Ομιλία του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξη Τσίπρα, στο συνέδριο της Ναυτεμπορικής: «Ελληνική Οικονομία & Επιχειρηματικότητα: Προκλήσεις και Ευκαιρίες σε ένα απρόβλεπτο μέλλον».
Θέλω να ευχαριστήσω τη Ναυτεμπορική για την πρόσκληση. Πιστεύω ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό στις μέρες μας να υπάρχουν μέσα ενημέρωσης που προσπαθούν να προάγουν τον ελεύθερο διάλογο, την πλουραλιστική ενημέρωση. Και πιστεύω ότι η Ναυτεμπορική είναι ένα τέτοιο μέσο ενημέρωσης με μια πολύ μεγάλη παρακαταθήκη. Με μια πολύ ισχυρή παράδοση στο χώρο της ενημέρωσης για τα οικονομικά ζητήματα. Μια βαριά ιστορία και με μέλλον πιστεύω.
Θέλω να δράξω της ευκαιρίας και της σημερινής μου παρουσίας όχι για να διεξάγουμε ένα άτυπο debate, αυτά τα κάνουμε στη Βουλή με τον κ. Σταϊκούρα συχνά. Τον πρωθυπουργό τώρα τελευταία δεν τον βλέπω στη Βουλή. Έχει 4 εβδομάδες που τον καλώ να έρθει και κρύβεται. Ωστόσο, είναι μια ευκαιρία όχι να κάνουμε debate, αλλά να καταθέσουμε τις απόψεις μας, τις θέσεις μας πάνω στα κρίσιμα ζητήματα που αφορούν την οικονομία, διότι πριν από λίγο ακούσαμε μια ωραιοποίηση της πραγματικότητας. Είμαι επιεικής στους χαρακτηρισμούς, αφού ο μέσος πολίτης αυτής της χώρας, που βιώνει τα τελευταία δύο χρόνια κυρίως, αυτή την ένταση της κρίσης της πληθωριστικής και της ενεργειακής, δεν μπορεί να σταθεί. Δεν μπορεί να σταθεί το επιχείρημα ότι το διαθέσιμο εισόδημα του νοικοκυριού σήμερα είναι περισσότερο από αυτό που ήταν το 2019.
Τι αντίλογο να έχει κανείς σε αυτό; Όταν και σύμφωνα με τους αριθμούς, διότι λένε πολλοί “όπου ευημερούν οι αριθμοί, δυστυχούν οι άνθρωποι”. Εδώ δεν ευημερούν ούτε οι αριθμοί. Όταν για μια μεγάλη μερίδα νοικοκυριών που έχουν χαμηλά εισοδήματα -με βάση τα επίσημα στοιχεία για εισοδήματα έως 750 ευρώ μηνιαίως έχουμε μείωση της αγοραστικής δύναμης κατά 40% τον τελευταίο χρόνο μέσα στο 2022. Και όταν για τους μισθωτούς του βασικού μισθού χρειάζονται δυο μισθοί ετησίως στην Ελλάδα για να πληρωθούν μονάχα οι αυξήσεις στο ηλεκτρικό ρεύμα, όταν προφανώς στον ευρωπαϊκό μέσο όρο υπάρχει απόσταση, τότε το λιγότερο που μπορεί να κάνει κανείς είναι να ωραιοποιεί αυτή την πραγματικότητα και να πανηγυρίσει.
Αλλά εγώ θα ήθελα να μου επιτρέψετε να πιάσω τα πράγματα λίγο πιο σφαιρικά, διότι πάντοτε η συζήτηση για την οικονομία έχει ένα αφετηριακό σημείο: τις συνθήκες γύρω από τις οποίες δομείται. Ποιο είναι το διεθνές περιβάλλον, ποιες είναι οι δομικές αδυναμίες και ποια τα στρατηγικά πλεονεκτήματα. Η Ελλάδα είναι μια χώρα, αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι, που έχει ταλαιπωρηθεί πάρα πολύ από στρατηγικές επιλογές που είτε υποτίμησαν είτε αγνόησαν αυτή την αφετηρία. Και σήμερα νομίζω ότι αυτό ακριβώς συμβαίνει.
Μια ματιά να ρίξει κανείς σήμερα στην Ευρώπη και τον κόσμο, τον κόσμο που αλλάζει με καταιγιστικούς ρυθμούς, θα διαπιστώσει ότι, ιδίως σε συνθήκες κρίσης, κανείς δεν μένει προσκολλημένος στα δόγματα και στις συνταγές της δεκαετίας του ’90 ή της δεκαετίας του 2000. Είναι δόγματα και συνταγές ακατάλληλες -ιδίως, επαναλαμβάνω-, σε περιόδους κρίσης να προσδώσουν προοπτική και κυρίως να προσδώσουν ασφάλεια στην οικονομία και την κοινωνία.
Η πανδημία και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, έχουν την επίδραση ενός big bang στην παγκόσμια κοινότητα και τη διεθνή οικονομία. Πρόκειται για καταστάσεις αναμφίβολα που δεν υπάρχει εγχειρίδιο διαχείρισης. Σίγουρα όμως υπάρχουν ορισμένες απαντήσεις που ακουμπούν στην κοινή λογική και την πολιτική οξυδέρκεια.
Η μαζική επένδυση στα δημόσια συστήματα υγείας, η κρατική παρέμβαση για τη στήριξη των εισοδημάτων, η ενεργοποίηση μηχανισμών άμυνας απέναντι στην ενεργειακή ανασφάλεια και την κρίση ακρίβειας μέσω των δημόσιων παρεμβάσεων, μέσω δημόσιων επιχειρήσεων ηλεκτρισμού, μέσα από εργαλεία παρέμβασης που έχει το κράτος στην ελεύθερη αγορά, είναι κάποια τέτοια παραδείγματα κοινής λογικής και αυτονόητης, θα έλεγε κανείς, πολιτικής οξυδέρκειας για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Στην Ευρώπη, η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών ακολούθησαν αυτό τον δρόμο. Με κρατικοποιήσεις στην ενέργεια, με παρεμβάσεις στον κατώτατο μισθό, με ενεργοποίηση των μηχανισμών ελέγχου και συγκράτησης των τιμών.
Ακόμα κι αν σε επίπεδο συλλογικής ηγεσίας, η Ευρωπαϊκή Ένωση για άλλη μια φορά παρουσιάζεται κατώτερη των περιστάσεων και αδυνατεί εξαιτίας της σύγκρουσης συμφερόντων και του ελλείμματος ηγεσίας να διαμορφώσει ενιαία πολιτική, γεγονός που οξύνει αναμφίβολα την ενεργειακή κρίση, εντούτοις, στη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών-μελών ακολουθήθηκαν πολιτικές ισχυρής δημόσιας παρέμβασης στη λειτουργία της αγοράς. Χαρακτηριστικότερο ίσως είναι το παράδειγμα της ίδιας της Γερμανίας που, ενώ αρνείται το ευρωπαϊκό πλαφόν στη τιμή του φυσικού αερίου, εντούτοις έσπευσε να θεσπίσει πλαφόν στην εσωτερική της αγορά.
Η Ελλάδα όμως δεν βρίσκεται σε αυτή τη λογική που βρίσκεται η πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών. Στην Ελλάδα, εν μέσω της ενεργειακής κρίσης, η κυβέρνηση έσπευσε να ιδιωτικοποιήσει περαιτέρω τη δημόσια επιχείρηση ηλεκτρισμού. Και κυρίως έχει μια λογική η κυβέρνηση -δογματική, θα έλεγα εγώ- να αφήνει την αγορά χωρίς ρύθμιση, χωρίς κανέναν έλεγχο να διαμορφώνει τις τιμές. Τα αποτελέσματα, νομίζω, τα βιώνει το κάθε νοικοκυριό αλλά και η κάθε επιχείρηση. Δεν είναι ανάγκη να αναφερθώ σε αυτά.
Μας απαντάνε σε αυτό το επιχείρημα: Μα η ακρίβεια είναι εισαγόμενη. Ναι, αλλά η αισχροκέρδεια δεν είναι καθόλου εισαγόμενη. Η αισχροκέρδεια είναι “made in Greece”, ας μου επιτραπεί η έκφραση. Και αποτελεί γέννημα θρέμμα των επιλογών της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Και αυτή η αισχροκέρδεια είναι που μας δίνει τα ρεκόρ ώστε η χώρα μας να είναι πρωταθλήτρια σε όλη την Ευρώπη. Τα αρνητικά ρεκόρ. Πρωταθλήτρια στο ρεκόρ του ενεργειακού πληθωρισμού, βεβαίως σε συνδυασμό με τους χαμηλότερους μισθούς, από τους χαμηλότερους μισθούς στην Ευρωζώνη, γεγονός που μας δίνει μια κατάσταση την οποία βιώνουμε σήμερα και είναι εξαιρετικά δραματική.
Με λίγα λόγια, θα έλεγα ότι είναι επίτευγμα ότι στη χώρα μας βαθαίνει η κρίση και είμαστε πρωταθλητές στην ακρίβεια. Αλλά κι αυτό μας έχει οδηγήσει στο να διογκώνονται περισσότερο δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, όπως για παράδειγμα οι ανισότητες.
Άκουσα πριν τον υπουργό να μιλάει για τις προηγούμενες τετραετίες και μάλιστα να λέει ότι την προηγούμενη περίοδο η χώρα ήταν σε ένα μη δυσμενές περιβάλλον οικονομικό, πανευρωπαϊκά. Εγώ δεν γνωρίζω να υπάρχει δυσμενέστερο οικονομικό περιβάλλον για μια χώρα από το να είναι χρεοκοπημένη και να έχει τη διεθνή επιτροπεία πάνω από το κεφάλι κάθε κυβέρνησης, και των προηγούμενων κυβερνήσεων, όχι μόνο των δικών μας. Δεν υπάρχει δυσμενέστερη συνθήκη από αυτή. Άρα, οι συγκρίσεις είναι ανόμοιες. Δεν μπορεί να συγκρίνει κανείς δυο ανόμοια πράγματα. Όταν κάποιες κυβερνήσεις είναι υποχρεωμένες να βγάλουν τη χώρα από την οικονομική χρεοκοπία με υποχρέωση πολύ υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και η σημερινή η οποία βρήκε το χρέος ρυθμισμένο, ένα καθαρό διάδρομο να προχωρήσει μπροστά σε σχέση με τις αποπληρωμές, χωρίς την υποχρέωση για πρωτογενή πλεονάσματα, πάλι εξαιτίας της πανδημικής κρίσης. Τι μπορεί κανείς να συγκρίνει; Αυτό που μπορεί κανείς να συγκρίνει όμως είναι τις δυνατότητες που υπάρχουν.
Ας δούμε λοιπόν κάποια στοιχεία, γιατί είναι σημαντικό να βλέπει κανείς πώς ακριβώς ευημερούν και ποιοι αριθμοί ευημερούν. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, φέτος το δεύτερο τρίμηνο, στην Ελλάδα οι μισθοί αυξήθηκαν μόνο 0,8% με τον πληθωρισμό όμως να τρέχει με 10,4%. Ενώ στην Ευρωζώνη αυξήθηκαν πέντε φορές πιο πολύ οι μισθοί (4,1%) με τον πληθωρισμό όμως να είναι μικρότερος από ό,τι στην Ελλάδα, να είναι στο 8,0%. Και τον Σεπτέμβριο φτάσαμε να έχουμε πληθωρισμό 12,1% έναντι 10% στον μέσο όρο των χωρών της Ευρωζώνης. Δηλαδή, είχαμε τον 6ο υψηλότερο πληθωρισμό μεταξύ των 19 της Ευρωζώνης.
Ταυτόχρονα με όλα αυτά, μια νέα κρίση χρέους απειλεί ξανά την ελληνική οικονομία. Αυτή τη φορά δεν είναι η κρίση του δημόσιου χρέους, διότι το δημόσιο χρέος ρυθμίστηκε από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Και αν δεν είχαμε αυτή τη ρύθμιση, σήμερα θα είχαμε πάλι το κεφάλι μέσα στο νερό. Αυτή τη φορά, η κρίση χρέους αφορά το ιδιωτικό χρέος. Τα χρέη των ιδιωτών προς το δημόσιο από το καλοκαίρι του 2019 έχουν αυξηθεί κατά 8,2 δισεκατομμύρια ευρώ προς την Εφορία, φτάνοντας τα 112,6 δισεκατομμύρια. Και κατά 10,4 δισεκατομμύρια ευρώ προς τα Ασφαλιστικά Ταμεία, φτάνοντας τα 45,5 δισεκατομμύρια ευρώ τον Σεπτέμβριο 2022.
Να δούμε τη συνολική εικόνα; 4.200.000 πολίτες έχουν μη εξυπηρετούμενες οφειλές σήμερα είτε σε τράπεζες, είτε σε funds, είτε στην Εφορία, είτε στον ΕΦΚΑ. Διότι δεν μειώθηκαν τα κόκκινα δάνεια, απλά τα ξεφορτώθηκαν οι τράπεζες και έχουν πάει σε κάποια funds και από εκεί σε κάποιους servicers και πολλές φορές και σε κάποιους ενοχλητικούς κυρίως που αισχροκερδούν, όπως ο συνάδελφός μας, με την ευρεία έννοια, βουλευτής της ΝΔ, ο κ. Πάτσης, που αγόρασε 60 εκατομμύρια έναντι 4 εκατομμυρίων ευρώ κυνηγώντας επιχειρηματίες μικρούς ή μεσαίους, για να αισχροκερδεί.
Αυτή όμως είναι η εικόνα της αγοράς. 4.200.000 συμπολίτες μας χρωστάνε σήμερα. Η μισή Ελλάδα, με δυο λόγια. Και η περιβόητη μεσαία τάξη που δήθεν θα έβλεπε μια καλύτερη μέρα από το 2019 και μετά, είναι σήμερα χρεωμένη μέχρι τον λαιμό.
Από την άλλη, όμως, για να είμαι δίκαιος και να μην κάνω μια κακόβουλη κριτική, υπάρχουν και κάποιοι που τα τελευταία τρία χρόνια δεν έχουν παρόμοια συναισθήματα, δεν βλέπουν τα χρέη να τους πνίγουν, γιατί τα πάνε περίφημα.
Οι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο εταιρίες θα έχουν φέτος το 2022 αναμενόμενα κέρδη που θα φθάσουν τα 11 δισεκατομμύρια ευρώ, ήτοι το 5,5% του ΑΕΠ. Για να έχουμε μια εικόνα του τι σας λέω, παραδοσιακά τα κέρδη των εισηγμένων στην καλύτερη χρονιά -ας πάρουμε για παράδειγμα πριν από την κρίση, ας πάρουμε το 2007-, ήταν περίπου 4,5% του ΑΕΠ. Στην καλύτερη χρονιά πριν από την κρίση. Το 2019 ήταν μόλις 1% του ΑΕΠ. Μεσοσταθμικά, όλα τα προηγούμενα χρόνια είναι στο 3%. Σήμερα είναι στο 5,5%. Συνεπώς, εδώ έχουμε επίσης ένα ρεκόρ. Τη στιγμή δηλαδή που οι μισοί Έλληνες χρωστάνε, τα νοικοκυριά βρίσκονται σε απόγνωση -πολλά από αυτά, πολλές επιχειρήσεις, πολλές επιχειρήσεις σε απόγνωση- οι εισηγμένες έχουν ρεκόρ κερδών.
Και η ίδια εικόνα είναι και για τις τράπεζες. Αναφέρθηκε πριν από λίγο ο υπουργός. Για τις τράπεζες που ενώ έχουν σφαλίσει την κάνουλα της ρευστότητας στη συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων, φέτος εμφανίζουν κέρδη μεσοσταθμικά ένα δισεκατομμύριο ευρώ η κάθε μία, μέσα από την αύξηση των επιτοκίων χορηγήσεων και τις χρεώσεις των τραπεζικών συναλλαγών.
Και αναρωτιέμαι: είναι δυνατόν οι τράπεζες, οι οποίες βρίσκονται στη ζωή χάρη στα λεφτά του Έλληνα φορολογούμενου σε διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις και χάρη στον αναβαλλόμενο φόρο, είναι δυνατόν να παρουσιάζουν μέσα στην κρίση τέτοια κέρδη από τα υψηλά επιτόκια χορηγήσεων, τα καθηλωμένα επιτόκια καταθέσεων, τις χρεώσεις συναλλαγών και η κυβέρνηση απλά να παρακολουθεί και να χειροκροτεί; Όχι, δεν χειροκροτά, να είμαι δίκαιος, να παρακολουθεί και να κάνει παραινέσεις; Μα, η κυβέρνηση δεν είναι εδώ για να κάνει παραινέσεις. Η κυβέρνηση έχει τη νομοθετική πρωτοβουλία. Η κυβέρνηση είναι εδώ για να νομοθετήσει αν χρειαστεί, εάν το κρίνει. Εάν κρίνει ότι αυτό δεν είναι δίκαιο.
Δεν το κάνει όμως. Και δεν το κάνει, διότι και η ίδια ακολουθεί τον δρόμο της αισχροκέρδειας, της κρατικής αισχροκέρδειας. Στα δημόσια έσοδα πανηγυρίζει η κυβέρνηση για την υπέρβαση στα φορολογικά έσοδα. Λέει ότι αυτή η υπέρβαση είναι δήθεν μέσω της ανάπτυξης, ενώ στην πραγματικότητα, επαναλαμβάνω, μιλάμε για κρατική αισχροκέρδεια και για φορολογική λεηλασία μέσω του ΦΠΑ. Ο οποίος σε μια σειρά από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει μειωθεί στα είδη βασικής κατανάλωσης, μόλις άρχισε να σκαρφαλώνει στα ύψη ο πληθωρισμός. Αλλά εδώ παραμένει ο ίδιος και μάλιστα πολλές φορές με επιχειρήματα που δεν αξίζει κανείς να ασχοληθεί μαζί τους. Μας λένε ότι μένει ο ίδιος ΦΠΑ και δεν πέφτει διότι έτσι θα ευνοήσουμε τους πλούσιους που τρώνε πολλά μακαρόνια. Έτσι μας είπανε. Ή ότι δεν μειώνουμε τον ειδικό φόρο κατανάλωσης γιατί έτσι θα ευνοήσουμε αυτούς που έχουν Cayenne και όχι τους πολίτες που πάνε στο βενζινάδικο και δεν μπορούν να βάλουν βενζίνη. Και προσέξτε, αυτή η λεηλασία αποτυπώνεται στα έσοδα με 4 δισεκατομμύρια ευρώ αύξησης των δημοσίων εσόδων από τους έμμεσους φόρους.
Θα το πω λοιπόν με άλλα λόγια. Αυτό που γίνεται σήμερα στη χώρα είναι μια γιγαντιαία και άδικη αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Μέσα από την υψηλή έμμεση φορολογία και την αισχροκέρδεια στους λογαριασμούς του ρεύματος, αυτό που συμβαίνει στη χώρα είναι μια άδικη αναδιανομή πλούτου από τους πολλούς προς τους ισχυρούς. Ενώ η κρίση αντιμετωπίζεται με ένα σχέδιο που πρέπει να έχει στόχο ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή, μια δίκαιη διανομή του πλούτου και του εισοδήματος από τους λίγους και ισχυρούς στους πολλούς. Στους αδύναμους και στην περιβόητη μεσαία τάξη.
Η Ελλάδα είναι σήμερα μια χώρα άδικη για τους πολλούς, αλλά και χωρίς βιώσιμη μακροπρόθεσμη αναπτυξιακή στρατηγική. Και μια χώρα πολύ πιο ευάλωτη σε σχέση με άλλες χώρες της υπόλοιπης Ευρώπης, καθώς στις εξωγενείς διαταραχές προστίθενται και τα αποτελέσματα των κυβερνητικών επιλογών που μεγεθύνουν αντί να αμβλύνουν τις χρόνιες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας.
Εδώ λοιπόν είναι που η δημοκρατία στο τέλος της ημέρας έρχεται να σώσει και την οικονομία. Γιατί, προσέξτε, σε μια δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Αλλά κυρίως, σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρξει οικονομική σταθερότητα, που είναι ίσως το πιο σημαντικό για μια οικονομία που χρειάζεται επενδύσεις, αν δεν υπάρχει και σεβασμός στους κανόνες της δημοκρατικής λειτουργίας, αν δεν υπάρχει σεβασμός στο κράτος δικαίου.
Σταθερότητα και αντιδημοκρατικές συμπεριφορές, σταθερότητα και ασέλγεια στους θεσμούς, σταθερότητα και υποτίμηση της δημοκρατίας δεν μπορεί να υπάρξει. Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε καμία άλλη ευρωπαϊκή φιλελεύθερη δημοκρατία.
Και οι στρατηγικοί επενδυτές που τους χρειαζόμαστε -σοβαροί επενδυτές όχι οι εφήμεροι που έρχονται για 2 – 3 χρόνια να βγάλουν κάποια χρήματα και να φύγουν-, οι στρατηγικοί επενδυτές, όπως και οι φορείς της υγιούς επιχειρηματικότητας, πολλούς από αυτούς τους βλέπω σήμερα εδώ, δεν είναι όλοι, αλλά πολλοί, πολλοί είναι οι φορείς της υγιούς επιχειρηματικότητας, οι στρατηγικοί επενδυτές και οι φορείς της υγιούς επιχειρηματικότητας γνωρίζουν πάρα πολύ καλά, πιστεύω, ότι είναι σημαντικότερο πράγμα, ακόμα και από το ύψος της κερδοφορίας τους, η πολιτική και η οικονομική σταθερότητα.
Πολύ φοβάμαι λοιπόν και λυπάμαι που θα το πω, αλλά έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα στη χώρα, ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας έχει μεταβληθεί σε παράγοντα πολιτικής αστάθειας. Και οφείλει αυτό να το συνειδητοποιήσει. Είμαι 48 χρονών, όχι πολύ μεγάλος, αλλά παρακολουθώ τα πολιτικά πράγματα εδώ και 35 χρόνια. Δεν έχω δει ποτέ ξανά, δεν ξέρω εάν έχετε δει εσείς, πρωθυπουργό να αρνείται να πάει στη Βουλή να απαντήσει θεσμικά στα ερωτήματα του αρχηγού της αντιπολίτευσης και την ίδια ώρα να περιφέρεται σε προστατευμένες κομματικές εκδηλώσεις και να λέει «μυρίζω εκλογές».
Μα, με συγχωρείτε, ο πρωθυπουργός δεν “μυρίζει” τις εκλογές, τις προκηρύσσει. Εάν υπάρχει ανάγκη να πάμε σε εκλογές, πρέπει να πάμε σε εκλογές. Και νομίζω ότι θα ήταν καλύτερη δυνατή εξέλιξη και για τη δημοκρατία και για την οικονομία και για τον τόπο. Να ορίσει την ημερομηνία της εκλογικής αναμέτρησης και να μην αφήνει τον τόπο σε μια διαρκή πολιτική αβεβαιότητα με τη δική του παρουσία στον ρόλο του Πρωθυπουργού με ημερομηνία λήξης.
Η πολιτική αλλαγή είναι κατά την άποψή μου σήμερα μια αναγκαιότητα. Αναγκαιότητα για να επανέλθουμε στη θεσμική ομαλότητα, για να αποκατασταθεί η δημοκρατική λειτουργία και το κράτους δικαίου, μετά από όλα όσα έχουν συμβεί. Αλλά είναι και μια αναγκαιότητα για να αποκατασταθεί η πολιτική σταθερότητα, που αποτελεί προϋπόθεση της οικονομικής σταθερότητας. Ταυτόχρονα όμως είναι και το αναγκαίο βήμα για να ξεκινήσουμε να δουλεύουμε σε στέρεες βάσεις, με ειλικρίνεια, σχέδιο και μέθοδο για την ανάταση της ελληνικής οικονομίας.
Ο πληθωρισμός είναι ίσως σήμερα η μεγαλύτερη πηγή ανασφάλειας, καθώς δρα ως μηχανισμός που διανέμει αντίστροφα και άνισα τον παραγόμενο πλούτο. Μια μεγάλη επιχείρηση με ισχυρή θέση στην αγορά, μπορεί να μετακυλήσει την αύξηση των τιμών στον καταναλωτή. Την ίδια στιγμή οι μικρότερες επιχειρήσεις έχουν πολύ στενότερα περιθώρια.
Οι τράπεζες, αυξάνοντας τα επιτόκια χορηγήσεων αλλά όχι καταθέσεων, κερδίζουν σε βάρος των δανειοληπτών και σε βάρος των καταθετών. Η δραματική αύξηση των τιμών επιβαρύνει δυσανάλογα τα χαμηλότερα εισοδήματα.
Πάρτε ένα παράδειγμα, αυτό που συμβαίνει με τα καύσιμα με τη χώρα να έχει την ακριβότερη βενζίνη στην Ευρώπη, μία από τις ακριβότερες βενζίνες στην Ευρώπη, ενώ η κυβέρνηση αρνείται να μειώσει τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης. Είναι το άκρον άωτον μιας τυφλής, δογματικής και κοινωνικά επικίνδυνης στρατηγικής.
Άρα λοιπόν χρειαζόμαστε ένα νέο σχέδιο. Να το πω καλύτερα: Χρειαζόμαστε ένα άλλο σχέδιο. Να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες του σήμερα και να οργανώσουμε τις δυνατότητες του αύριο.
Άμεσα λοιπόν, μια προοδευτική και αποτελεσματική πολιτική κατά της ακρίβειας πρέπει να έχει τριπλή στόχευση:
α) Να παρεμβαίνει στη λειτουργία των αγορών αξιοποιώντας τους ελεγκτικούς μηχανισμούς του κράτους και διευκολύνοντας το ρόλο των ανεξάρτητων αρχών ώστε να εξαφανιστεί η αισχροκέρδεια και ο υπερβάλλων εγχώριος πληθωρισμός,
β) Να επαναφέρει τον δημόσιο χαρακτήρα των εταιρειών κοινής ωφέλειας στην ενέργεια, όπως η ΔΕΗ, ο ΔΕΔΔΗΕ, που μπορούν να δράσουν εξισορροπητικά στη λειτουργία της αγοράς και να αξιοποιηθούν ως εργαλεία προώθησης δημόσιων πολιτικών με στόχο την στήριξη του συνόλου της οικονομίας.
γ) Να προωθεί αναδιανεμητικούς μηχανισμούς φορολογώντας τα υπερκέρδη ώστε να στηρίζει με δημοσιονομικά μέτρα τα νοικοκυριά και τους πλέον αδύναμους.
Σε ό,τι δε αφορά το ιδιωτικό χρέος που επίσης αποτελεί ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της οικονομίας μας, το δικό μας σχέδιο στηρίζεται επίσης σε τρεις πυλώνες:
Έναν για τις επιχειρήσεις, έναν για τα φυσικά πρόσωπα και τα νοικοκυριά και έναν για τις οφειλές προς το ευρύτερο Δημόσιο. Με ειδική μέριμνα για τα χρέη που γεννήθηκαν από την περίοδο της πανδημίας και μετά για οφειλές προς το Δημόσιο, με κούρεμα της βασικής οφειλής και αποπληρωμή του υπολοίπου σε 120 δόσεις.
Κυρίες και κύριοι, τα άμεσα μέτρα και η ανακούφιση από τις συνέπειες της σημερινής κρίσης, πιστεύω ότι αποτελούν μια έκτακτη ανάγκη, αλλά αποτελούν και την υγιή βάση ενός συνολικού πλαισίου μετασχηματισμού του παραγωγικού μοντέλου σε προοδευτική κατεύθυνση σε μεσο-μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, που είναι εξίσου αναγκαία για τη προοπτική της οικονομίας μας.
Αλλά θα μου επιτρέψετε όμως να μην επεκταθώ στο θέμα αυτό. Ίσως αποτελεί ένα ξεχωριστό αντικείμενο συζήτησης, που καλό θα ήταν μια και η Ναυτεμπορική είναι ίσως ο πιο σημαντικός φορέας διαλόγου στα οικονομικά πράγματα σήμερα, να αναλάβετε την ευθύνη να το οργανώσετε. Να οργανώσετε αυτό τον διάλογο. Διότι πραγματικά θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά κρίσιμο για το αύριο του τόπου να μιλήσουμε για το παραγωγικό μοντέλο. Δεν θα επεκταθώ όμως.
Θα μου επιτρέψετε να κλείσω με το εξής: Η χώρα πάνω απ’ όλα σήμερα έχει ανάγκη από δύο πράγματα: ασφάλεια και δικαιοσύνη. Δικαιοσύνη παντού. Τα όσα δυσώδη βγαίνουν στο φως τις τελευταίες εβδομάδες, δείχνουν ότι ενδεχομένως να ζούμε τις τελευταίες μέρες της Πομπηίας.
Η κοινωνία και η οικονομία ταλαιπωρήθηκαν αφάνταστα από μια κυβέρνηση που στην αρχή στα δικά μας μάτια έμοιαζε δογματική, αλλά εντέλει αποδείχτηκε ότι δεν ήταν απλά δογματική: ήταν επικίνδυνη και είναι επικίνδυνη για την ίδια τη δημοκρατία. Επιστράτευσε άθλια μέσα, γιατί ήταν ίσως ο μόνος τρόπος να επιβάλει μια άδικη και εν τέλει άθλια πολιτική. Αυτή η σκοτεινή εποχή όμως σύντομα θα τελειώσει.
Σήμερα, το καθήκον όλων όσων πιστεύουμε ότι η Ελλάδα οφείλει να είναι μια σύγχρονη, ευρωπαϊκή χώρα, είναι να προσπαθήσουμε να βάλουμε μια τάξη πρώτα απ’ όλα στο ίδιο μας το σπίτι.
Να αποκαταστήσουμε την κοινωνική συνοχή, να απελευθερώσουμε τη δυναμική της οικονομίας μας, να χτίσουμε ένα ισχυρό κράτος δικαίου με απαράβατους κανόνες και αρχές, που δεν θα μπορεί να παραβιάζει καμία εφήμερη εξουσία, γιατί όλοι όσοι βρισκόμαστε σε θέσεις ευθύνης που μας τις δίνει ο λαός, είμαστε εφήμερα εκεί, όχι παντοτινοί. Να το έχουμε όλοι υπόψη μας αυτό.
Αυτό νομίζω ότι είναι το χρέος μας, το χρέος όλων των δημοκρατικών ανθρώπων σήμερα. Και τα λέω αυτά σε ένα οικονομικό φόρουμ διότι πιστεύω βαθύτατα ότι δεν είναι ξεκομμένα. Το οικονομικό κλίμα δεν είναι ξεκομμένο από το πολιτικό κλίμα. Δεν υπάρχει η προοπτική ανάπτυξης δίχως πολιτική σταθερότητα και δίχως σεβασμό στους κανόνες της δημοκρατίας. Τα λέω αυτά σε ένα οικονομικό φόρουμ γιατί πιστεύω εντέλει ότι όλα αυτά είναι αλληλένδετα μεταξύ τους.
Σας ευχαριστώ θερμά για την πρόσκληση και εύχομαι καλή επιτυχία στη σημερινή σας ημερίδα.