Κάθε εκλογική αναμέτρηση έχει δυο δεδομένες παραμέτρους. Το αποτέλεσμα και τη διαχείρισή του. Ποιός θα κερδίσει, ποιές ισορροπίες θα διαμορφωθούν, και πώς θα κυλήσει η διακυβέρνηση του τόπου.
Με αφετηρία την επομένη των εκλογών της 21ης Μαϊου ή της 2ας Ιουλίου (αν χρειαστεί) στη χώρα μας, η καινούρια κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα διαμορφωθεί, θα κληθεί να ασκήσει την εξουσία σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες.
Το διεθνές περιβάλλον δεν διευκολύνει την αισιοδοξία, ειδικά για μια οικονομία σαν την ελληνική, με τις χρόνιες στρεβλώσεις και τις βαθιές πληγές που τις προκάλεσαν οι πολυεπίπεδες συνέπειες της εθνικής τραγωδίας των Μνημονίων. Με μια κοινωνία η οποία έχει προ πολλού χάσει την υπομονή της. Και με ένα πολιτικό σύστημα με εξαιρετικά ασθενές αποτύπωμα, λόγω της συρρικνωμένης κοινωνικής πλειοψηφίας που συνασπίζεται γύρω του.
Οι οικονομικοί αναλυτές θα περιέγραφαν την κατάσταση ως “τέλεια καταιγίδα”. Με την επιστροφή σε κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας, να φορτώνουν με “μαύρα σύννεφα” τον ουρανό πάνω από την Ελλάδα, σε μετεκλογικό επίπεδο. Επιδοματικές πολιτικές δεν θα μπορούν να συνεχιστούν, η ακρίβεια θα επιδεινωθεί, τα εισοδήματα των πολιτών θα συνεχίσουν να μειώνονται, και ο τρόμος των στεγαστικών δανείων, θα διαμορφώνει συνθήκες ασύμμετρης απειλής.
Την άνοιξη του 2024 είναι προγραμματισμένες οι ευρωεκλογές. Μπορεί άφοβα να εκτιμήσει κάποιος ότι, αν το δύσκολο σενάριο που διαφαίνεται στον ορίζοντα για την Ελλάδα, υλοποιηθεί, το καλοκαίρι του 2024 θα ακολουθήσουν νέες εθνικές εκλογές.
Καλωσορίσατε στην ανατροφοδοτούμενη αβεβαιότητα.
Της Μαρίκας Λυσιάνθη