Γράφει ο Άρης Πορτοσάλτε
ΟΚ. Μητσοτάκης απέφυγε να διερευνήσει τα ΣΥΡΙΖΑϊκά κυβερνητικά πεπραγμένα της περιόδου 2015-19. Ούτε ως απλή καταγραφή δεδομένων. Επέμεινε στην αντίληψη πως η Κυβέρνηση του δεν είχε την πολυτέλεια της σπατάλης χρόνου με το παρελθόν.
Οι προτεραιότητές του ήταν να βελτιώσει την καθημερινότητα, να προχωρήσει στο μέλλον, στο μεταξύ προέκυψαν τα σοβαρότατα απρόοπτα θέματα του κορωνοϊού, της πολύμηνης ελληνοτουρκικής κρίσης στα χερσαία και θαλάσσια σύνορα, η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, οι συνέπειες στην οικονομία με την κρίση στο ενεργειακό, ο πληθωρισμός και προφανώς το παρελθόν Τσίπρα στην εξουσία έμεινε να απασχολεί τις τουιτερικές κόντρες των εκατέρωθεν μηχανισμών.
Μέρος της κοινής γνώμης ή αλλιώς όσοι επέμειναν να στοιχίζονται στο αντί-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο δεν έπαψαν να θυμούνται. Υπενθύμιζαν στην πρώτη ευκαιρία τις τυχοδιωκτικές ενέργειες του πρώτου εξαμήνου 2015 προκαλώντας κάποιες φορές εκνευρισμό κάποιες άλλες αμηχανία σε εκείνους που έκαναν τα «στραβά» μάτια περιμένοντας (ματαίως) την κίνηση Τσίπρα προς την σοσιαλδημοκρατία και την σοβαρότητα!
Ατύχησαν κι στα δύο.
Ο Α. Τσίπρας εμφάνιζε τον εαυτό του ανεπίδεκτο μαθήσεως…
Όχι μόνο δεν κίνησε να συναντήσει το Κέντρο, αντιθέτως με σειρά ενεργειών, μέσα στον Φεβρουάριο, έδειξε να προτιμά τις ακρότητες στοχεύοντας στη συσπείρωση των ψηφοφόρων του προκειμένου να μην βρεθεί με αποτέλεσμα κάτω του 30%. Λες και έχει συνειδητοποιήσει ότι η πρωτιά για αυτόν είναι χαμένη. Οικοδομεί μέσω της εσωκομματικής του αντιπολίτευσης σενάρια τόνωσης και αυτοπεποίθησης για τους οπαδούς για να εμπεδώσουν μια ιδέα υποτιθέμενης «νίκης» στηριγμένη στην πραγματικότητα σε ήττα.
Η αληθινή πραγματικότητα είναι πάντοτε θέμα για την Αριστερά. Ή όπως σωστότερα το έχει διατυπώσει ιδεολογικά η Ε. Αχτσιόγλου: Ότι η κανονικότητα δεν αποτελεί ποτέ ευκαιρία για την Αριστερά!
Όλα άρχισαν με την πρόταση μομφής κατά Μητσοτάκη. Μετά την Κοινοβουλευτική ήττα και μια δήλωση Ανδρουλάκη ότι θα έμπαινε σε συζήτηση μετεκλογική χωρίς προαπαιτούμενα ήρθε η πανικόβλητη εκτίμηση Τσαπανίδου «γιατί να μην είναι εκβιαζόμενος από τις υποκλοπές ο Ν. Ανδρουλάκης εάν συνεργαστεί με τον Μητσοτάκη, ακολούθησε η αλλοπρόσαλλη αντικοινοβουλευτική απόφαση αποχής από τις ψηφοφορίες στη Βουλή με τον ανέκδοτο ανένδοτο, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ υποδύεται ένα Κόμμα πιστό στους θεσμούς, που απαιτεί παντού Δικαιοσύνη και καταγγέλει τον Μητσοτάκη για εκτροπή, αλλά ταυτοχρόνως αφήνει να εννοηθεί ότι στις εκλογές μπορεί να ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ οι πολίτες αλλά να προκύψει ΝΔ, για να καταλήξει πιεζόμενος από τον Μητσοτάκη να δηλώσει ότι δεν εννοούσε πως στις εκλογές θα υπάρξει νοθεία στο αποτέλεσμα.
Την ίδια στιγμή άρχισαν να κυκλοφορούν τα σενάρια για κυβέρνηση ηττημένων, η συνάντηση σε δείπνο Γιώργου Παπανδρέου με τον Αλέξη Τσίπρα με αφορμή μια ονομαστική γιορτή που δεν διαψεύστηκε ως γεγονός αλλά με δήλωση του ο πρώην Πρωθυπουργός προσπάθησε να σταματήσει τουλάχιστον την εκδοχή ότι συνωμοτεί με τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ.
Συνεπώς, είτε επεδίωξε ο Κ. Μητσοτάκης να επιτρέψουμε στο πρόσφατο παρελθόν αναγνωρίζοντας το λάθος της αρχικής του επιλογής του 2019, είτε όχι οι μνήμες γυρίζουν αυτομάτως στην διακυβέρνηση Τσίπρα. Και μαζί απλώνεται ασυνείδητα ο φόβος!
Δεν έφταναν οι πόντοι που χαρίστηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ στον Μητσοτάκη μέσα σε δύο εβδομάδες, του πρόσθεσαν ένα ακόμη δώρο: Την εικόνα της κυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου σε νέα εκδοχή!
Ας σκεφτούμε τον συνδυασμό. Τσίπρας με ΓΑΠ, με Ανδρουλάκη ο οποίος ακόμη κι αν (υποθετικά πάντα) δεν έχει κατά νου συνεργασία με Τσίπρα, έτσι όπως χειρίζεται το θεμα δημοσίως προσθέτει ανασφάλεια, γιατί όχι συνεργασία με Βαρουφάκη εάν καταφέρει να περάσει το όριο του 3% και στο μυαλό των πλέον καχύποπτων η εφεδρεία Βελόπουλου. Άλλωστε όπως σωστά θυμάστε οι περισσότεροι η συνεργασία με τον Καμμένο παρουσιάστηκε ως έκπληξη τη βραδιά της 25ης Ιανουαρίου 2015. Προφανώς οι συνεννοήσεις είχαν προηγηθεί.
Άρα, το προηγούμενο πονηρεύει τους πολλούς και τους καθιστά ανήσυχους. Οι συνετοί πολίτες πολίτες δεν θέλουν περιπέτειες. Διαπιστώνουν τις όποιες αδυναμίες της κυβέρνησης, όμως δεν θέλουν να ξανακυλήσει η Ελλάδα στην αβεβαιότητα.
Οι αποφάσεις που πιθανότατα πήρε μόνος του ο Τσίπρας για να δωρίσει στον Μητσοτάκη εκλογικούς πόντους συνδυάζονται με απολύτως αντιδημοκρατικές δηλώσεις Σπίρτζη, Πολάκη για την 2η φορά που θα είναι αλλιώς ή ότι θα επιβάλλουν το θέλω τους είτε με το καλό είτε με το κακό, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να προκαλούν ΤΡΟΜΟ.
Οι πολίτες ανησυχούν, φοβούνται και όπως έχουμε ξαναπεί δεν είναι ούτε ψηφοφόροι της ΝΔ, ούτε του Μητσοτάκη. Μπροστά σε έναν Ανδρουλάκη που δεν εγγυάται ασφάλεια για το μέλλον, προτάσσοντας σοσιαλδημοκρατικές προτάσεις κυβερνησιμότητας αλλά αντιθέτως εντείνει την ανασφάλεια και σ’ έναν ακραίο Τσίπρα που δεν αποδοκιμάζει δηλώσεις τύπου Αρβανίτη στρέφουν την προσοχή τους στον Μητσοτάκη.
Η έκφραση περί της σοβαρότητας των εκλογών, είναι τυποποιημένη. Σωστά. Όμως δεν παύουν οι εκλογές να είναι σοβαρές. Θα ήταν επικίνδυνη για την Ελλάδα οποιαδήποτε οπισθοδρόμηση. Θα ήταν επικίνδυνο για την Ελλάδα να σταματήσουν η εξέλιξη και η πρόοδος που σημειώνονται σε πολλά πεδία από το 2019. Θα ήταν επικίνδυνη η αναθεώρηση των πολιτικών αντιλήψεων που φέρνουν τις μεταρρυθμίσεις, έστω αν κάποιες έξ´ αυτών πραγματοποιούνται με βραδύ ρυθμό ή δεν εφαρμόζονται όπως θα θέλαμε.
Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση Μητσοτάκη έβαλε κάποια πράγματα σε μια τροχιά και οι πολίτες παρακολουθούν. Το συμφέρον των πολλών προφανώς δεν μπορεί να ταυτιστεί με των ολίγων, οι οποίοι θα ήθελαν μια κυβέρνηση δήθεν ευρείας απήχησης μέσω της οποίας να ικανοποιήσουν τα δικά τους θέλω.
Το περιεχόμενο πολλών δισεκ.€ του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης διεγείρει διαθέσεις, όσο η Κυβέρνηση προσπαθεί να κινηθεί θεσμικά.
Οι εκλογές της απλής αναλογικής 2023, που έχει ειπωθεί πως έπρεπε να διεξαχθούν σε πολύ προγενέστερο χρόνο, είναι ένα σοβαρό πρόκρινα.
Εάν θα προχωρήσουμε ή θα ζήσουμε ξανά άλλη μια εκδοχή τυχοδιωκτισμού. Από εμάς, από την σοβαρότητα μας εξαρτάται η «μοίρα» μας, το μέλλον της πατρίδας μας.
Είναι στα χέρια μας…