Βασικά σημεία της επίκαιρης ερώτησης του Οδυσσέα Κωνσταντινόπουλου, Αντιπροέδρου της Βουλής, αναφορικά με «τα δυσανάλογα και εξωφρενικά κέρδη των τραπεζών εις βάρος των δανειοληπτών»:
«Είναι ανάγκη να μιλήσουμε για κάτι που η παράταξή μας έχει θέσει στο δημόσιο διάλογο εδώ και καιρό: Για τα εξωφρενικά κέρδη των τραπεζών, δεδομένο που επιβεβαιώνεται από σχετικά δημοσιεύματα για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες.
Οι τράπεζες την ίδια ώρα που έχουν εξωφρενικά επιτόκια δανεισμού μέχρι 10%, έχουν επίσης εξωφρενικά, αλλά για τους αντίθετους λόγους, επιτόκια στις καταθέσεις. Δηλαδή στα χρήματα των καταθετών, τα οποία οι τράπεζες χρησιμοποιούν, έχουν επιτόκια της τάξης του 0,1% 0,2% ή 0,3%. Την ίδια στιγμή, τα δημοσιεύματα αναφέρουν κέρδη ύψους 5,4 δισεκ. για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Ούτε ως κράτος παίρνουμε σημαντικές αποφάσεις, όπως να φορολογηθούν με έκτακτο φόρο οι τράπεζες προκειμένου να στηριχθεί το κοινωνικό κράτος. Ούτε οι τράπεζες κάνουν το αυτονόητο: Να στηρίξουν τους δανειολήπτες. Εξαιτίας των αυξήσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, έχει αυξηθεί το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων με αποτέλεσμα να κερδίζουν οι τράπεζες, αλλά να κοκκινίζουν τα δάνεια.
Το ερώτημα λοιπόν είναι το εξής: Θα υπάρξει υπερφορολόγηση των κερδών των τραπεζών; Τι θα γίνει με την κατάφωρη αδικία ανάμεσα στα επιτόκια δανεισμού και τα επιτόκια καταθέσεων; Ποια μέτρα θα πάρετε για την ανακούφιση των χιλιάδων δανειοληπτών;
Μετά από τόσα χρόνια κρίσης και όσα περάσαν επιχειρήσεις και νοικοκυριά στην Ελλάδα δεν είναι σε θέση να συγκριθούν με τους μέσους όρους της Ε. Ε. στους οποίους βασίζονται τα επιχειρήματα του Υπουργού. Αυτό που πρέπει να συγκρίνουμε με την Ευρώπη είναι τα κέρδη των τραπεζών, τα οποία στις εγχώριες τράπεζες είναι ίδια ή και μεγαλύτερα. Αλλά η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών δεν φέρνει τα ευρωπαϊκά αποτελέσματα ανάπτυξης. Υπάρχουν δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Το πρόγραμμα επιδότησης κατά 50% επί των αυξήσεων που έχουν επιβαρύνει τη μηνιαία δόση των δανειοληπτών, κρίθηκε ως ανεπαρκές, αφού απευθύνεται σε λίγους μόλις 25.000 – 30.000 ευάλωτους δανειολήπτες. Αυτό το πρόγραμμα κόστισε στις τράπεζες μόλις 15-20 εκατ. ευρώ. Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι το εξής : Σε ένα στεγαστικό δάνειο 100.000 ευρώ, διάρκειας 15 ετών, όταν το euribor ήταν μηδενικό και το επιτόκιο ήταν 3%, η μηνιαία δόση ήταν 690 ευρώ. Σήμερα η ίδια δόση είναι 850 ευρώ. Πρόκειται 2.000 ευρώ επιπλέον ετησίως.
Το ελληνικό δημόσιο στήριξε τις τράπεζες γιατί θεωρήθηκαν πυλώνας της ανάπτυξης. Σήμερα πρέπει να αποδείξουν ότι όντως αποτελούν τέτοιο πυλώνα. Πρέπει η κυβέρνηση να επιβάλλει δικαιοσύνη. Οι τράπεζες που υποτίθεται ότι εξελληνίστηκαν επί ΣΥΡΙΖΑ, έχουν διοικήσεις στις οποίες συμμετέχουν funds του εξωτερικού. Πρέπει να επιβληθεί δικαιοσύνη αναφορικά με αυτά που κερδίζουν, δικαιοσύνη μέσα από τη στήριξη των δανειοληπτών, μέσα από τα επιτόκια των καταθέσεων. Πρέπει το πολιτικό σύστημα να αποκτήσει μια ενιαία φωνή απέναντι στα κέρδη των τραπεζών. Γιατί οι τράπεζες θέλουν στις ζημιές να είμαστε μαζί αλλά στα κέρδη μόνες τους. Δεν λέμε μεγάλα λόγια αλλά μιλάμε με στοιχεία, οι τράπεζες κερδίζουν πάρα πολλά και για αυτό ένα μέρος από αυτά πρέπει να επιστρέψει στο λαό και τις επιχειρήσεις για να μπορέσουν να επιβεβαιώσουν».