Της Μαρίκας Λυσιάνθη
Πόσες δημοσκοπήσεις χρειάζονται, για να πιστοποιηθεί αυτό που βιώνουμε όλοι στην καθημερινότητά μας; Στις συζητήσεις, τις παρέες, τις χαλαρές εξομολογήσεις κάθε αγωνίας και προβληματισμού για το μέλλον…
Η Ελλάδα επιστρέφει καλπάζοντας σε συνθήκες κοινωνικής αποσταθεροποίησης, που βιώσαμε στη χώρα μας στο ξεκίνημα της εθνικής τραγωδίας των Μνημονίων, στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας.
Η πρόθεση για αντισυστημική ψήφο, καλπάζει. Η οργή επιστρέφει, ως φυσική συνέχεια της απογοήτευσης και της απόγνωσης, ως αναπότρεπτη εκτόνωση του φόβου για το παρόν και το μέλλον. Και επειδή λειτουργεί σωρευτικά με όσα ζήσαμε την εποχή της εθνικής φτωχοποίησης με τα Μνημόνια, είναι περισσότερο επικίνδυνη.
Το ευτύχημα είναι ότι, η αντισυστημική ψήφος φρενάρει από την ασυγχώρητη επανάληψη της επιλογής των ακροδεξιών και εγκληματικών μορφωμάτων που γιγαντώθηκαν στο ξεκίνημα των Μνημονίων. Μικρή σημασία ωστόσο έχει αυτό, στη μεγάλη εικόνα για το εθνικό μέλλον.
Όσο η αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος συρρικνώνεται, τόσο τα άκρα θα φουντώνουν. Ακόμη κι αν, αρκετές φορές, τα συστημικά κόμματα επιχειρούν να ενσωματώσουν τα άκρα στη συλλογική ύπαρξή τους, με την ψευδαίσθηση ότι θα τα περιχαρακώσουν.
Οι υστερικές τσιρίδες που περιφέρονται στον δημόσιο βίο, ως κήρυκες του μίσους και του εθνικού διχασμού, παραμένουν οι μεγάλοι, χρυσοί και πολύτιμοι χορηγοί της αντισυστημικής ψήφου. Η οργισμένη επιστροφή της αντισυστημικής ψήφου, θα έπρεπε να τρομάζει τα κόμματα.
Και κάπως έτσι, η Ελλάδα θα είναι δύσκολο να κυβερνηθεί με προοπτική, στο άμεσο μέλλον. Ανεξαρτήτως του αποτελέσματος των πολλαπλών εκλογών, και του κοινοβουλευτικού εύρους μιας δυνητικής κυβερνητικής πλειοψηφίας.