Γράφει ο Αλέξης Παπαχελάς
Η Ευρώπη βίωσε τις πιο έντονες ιστορικές της μνήμες πριν από περίπου 80 χρόνια. Είναι πολλά χρόνια. Και είναι φυσικό οι νέες γενιές να αντιμετωπίζουν τους εφιάλτες του χθες σαν κάτι πολύ απόμακρο, ενίοτε και εξωραϊσμένο. Αυτό είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα στην Ευρώπη σήμερα. Για τους λαούς της, αλλά και για την ηγεσία της. Αναμασάμε συχνά το κλισέ πως «σήμερα δεν υπάρχουν στιβαροί ηγέτες στην Ε.Ε.». Είναι αλήθεια. Κυρίως, γιατί οι ηγέτες-θρύλοι που έχουμε στο μυαλό μας είχαν ζήσει στο πετσί τους την Ιστορία. Δεν είχαν πέσει στην παγίδα να πιστέψουν ότι η Ιστορία μπορεί να τελειώσει με κάποιο μαγικό τρόπο, ούτε είχαν την ψευδαίσθηση πως κάθε χρονιά θα είναι αναγκαστικά καλύτερη από την περυσινή.
Οσο για τους πολίτες, πολύ συχνά αγνοούν την Ιστορία τους. Είναι κάτι που συμβαίνει πολύ καιρό, αλλά εντείνεται όσο περνούν τα χρόνια.
Συμβαίνει όμως, ειδικά στον τόπο μας, και κάτι πολύ επικίνδυνο. Μέσα στην τοξική μανία της αντιπαράθεσης, ακούς συχνά κάποιους να φωνάζουν «μα εδώ έχουμε χούντα». Πόσο επικίνδυνο αυτό, πέρα από ανιστόρητο. Μας αναισθητοποιεί απέναντι στον εφιάλτη μιας πραγματικής χούντας και δίνει πάτημα σε κάθε λογής ακραίους να πολεμήσουν τους δικούς τους φαντασιακούς πολέμους.
Ποιος είναι ο φόβος, λοιπόν: Πως ένας συνδυασμός ασύλληπτης πίεσης στην κοινωνία, άγνοιας της Ιστορίας και ατελείωτης πόλωσης θα βγάλει κάτι πολύ άρρωστο στο τέλος. Μας φαίνεται ήδη λογικό ότι η Ακροδεξιά κέρδισε στην Ιταλία ή στη Σουηδία. Οι υπερβολές των οπαδών της πολιτικής ορθότητας κάνουν πολλούς να υπερασπίζονται σαν «κάτι λογικό» την άνοδο αυτών των πολιτικών δυνάμεων ή την εκλογή του Τραμπ. Η πίεση στην κοινωνία είναι τέτοια, που είναι «λογικό» να ενδιαφέρεται για το ποιος θα φέρει φθηνό ψωμί στο τραπέζι, όχι για την ποιότητα των θεσμών και της δημοκρατίας.
Πριν από τον φασισμό είχαμε την περίοδο της Βαϊμάρης. Σήμερα έχουμε πολλά κοινά με τη μοιραία εκείνη περίοδο: έναν πληθωρισμό που αποτελειώνει τη μεσαία τάξη, που ήδη ένιωθε συρρικνωμένη, ακραία ρητορική και θανάσιμους ιδεολογικούς αντιπάλους, οι οποίοι αντί να σκοτώνονται στους δρόμους «σκοτώνονται» στην αρένα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, και –βέβαια– την κατάρρευση της εμπιστοσύνης σε βασικούς θεσμικούς πυλώνες.
Εχουμε, όμως, και έναν πόλεμο μέσα στην Ευρώπη, για πρώτη φορά, έπειτα από δεκαετίες. Ο οποίος διογκώνει τα προβλήματα και την αίσθηση της αβεβαιότητας. Κάθε μεγάλος πόλεμος οδήγησε άλλωστε στην καταστροφή παλαιών και/ή στην ανάδειξη νέων αυτοκρατοριών, στο γκρέμισμα κατεστημένων ηγεσιών και νέων παγκόσμιων ισορροπιών. Κανείς μας δεν μπορεί να προβλέψει τι θα ξημερώσει σε πέντε ή δέκα χρόνια.
Καλό είναι, πάντως, όσο πιεζόμαστε να μην ξεχνάμε την Ιστορία, να βάζουμε λίγο νερό στο κρασί μας στον δημόσιο διάλογο και να προσέχουμε πολύ όταν κάνουμε άτοπες συγκρίσεις με το παρελθόν. Διότι είναι ένας σίγουρος τρόπος να νομιμοποιήσεις εφιάλτες που μπορεί να φέρει η επανάληψη της Ιστορίας.