Της Ευτυχίας Χ. Κοκκίνη
Μετά από ένα σχετικά μεγάλο διάστημα αποχής από την κατάθεση των προσωπικών μου σκέψεων σε μορφή άρθρου αποφάσισα να επιστρέψω την ημέρα εκείνη που θεωρούσα σημαντική για τα συναισθηματικά μου δεδομένα και την επανεκκίνησή τους. Είχα αποφασίσει να γράψω αισιόδοξα κόντρα σε καθετί αρνητικό που φάνταζε ικανό να με αποσυντονίσει.
Σε μία ημέρα που άργησα να μπω στο διαδικτυακό χρονολόγιο μου, καταλήγοντας να δω πολλές αναρτήσεις μαζεμένες. Υπέρ ή κατά του πένθους, αναμοχλεύοντας την ιστορία και μεταφράζοντας τα επιμέρους κείμενα της κατά τον τρόπο που αναλογεί στον καθένα με βάση τα πιστεύω του και τις καταβολές του.
Προσωπικά ανήκω σε εκείνους που δε γνωρίζουν καλά την Ιστορία του τόπου μας, τουλάχιστον κάποια επιμέρους κομμάτια της που δεν αποτελούσαν διδακτική ύλη του σχολείου. Και δε θεωρούμαι εξαρτημένο μέλος καμίας κομματικής παράταξης για να ακολουθήσω μία δεδομένη γραμμή υπέρ ή κατά προσώπων, καταστάσεων ή αποφάσεων.
Επίσης, οφείλω να ομολογήσω ότι έχουν παρέλθει τα άγρια εκείνα χρόνια της επιμονής στη δική μου απόφαση ως ορθή και πλέον ασπάζομαι το απόφθεγμα του Βολταίρου, εκείνο για το δικαίωμα του καθενός να λέει ελεύθερα όσα πρεσβεύει, ακόμη και αν δε συμφωνώ ούτε με μία λέξη του.
Κάτι που δε συμμερίζονται πολλοί, εκείνοι που έχουν μάθει να πολεμούν την αντίθετη άποψη με άδεια σκάγια πάνω από ένα πληκτρολόγιο. Μία εκτόνωση χωρίς κοινωνική χρησιμότητα. Σαν την ψευδαίσθηση της απόλυτης γνώσης επί παντός επιστητού. Σαν την υπέρβαση του θνητού στον θάνατο κόντρα στην υπερδύναμη της θεϊκής συγχώρεσης.
Πόσο ανθρώπινα μπορούμε να δούμε κάθε στάδιο της ζωής από τα πρώτα λεπτά της γέννησης μέχρι την τελευταία στιγμή του αποχωρισμού; Πόσο εύκολο είναι να χρησιμοποιούμε την Ιστορία, όπως ο καθένας μας την αντιλαμβάνεται, ως τιμωρό τη στιγμή που όλα έχουν τελειώσει και το μόνο που έχει μείνει είναι η σιωπή; Επιθετικά προσδιορισμένη ως βασιλική. Για την περιουσία του μυαλού και της καρδιάς μας.