Ομιλία στη Βουλή του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξη Τσίπρα, για το Πολυνομοσχέδιο. Αναλυτικά:
“Ζήτησα να πάρω τον λόγο σήμερα σε αυτό το νομοσχέδιο όχι προφανώς για να ανταγωνιστώ σε τοξικότητα και σε διχαστικό πολιτικό λόγο υπουργούς της κυβέρνησης που έχουν ανέβει σε αυτό το Βήμα αυτές τις δύο μέρες, αλλά γιατί σήμερα νομίζω ότι σε αυτό το νομοσχέδιο καλούμαστε πρωτίστως να μιλήσουμε για μια μεγάλη πληγή, για τη μεγάλη πληγή που άνοιξε πριν από έναν μήνα στα Τέμπη.
Καλούμαστε να μιλήσουμε με σεβασμό και με ευαισθησία, γιατί η πληγή αυτή παραμένει ακόμα ανοιχτή. Δεν κλείνει για τις πενήντα επτά οικογένειες που έχασαν τους ανθρώπους τους, δεν κλείνει όμως για κανέναν μας πιστεύω, για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Η ανάγκη για σεβασμό και ευαισθησία γίνεται εκατό φορές πιο επιτακτική, όταν το πάνδημο πένθος, με το πέρασμα των ημερών, μετατρέπεται σε πάνδημη οργή και πάνδημη απαίτηση για αλήθεια και για δικαιοσύνη. Αυτό απαιτούν σήμερα οι οικογένειες που πενθούν, αυτό απαιτούν οι νέες και οι νέοι που διαδήλωναν για μέρες σε όλες τις πόλεις της πατρίδας μας και ιδίως στις μεγάλες πόλεις αντιμετώπιζαν τα χημικά και τα δακρυγόνα, αυτό απαιτεί πιστεύω, το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Και αυτή η απαίτηση, νομίζω, μας αφορά όλους και χωρίς εξαιρέσεις. Έχουμε χρέος να δώσουμε χώρο στο φως και την αλήθεια και υπάρχουν συγκεκριμένες ευθύνες που πρέπει να αποδοθούν. Δεν φταίνε όλοι γενικά και αόριστα και κανείς συγκεκριμένα. Υπάρχουν συγκεκριμένες στρατηγικές επιλογές που άφησαν σε πλήρη απαξίωση το σιδηροδρομικό δίκτυο για να φτάσουμε τελικά στο αδιανόητο δύο τρένα επί 12 περίπου λεπτά να κατευθύνονται στην ίδια γραμμή, το ένα απέναντι στο άλλο. Και στο τέλος της ημέρας, αυτό το χρέος θα έλεγα ότι είναι το ύστατο χρέος στους ανθρώπους που χάθηκαν άδικα, ο έμπρακτος σεβασμός στη μνήμη τους. Και σεβασμός στα θύματα δεν σημαίνει υποκριτικές συγγνώμες. Σεβασμός στα θύματα σημαίνει σεβασμός στην αλήθεια.
Δυστυχώς, όμως, η κυβέρνηση έχει αποφασίσει, καθώς φαίνεται, να πορευθεί και σε αυτό το τραγικό συμβάν, στον ίδιο δρόμο που πορεύτηκε μια τετραετία. Απέναντι στην αλήθεια, απέναντι στην ευθύνη, απέναντι στη δικαιοσύνη.
Και θα ξεκινήσω από το πιο πρόσφατο γεγονός. Τα μέτρα στήριξης για τις οικογένειες των θυμάτων που θα ψηφίσουμε σήμερα, θα περίμενε κανείς ως μια ελάχιστη πράξη σεβασμού και ενσυναίσθησης αυτά να είναι το αποκλειστικό θέμα της σημερινής διαδικασίας, ενός σχεδίου νόμου αποκλειστικά γι’ αυτό. Αλλά τι επέλεξε η κυβέρνηση; Να φέρει ένα νομοσχέδιο που υποτίθεται ότι αφορά τα μέτρα στήριξης των συγγενών των θυμάτων και των πληγέντων του σιδηροδρομικού δυστυχήματος των Τεμπών και τις ρυθμίσεις ενίσχυσης της ασφάλειας των συγκοινωνιών με μόλις 21 από τα 132 άρθρα του να αφορούν αυτό το θέμα. Όλα τα υπόλοιπα 111 άρθρα είναι ετερόκλητες διατάξεις, διαφόρων υπουργείων και βεβαίως εξυπηρετήσεις τελευταίας στιγμής, λίγο πριν κλείσει η Βουλή για τις εκλογές.
Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι ασέβεια. Είναι ασέβεια στους ανθρώπους που χάσαμε και τους συγγενείς τους. Αλλά θα έλεγα ότι καθρεφτίζει ακόμα και σε επίπεδο συμβολισμού τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης σε μία στιγμή. Ακόμα χειρότερα, θα έλεγα ότι αυτά τα τέσσερα χρόνια που η μία κρίση έρχεται μετά την άλλη, έχουμε μια κυβέρνηση που βαφτίζει τις μεγάλες πληγές στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας ως αναπότρεπτες, ως εισαγόμενες. Και ακόμα χειρότερα, τον άδικο χαμό πενήντα επτά συνανθρώπων μας, μεταξύ των οποίων και πολλών νέων παιδιών, ως “θυσία” και τις κρίσεις που ήρθαν ως “ευκαιρία”. Και το ερώτημα είναι: Θυσία για ποιον; Ευκαιρία για ποιον; Για ποιον θυσιάστηκαν τόσοι άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και νέα παιδιά; Και για ποιον τελικά ήταν ευκαιρία όλες αυτές οι κρίσεις που περάσαμε τα τελευταία χρόνια, της πανδημίας, της ενέργειας, της ακρίβειας; Ευκαιρία για να αβγατίσουν τον πλούτο τους λίγοι και ευκαιρία για περισσότερα ρουσφέτια, εξυπηρετήσεις και ενίσχυση του κομματικού κράτους.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η αλήθεια έχει να κάνει πρωτίστως με τον σεβασμό στα θύματα και τις οικογένειές τους. Είναι όμως και απαραίτητος όρος για να νιώσει ξανά ασφάλεια ο πολίτης, η ελληνική κοινωνία που σήμερα αισθάνεται ότι έχει απέναντι της ένα κράτος εχθρικό, που δεν παρέχει καμία ασφάλεια. Πρέπει ο μέσος πολίτης σήμερα να νιώσει ασφάλεια. Ο πολίτης που ζει, εργάζεται και κυκλοφορεί σε αυτήν τη χώρα, το κάθε παιδί, ο κάθε νέος που κάθεται στα θρανία, ο κάθε εργαζόμενος που παίρνει το πρωί τον προαστιακό σιδηρόδρομο για να πάει στη δουλειά του.
Η αλήθεια είναι, λοιπόν, υποχρέωση όλων μας. Γι’ αυτό σε ό,τι μας αφορά προσπαθήσαμε -και το είδατε όλοι φαντάζομαι από την αρχή- όχι να σηκώσουμε το δάχτυλο τις κρίσιμες ώρες του πένθους ιδίως, όχι να σηκώσουμε τους τόνους, αλλά προσπαθήσαμε από την αρχή να βάλουμε στον δημόσιο διάλογο τις πραγματικές αιτίες, τα στρατηγικά λάθη και τις παραλείψεις. Δεν κάναμε το δυστύχημα αρένα αντιπαράθεσης, αλλά αναλάβαμε το χρέος που μας αναλογεί στο να κάνουμε ό,τι χρειαστεί ως πολιτεία για να μην ξαναζήσουμε τέτοια φρίκη. Και τώρα παρεμβαίνουμε για να μη γίνει η οργή δύναμη ισοπέδωσης, αλλά να γίνει δύναμη αλήθειας και δικαιοσύνης.
Η εύκολη δικαιολογία για τον κ. Μητσοτάκη που θα έπρεπε να είναι σήμερα εδώ, θα έπρεπε να είναι στη Βουλή -δεν ξέρω αν το γεγονός ότι έχει προαναγγείλει την ημερομηνία των εκλογών σημαίνει ότι δεν θα ξαναπατήσει στο Κοινοβούλιο- όχι μόνο στο δυστύχημα, τέσσερα χρόνια τώρα σε όλα τα δύσκολα, είναι ότι δεν έχει ευθύνη, είναι ότι δεν ξέρει τα κρίσιμα γεγονότα, δεν ήξερε. Δεν ήξερε ότι εκτός των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας οι διασωληνωμένοι ασθενείς πεθαίνουν. Δεν ήξερε ότι ο ανιψιός του έστησε μέσα στο Μέγαρο Μαξίμου παρακράτος παρακολούθησης του μισού πολιτικού συστήματος. Δεν ήξερε ότι υπουργός του είχε διορίσει τον κ. Λιγνάδη. Δεν ήξερε και τώρα ότι υπουργός τού είχε αφήσει το σιδηροδρομικό δίκτυο ερείπιο. Ωραίο επιτελικό κράτος. Ο αρχιεπιτελάρχης δεν γνωρίζει τίποτα.
Ποιος όμως μπορεί να τον πιστέψει πια; Η υποκρισία υπάρχουν στιγμές που δεν μπορεί να πείσει κανέναν, δεν μπορεί να κρυφτεί. Όλοι καταλαβαίνουν πλέον ότι πίσω από τα διαρκή «δεν ήξερα» κρύβεται ο φόβος απέναντι στην ευθύνη. Γι’ αυτό και η ευθύνη του δυστυχήματος, με τόσο εξοργιστικό τρόπο την πρώτη μέρα πήγε στον σταθμάρχη, τη δεύτερη πήγε στη ρυθμιστική αρχή σιδηροδρόμων, την τρίτη στην προηγούμενη κυβέρνηση -το εύκολο-, την τέταρτη σε όλους μαζί, αλλά σε κανέναν συγκεκριμένα.
Μια κυβέρνηση όμως, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, που επιλέγει παντού, σε όλα τα κρίσιμα, τη συγκάλυψη και ένας πρωθυπουργός που φοβάται την ευθύνη είναι μια κυβέρνηση και ένας πρωθυπουργός που γεμίζει με φόβο όλη την ελληνική κοινωνία, φόβο για την ασφάλεια, φόβο για τη ζωή.
Και βλέποντας κανείς τη στάση της κυβέρνησης, ιδιαίτερα μετά από την τραγωδία, αισθάνεται να πολλαπλασιάζεται αυτός ο φόβος, αυτή η ανασφάλεια και η αίσθηση ότι οι υπεύθυνοι για τις ζωές των ανθρώπων δεν νοιάζονται -αυτή είναι η αίσθηση- όταν με τόση ευκολία σπεύδουν να κάνουν μπαλάκι την ευθύνη. Και, ξέρετε, το χειρότερο είναι ότι αυτό προετοιμάζει νέες τραγωδίες και η απόπειρα συγκάλυψης της αλήθειας προετοιμάζει νέες τραγωδίες. Δεν είναι θέμα εκδίκησης το να μάθουμε την αλήθεια και να αποδοθούν ευθύνες, είναι προϋπόθεση για να μην ξαναζήσουμε παρόμοια τραγωδία.
Σε τι λοιπόν αποσκοπεί η σπουδή του ίδιου του πρωθυπουργού, την επόμενη κιόλας μέρα του δυστυχήματος, και ενώ είχε ήδη από την πρώτη στιγμή επιληφθεί η δικαιοσύνη, να ορίσει ο ίδιος και η κυβέρνησή του τριμελή επιτροπή πραγματογνωμόνων για το δυστύχημα; Πού ακούστηκε αυτό; Οι ελεγχόμενοι μετά από ένα μεγάλο δυστύχημα που έχει επιληφθεί η Δικαιοσύνη, μάλιστα, να ορίζουν την επιτροπή που θα τους ελέγξει. Και βεβαίως δεν κρατήσατε ούτε τα προσχήματα. Ορίσατε τον πρόεδρο του ΟΣΕ, την περίοδο της συντριπτικής απαξίωσης του ΟΣΕ το 2010-2015, να βγάλει πόρισμα για τις διαχρονικές ευθύνες, δηλαδή ο ίδιος για τον εαυτό του που ήταν τότε επικεφαλής. Και μετά την κατακραυγή, τον αλλάξατε με έναν άλλο που, επίσης, όμως, στο παρελθόν είχε συμβάσεις παροχής υπηρεσιών στον ΌΣΕ. Και σήμερα έρχεστε να κάνετε κάτι ακόμα πιο προκλητικό, κάτι ακόμα πιο προσβλητικό για τις πενήντα επτά οικογένειες και για την ελληνική κοινωνία που αναζητά την αλήθεια. Έρχεστε να ψηφίσετε σε αυτό το νομοσχέδιο το ακαταδίωκτο αυτών των τριών ανθρώπων της επιτροπής που εσείς ορίσατε για να σας ελέγξει. Και διερωτώμαι: Τι φοβάστε και θέλετε να μην διώκονται οι πραγματογνώμονες που ορίσατε; Την αλήθεια δεν υποτίθεται ότι θα κληθούν αυτοί να διερευνήσουν; Φοβάστε μην διωχθούν για την αλήθεια; Και, αλήθεια, οι ίδιοι το γνωρίζουν αυτό; Σας το ζήτησαν ή εσείς τους το προσφέρετε δίχως να το ζητήσουν; Το γνωρίζουν και ζητάνε ακαταδίωκτο; Γιατί ακαταδίωκτο; Τι ακριβώς φοβούνται; Όποιος θέλει να αποκαλύψει την αλήθεια, δεν φοβάται. Η αλήθεια δεν φοβίζει κανέναν. Το σκοτάδι και η συγκάλυψη φοβίζουν. Και αλήθεια, εσείς ως κυβέρνηση τι ακριβώς κάνετε; Επικαλείστε το απόρρητο σε όσους καλούνται να αποκαλύψουν την αλήθεια και το ακαταδίωκτο σε όσους καλείτε να τη συγκαλύψουν. Αυτό κάνετε και αυτό είναι ντροπή.
Είναι ντροπή γιατί εδώ έχουμε να κάνουμε με πενήντα επτά ανθρώπινες ζωές, με πενήντα επτά «γιατί» και με εκατομμύρια «γιατί» γιατί δεν είναι μόνο οι πένητα επτά οικογένειες, αλλά είναι όλη η ελληνική κοινωνία.
Όμως, δεν ντραπήκατε και δεν διστάσατε να στήσετε ένα σόου μπροστά στις κάμερες για την ανύπαρκτη τηλεδιοίκηση στη Λάρισα, μπροστά σε έναν πίνακα τοπικού ελέγχου που ο υπουργός ήθελε να τον ονομάζει τηλεδιοίκηση, αλλά ο ίδιος ο εργαζόμενος είπε την αλήθεια και την είπε πολλές φορές, διαψεύδοντας με εξευτελιστικό τρόπο σε ζωντανή μετάδοση τον ίδιο τον υπουργό. Όπως δεν ντραπήκατε και δεν διστάσατε σε μια δήθεν επίδειξη πυγμής να ξηλώσετε τον πρόεδρο του ΟΣΕ, αλλά στη θέση του να βάλετε έναν άνθρωπο που ήταν εξωτερικός σύμβουλος του ΟΣΕ για θέματα σηματοδότησης τηλεδιοίκησης, αυτής δηλαδή που δεν υπήρχε στο σημείο του δυστυχήματος. Ήταν ανύπαρκτη από το 2019 και σε τέσσερα χρόνια, γιατί είστε μια κυβέρνηση τεσσάρων χρόνων, δεν αποκαταστάθηκε ποτέ.
Ξέρετε στον μέσο πολίτη τι λέει αυτή η αλληλουχία των γεγονότων; Λέει ότι μοιραζόσαστε πρώτα τα ιμάτια του κράτους και ύστερα μοιράζετε τις ευθύνες γι’ αυτό το κράτος, το δικό σας όμως κράτος, το επιτελικό, ή όπως αλλιώς το βαφτίζετε κάθε φορά. Και βεβαίως λέει αυτό που είπα και πιο πριν, ότι δεν νοιάζεστε. Δεν νοιάζεστε για τίποτα και πρωτίστως για την ανθρώπινη ζωή. Και αυτό είναι το κρίσιμο νομίζω που έχει αλλάξει στην ελληνική κοινωνία τις τελευταίες μέρες είναι ότι πλέον το έχει καταλάβει ο κόσμος και γι’ αυτό το πένθος έγινε οργή και αγανάκτηση.
Αναρωτιέμαι λοιπόν ποιος μπορεί πια να εμπιστευθεί έναν πρωθυπουργό και μια κυβέρνηση που έχει αυτή τη συμπεριφορά, που σε όλες τις εμφανίσεις του μετά την τραγωδία έδειξε και απέδειξε ότι δεν θέλει και δεν μπορεί να καταλάβει; Ο δρόμος όμως της συγκάλυψης, που ακολουθήσατε πολλές φορές σε κρίσιμα γεγονότα αυτήν την τετραετία, πιστεύω ότι από την πρώτη αυτού του μήνα δεν υπάρχει πια. Ο δρόμος της συγκάλυψης τελείωσε στα Τέμπη. Η ελληνική κοινωνία δεν ανέχεται άλλο πια αυτήν την τακτική της συγκάλυψης και ο μόνος δρόμος που έχουμε να πορευθούμε συλλογικά θα πω ως πολιτικό σύστημα είναι πια ο δρόμος της αλήθειας, να απαντηθούν τα «γιατί» για να πάμε μετά και στα «πώς». Πώς θα έχουμε ασφαλείς μετακινήσεις, πώς θα πρέπει να λειτουργούν τα συστήματα και οι δημόσιες υποδομές, πώς θα διαμορφώσουμε μηχανισμούς ελέγχου και εποπτείας, πώς η ζωή του καθενός και της καθεμιάς θα μετράει πρώτα και πριν απ’ όλα τα άλλα.
Να απαντήσουμε λοιπόν όμως πρώτα τα «γιατί» για να πάμε στα «πώς». Έχω την αίσθηση ότι έναν μήνα τώρα δεν υπάρχει καμία διάθεση να απαντηθούν τα «γιατί». Έναν μήνα τώρα σχεδόν όλα μένουν αναπάντητα. Και σε αυτά τα κρίσιμα «γιατί» οφείλει η κυβέρνηση να απαντήσει και όσο δεν απαντάει η επιλογή της να πάμε χωρίς απαντήσεις σε αυτά τα κρίσιμα «γιατί» στην εκλογική αναμέτρηση που έχουμε μπροστά μας, υποχρεώνει όλους μας, όσους από εμάς θα βρεθούμε στην επόμενη Βουλή -πολλοί από τους Βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, της κυβερνώσας σήμερα παράταξης, δεν θα είναι, δεν θα είναι πάνω από εξήντα με το όποιο αποτέλεσμα, αυτό ορίζει η απλή αναλογική- αλλά όσοι βρεθούμε στην επόμενη Βουλή έχουμε υποχρέωση να απαντήσουμε. Και έχουμε υποχρέωση να απαντήσουμε όχι μονάχα απέναντι στους ανθρώπους που χάσαμε, αλλά επαναλαμβάνω απέναντι σε όλη την ελληνική κοινωνία στα «γιατί».
Γιατί το κέντρο τηλεδιοίκησης στη Λάρισα, που καταστράφηκε από πυρκαγιά τον Ιούλιο του 2019, τέσσερα χρόνια μέχρι σήμερα παραμένει γιαπί; Και μόνο αυτό αν λειτουργούσε, δεν θα είχε συμβεί το ατύχημα. Γιατί το δευτεροβάθμιο κέντρο της Καρόλου αποδιαρθρώθηκε το 2020; Γιατί ο μοιραίος σταθμάρχης ήταν παράνομα διορισμένος; Γιατί ο υπουργός με φωτογραφική υπουργική απόφαση ήρθε εκ των υστέρων πέντε μέρες μετά τον διορισμό να τον νομιμοποιήσει; Γιατί τοποθετήθηκαν σε κρίσιμες θέσεις ακατάλληλοι και ανεκπαίδευτοι σταθμάρχες, για τους οποίους η Ρυθμιστική Αρχή ζητά να ανακληθούν από θέσεις ευθύνης σήμερα; Γιατί το καλοκαίρι του 2019 υπήρχαν χίλιοι διακόσιοι μόνιμοι υπάλληλοι στον ΟΣΕ, εικοσιπέντε σταθμάρχες στη Λάρισα και σήμερα υπάρχουν μόλις επτακόσιοι πενήντα στον ΟΣΕ και δέκα μόνο σταθμάρχες στη Λάρισα. Γιατί το σύστημα GSM-R, που είχε παραδοθεί πλήρως και το προσωπικό είχε εκπαιδευτεί πλήρως στη χρήση του από το 2019, τέσσερα χρόνια μετά ακόμα δεν έχει τεθεί σε λειτουργία; Γιατί ο υπουργός δεν απαντούσε στα συνεχή και επαναλαμβανόμενα εξώδικα των εργαζομένων, που ζητούσαν ασφάλεια και προέβλεπαν το μοιραίο; Γιατί η σύμβαση ΟΣΕ-ΤΡΑΙΝΟΣΕ, που προέβλεπε αρχικά την υποχρέωση για 600 εκατομμύρια επενδύσεις από την ιταλική εταιρεία, αλλά και την υποχρέωση του Δημοσίου να προχωρήσουν τα έργα ασφάλειας, ήρθε τελικά σε αυτήν εδώ την Αίθουσα και ψηφίστηκε από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, χωρίς όμως ούτε τα 600 εκατομμύρια, ούτε την υποχρέωση για τα έργα της ασφάλειας.
Σ’ αυτά τα «γιατί», κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κρύβεται η αλήθεια. Και αυτά τα «γιατί» έχουμε ευθύνη να τα απαντήσουμε. Διότι αν δεν τα απαντήσουμε, ούτε δικαιοσύνη για σήμερα αλλά ούτε ασφάλεια για αύριο μπορεί να υπάρξει. Αν δεν τα απαντήσουμε, θα κρυβόμαστε πίσω από τις διαχρονικές παθογένειες ενός κράτους που όμως εσείς φτιάξατε, διατηρήσατε, μοιραστήκατε και εκμεταλλευτήκατε με όλους τους δυνατούς τρόπους, για να φτάσει εντέλει στο τελευταίο σκαλοπάτι, στου κακού τη σκάλα, όταν αποφασίσατε να βαφτίσετε επιτελικότητα την αναποτελεσματικότητά του, αριστεία την οικογενειοκρατία, το ρουσφέτι, το βόλεμα, τη διαφθορά και προστασία τη διάλυση κάθε δημόσιας δομής στον βωμό της κερδοσκοπίας και της αισχροκέρδειας.
Εδώ, όμως, που φτάσαμε, θαρρώ πως ξεπεράστηκε και η τελευταία κόκκινη γραμμή. Ως εδώ! Αυτό είναι το μήνυμα που έρχεται όχι από την Αίθουσα εδώ, όχι από την πτέρυγα της αντιπολίτευσης, από την κοινωνία. Ως εδώ!
Όταν μια κυβέρνηση δεν μπορεί να προστατεύσει ούτε την ανθρώπινη ζωή, τότε η αλλαγή γίνεται ανάγκη. Η αλήθεια γίνεται ανάγκη. Η δικαιοσύνη παντού γίνεται ανάγκη. Και η ανάγκη γίνεται ιστορία με τη συμμετοχή, τη δράση και την ψήφο του λαού!”