Γράφει ο Δημήτρης Καμπουράκης
Θα σας εκμυστηρευτώ κάτι. Ένας από τους λόγους που παρά τις απανωτές οχλήσεις ποτέ δεν αποφάσισα να βάλω υποψηφιότητα για βουλευτής, ήταν αυτό που έπαθε η Καϊλή. Ή μάλλον -λάθος έκφραση- αυτό που έκανε στον εαυτό της η Καϊλή. Παρά το γεγονός ότι είχα καλές πιθανότητες να εκλεγώ λόγω τηλεοπτικής αναγνωρισιμότητας, πάντα στην άκρη του μυαλού μου παραμόνευε μια βαριά υποψία για τις εσωτερικές μου άμυνες.
Θα μου πείτε, «μα είσαι σοβαρός; Δεν έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου, στην ηθική σου ή έστω στο ένστικτο αυτοσυντήρησης σου;» Τώρα κι από μακριά, απαντώ εύκολα. «Ναι έχω.» Πλην στα τριάντα έξι χρόνια της δημοσιογραφικής μου καριέρας έχω ζήσει πολλές περιπτώσεις ανθρώπων που θα έβαζα το χέρι μου στη φωτιά γι’ αυτούς και τελικά τους είδα να ενδίδουν. Με άλλους απ’ αυτούς να πλουτίζουν μυστηριωδώς και να μετατρέπονται σε τρυφηλούς πολιτευτές, καθώς και άλλους να καταστρέφονται μέσα σε μια νύχτα και με πάταγο.
Ξέρετε ποιο είναι το θέμα, για να το πούμε λαϊκά; Ότι όλοι είναι άτεγκτοι και απούλητοι όσο δεν έχει βρεθεί υποψήφιος αγοραστής της συνείδησης τους, πλην το πράγμα ζορίζεται μόλις εμφανιστεί κάποιος να τους κουνήσει μια σακούλα με άκοπο μετρητό μπροστά στα μάτια τους. Εκεί χρειάζεται πραγματικό σθένος που κανένας δεν είναι βέβαιος ότι το διαθέτει εκ των προτέρων. Διότι το κόλπο ξέρετε, είναι ότι πάντα η προσφορά είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ όσα μπορεί κανείς να φανταστεί, για υπηρεσίες που μοιάζουν να είναι ασήμαντες, ακίνδυνες και αστραπιαίες.
Στην πράξη δεν είναι ποτέ έτσι βέβαια, όμως έτσι φαντάζουν στα μάτια εκείνου που δέχεται το αίτημα, συνοδευμένο από ένα σακ βουαγιάζ γεμάτο χρήμα. Και λέω τώρα εγώ, αναλογιζόμενος τα δικά μου χούγια και τις δικές μου διαπιστωμένες άμυνες. Άρχισα να καπνίζω κι αντί να κάνω λίγο κράτει κοντεύω να πάθω νικοτινίαση. Κάθομαι σε μια παρέα να πιω μια τσικουδιά και καταλήγω να πίνω δέκα. Κάθομαι σ’ ένα τραπέζι να τσιμπήσω και σηκώνομαι βαρυστομαχιασμένος.
Αν λοιπόν ο άλλος κουνήσει μπροστά στο μούτρο μου όχι δέκα χιλιάρικα (τα οποία εύκολα θα αρνηθώ) αλλά δέκα εκατομμύρια (με τα οποία θα λύσω δια παντός το πρόβλημα της ζωής μου), θα μπορέσω να πω «όχι» ή θα την κάνω τη βουτιά στα σκατά κι έπειτα δεν θα υπάρχει σωσμός; Οπότε –λέω στον εαυτό μου- κάτσε χριστιανέ μου εκεί που κάθεσαι, να πουλάς εντιμότητα εκ του ασφαλούς και να φωνάζεις «εγώ δεν πουλιέμαι ρε». Δεν ξέρω αν είναι ηθική αυτή η στάση μου, θαρρώ πάντως πως είναι ειλικρινής…