρφωση των συνθηκών για μια βιώσιμη ειρήνη με την Τουρκία σε μια γειτονιά του πλανήτη που θα παραμείνει ρευστή και επικίνδυνη. Δεν υπάρχουν εύκολες και γρήγορες «λύσεις», ούτε συνιστά στρατηγική απλώς η αποφυγή θερμών επεισοδίων (https://www.liberal.gr/epikairotita/i-omi-pragmatikotita-sta-ellinotoyrkika).
Ως προς την ΕΕ, το εγχείρημα σήμερα τίθεται σε νέα βάση (όχι στην ένταξη) και είναι περισσότερο σύνθετο: θα πρέπει η Τουρκία να πιεστεί για ένα καθεστώς σχέσεων το οποίο να αποτελέσει, ταυτόχρονα, κίνητρο και για συμμόρφωση ως προς τα ειδικότερα θέματα που μας απασχολούν. Με άλλα λόγια, το ζήτημα σήμερα είναι κατά πόσον μια νέα συνολική προσέγγιση της σχέσης ΕΕ-Τουρκίας στο νέο περιβάλλον και με τα νέα δεδομένα μπορεί να περιλαμβάνει και όρους για τα ελληνοτουρκικά και πώς αυτοί οι όροι θα καταστεί δυνατό να τύχουν εφαρμογής.
Πέρα από τη Γαλλία, ήδη και σε άλλες πρωτεύουσες της ΕΕ διατυπώνονται επιχειρήματα για την ανάγκη υιοθέτησης εναλλακτικών σεναρίων για την όποια μελλοντική σχέση ΕΕ – Τουρκίας. Αυτή όμως η συζήτηση μπορεί να αποτελέσει ενδιαφέρον σημείο εκκίνησης ή, αντίθετα, να λειτουργήσει εντελώς αποπροσανατολιστικά: Η Τουρκία δεν είναι απλώς χώρα με την οποία η ΕΕ επιθυμεί να διαμορφώσει ένα πλαίσιο περαιτέρω εμπορικής και οικονομικής σύμπλευσης.
Είναι χώρα η οποία συστηματικά απειλεί το status quo στην περιοχή και διατηρεί σχέσεις έντασης και δυνητικά σύγκρουσης τουλάχιστον με δυο κράτη-μέλη της ΕΕ. Δεν μπορεί να είναι αποδεκτή από την Ελλάδα μια ειδική σχέση που θα επιτρέπει στην Τουρκία – ευρισκόμενη πια εκτός ενταξιακής πορείας και προοπτικής – να έχει πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά χωρίς να της επιβάλλει (α) στοιχειώδεις υποχρεώσεις για το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα, (β) συμβολή στη ρύθμιση του μεταναστευτικού βάσει συμφωνιών με την ΕΕ και (γ) πλήρως διασαφηνισμένες υποχρεώσεις για τους όρους καλής γειτονίας και την απόρριψη προσφυγής στη βία ως μέσον επίλυσης διαφορών.
Πριν τη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε εξαιτίας της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, οι περισσότεροι διεθνείς αναλυτές συνέκλιναν στην άποψη ότι η ΕΕ δεν ήταν πια δυνατό να προσεγγίζει την τουρκική επιθετικότητα μόνον με μέσα ήπιας ισχύος. Η ΕΕ θα όφειλε να προκρίνει ένα συνδυασμό αποφασιστικότητας και ταυτόχρονης υποβοήθησης των τάσεων συνεργασίας.
Για την ΕΕ, η μετεξέλιξη της τελωνειακής ένωσης πρέπει να αποτελέσει κομμάτι αυτής της συνολικής νέας προσέγγισης και όχι οριοθετημένο πεδίο πολιτικής το οποίο – εξ ορισμού – αποτελεί καταρχήν συμφέρουσα για την Άγκυρα διευθέτηση. Στο επίπεδο της συνολικής νέας σχέσης ΕΕ – Τουρκίας, παρότι είναι γνωστές και δεδομένες οι δυσκολίες που σχετίζονται με την υιοθέτηση μέτρων των οποίων η επιβολή είναι αυτόματη, θα πρέπει από την ελληνική πλευρά να υποστηριχθεί σθεναρά μια μορφή αποτελεσματικών και προβλέψιμων μηχανισμών αντίδρασης σε παραβιάσεις των όρων που προαναφέρθηκαν. Η ύπαρξη ενός μηχανισμού επιβολής μέτρων ή/και αναστολής δικαιωμάτων πρόσβασης που θα εμπεριέχει και χαρακτηριστικά αυτόματης ενεργοποίησης θα πρέπει να είναι δεδομένη για κάθε πλαίσιο ειδικής σχέσης στην περίπτωση της Τουρκίας.
Όπως ακριβώς έγραφα προ διετίας (https://www.liberal.gr/apopsi/nai-stis-synomilies-ohi-stis-himaires), θα πρέπει να παραμείνει σαφής η γενικότερη προσέγγισή μας στη διάσταση του χρόνου. Εφόσον τον αξιοποιήσουμε σωστά, με ουσιαστική ενίσχυση των αποτρεπτικών ικανοτήτων της χώρας και ενδυνάμωση επιμέρους συμμαχιών, ο χρόνος ευνοεί την ανάδειξη της σχετικής υπεροχής της θεσμικά ωριμότερης Ελλάδας απέναντι σε μια Τουρκία που γίνεται περισσότερο αυταρχική, θεσμικά απαξιωμένη και εισέρχεται σε φάση βαθύτερης και απρόβλεπτης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.
Σήμερα, η επανεκλογή Ερντογάν δικαιώνει πλήρως αυτή την επιχειρηματολογία μας. Δεν υπάρχουν πειστικά επιχειρήματα υπέρ της άποψης ότι είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας μια «λύση» το συντομότερο δυνατό. Αυτό για το οποίο αξίζει να προσπαθήσουμε, είναι η προσεκτική διαμόρφωση των συνθηκών για την επίτευξη βιώσιμης ειρήνης με την Τουρκία σε μια γειτονιά του πλανήτη που θα παραμείνει ρευστή. Με δυο λόγια, οι ισορροπίες που αξίζουν – πέρα από τα πυροτεχνήματα για γρήγορες «λύσεις» – θα πάρουν χρόνο, τον οποίο όμως η ελληνική πλευρά θα πρέπει να αξιοποιήσει.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics, Αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.