Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
Μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού, ο Μητσοτάκης διαβεβαίωνε σε όλους τους τόνους ότι θα εξαντλήσει την τετραετία. Τον Ιούνιο, τα μηνύματα άλλαξαν. Η ρητορική του πρωθυπουργού εμμέσως πλην σαφώς είχε προαναγγείλει κάλπες για το φθινόπωρο. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης και οι βουλευτές κάθε απόχρωσης το είχαν πάρει απόφαση πως δεν θα έκαναν διακοπές.
Και βεβαίως, η κυβερνητική μηχανή είχε αρχίσει να “χάνει λάδια”, αφού υπουργοί, υφυπουργοί, σύμβουλοι και παρασύμβουλοι είχαν αρχίσει να στρέφονται στην προεκλογική εκστρατεία. Ίσως γι’ αυτό ο Μητσοτάκης ανέκρουσε πρύμναν και επέστρεψε στη ρητορική “εκλογές στο τέλος της τετραετίας”, ίσως να μέτρησε και κάποια άλλη μη ορατή σήμερα αιτία. Το σίγουρο πάντως είναι –μιλώντας με το κλίμα που υπήρχε πριν το σκάνδαλο των υποκλοπών– ότι η ενεργειακή κρίση και η ακρίβεια είχαν αρχίσει να ροκανίζουν με εντεινόμενο ρυθμό το δημοσκοπικό προβάδισμα της ΝΔ. Με άλλα λόγια, ίσχυε το “κάθε χθες και καλύτερα”.
Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να μην έχει καταφέρει να πείσει ως εναλλακτική λύση στο πρόβλημα της διακυβέρνησης, αλλά όταν η μικρομεσαία θάλασσα της ελληνικής κοινωνίας δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα, όταν στις 20 κάθε μήνα εξαντλείται το διαθέσιμο εισόδημα πολλών νοικοκυριών, αρχίζει να επελαύνει η “αρνητική ψήφος”. Κυριαρχεί το να φύγει αυτός που κυβερνάει και έρχεται σε δεύτερη μοίρα το ποιος θα τον διαδεχθεί στην εξουσία.
Αυτός είναι ο λόγος που έκανε αρκετούς να αμφιβάλουν για την ειλικρίνεια της δήλωσης του πρωθυπουργού ότι θα εξαντλήσει την τετραετία. Θεωρούσαν πως ο Μητσοτάκης ήταν υποχρεωμένος να “μαζέψει” την εκλογολογία, αλλά φθάνοντας στον Σεπτέμβριο θα αιφνιδιάσει, προκηρύσσοντας πρόωρες εκλογές με την επίκληση κάποιου προσχήματος. Υπενθυμίζουμε ότι τον Ιούνιο είχε επικαλεσθεί το “τοξικό πολιτικό κλίμα”.
Το σκάνδαλο των υποκλοπών
Το σκάνδαλο των υποκλοπών αλλάζει τα δεδομένα. Προφανώς, η κυβέρνηση επιδιώκει να κλείσει όσο πιο γρήγορα και πιο ανώδυνα το ζήτημα, αλλά δεν είναι στο χέρι της, παρότι έχει ακόμα την υποστήριξη των συστημικών ΜΜΕ. Αν και προς το παρόν οι μιντιάρχες “βάζουν πλάτη”, δεν είναι σίγουρο ότι αυτό θα συνεχιστεί εάν η δυναμική των αποκαλύψεων προσλάβει διαστάσεις και ως εκ τούτου υποχρεώσει πολιτικούς και εξωπολιτικούς παράγοντες σε αναθεώρηση της τωρινής στάσης τους.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η προσπάθεια του Μητσοτάκη να “κουκουλώσει” το σκάνδαλο για ένα διάστημα θα υποστηρίζεται από τα συστημικά ΜΜΕ, από ολιγάρχες και από τους παράγοντες επιρροής εντός της ΝΔ. Εάν, όμως, ο πρωθυπουργός αρχίσει να χάνει τον έλεγχο, εάν οι αποκαλύψεις για το σκάνδαλο σπάσουν την τωρινή γραμμή άμυνάς του, οι σημερινοί υποστηρικτές του θα αρχίσουν να τον εγκαταλείπουν, θεωρώντας τον “καμμένο χαρτί”. Αυτό συμβαίνει στην Ιστορία σε ανάλογες καταστάσεις.
Αυτή τη φορά, ο Μητσοτάκης δεν έχει απέναντι τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίοι εξ αντιδιαστολής συσπειρώνουν γύρω από τον πρωθυπουργό τις άρχουσες ελίτ. Απέναντι έχει τον Ανδρουλάκη και το ΠΑΣΟΚ, την πολιτική δύναμη που οι άρχουσες ελίτ είχαν προεξοφλήσει πως θα ήταν ο κυβερνητικός εταίρος της ΝΔ μετά τις εκλογές. Δεδομένου ότι η αυτοδυναμία ήταν –και πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο των υποκλοπών– όνειρο απατηλό για τη ΝΔ, η συμμαχική κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ ήταν η λύση που προωθούσαν. Μπορεί για προφανείς λόγους ο Ανδρουλάκης να απέφευγε τη δέσμευση, αλλά ήταν κοινό μυστικό πως εκεί οδηγούνταν τα πράγματα. Όχι μόνο επειδή το επεδίωκαν οι άρχουσες ελίτ, αλλά και επειδή μία ισχυρή πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ θεωρούσε τη συγκυβέρνηση με τη ΝΔ πολιτικό μονόδρομο.
Το αγεφύρωτο χάσμα
Η παρακολούθηση του Ανδρουλάκη είναι ομολογημένη κι άρα αναμφισβήτητη. Το να παρακολουθείται ένας υποψήφιος για το μέλλον κυβερνητικός εταίρος δεν είναι πολιτικά παράδοξο, το αντίθετο μάλιστα. Πολλές φορές έχει μεγαλύτερη αξία να ξέρεις τί σκέφτεται ο εταίρος παρά ο αντίπαλος. Γι’ αυτό και δεν είναι παράδοξο να παρακολουθούνται και σημερινοί υπουργοί, οι οποίοι θεωρούνται από τον πρωθυπουργό εσωκομματικοί ανταγωνιστές του. Είναι, μάλιστα, πολύ πιθανόν να αποκαλυφθεί στη συνέχεια ότι είτε η ΕΥΠ, είτε το Predator “άκουγαν” τα τηλέφωνα και “γαλάζιων”.
Αυτού του τύπου, όμως, οι παρακολουθήσεις έχουν ένα κρίσιμο μειονέκτημα. Ενώ προσφέρουν πληροφορίες, εάν αποκαλυφθούν μετατρέπονται σε πολιτικό μπούμεραγκ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μάλιστα, οι υπαινιγμοί του Ρωμανού κι όχι μόνο –για να μην αναφέρω την επιχείρηση “δολοφονίας χαρακτήρα” των κυβερνητικών τρολ στο Διαδίκτυο– μετέτρεψαν το ρήγμα στις σχέσεις Μητσοτάκη-Ανδρουλάκη σε αγεφύρωτο χάσμα.
Είναι ενδεικτικό ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, ξεπερνώντας την αρχικά προσεκτική στάση του, κατηγόρησε τον Μητσοτάκη ως προσωπικά υπεύθυνο, δείχνοντάς του μάλιστα την πόρτα της εξόδου. Με άλλα λόγια, βρίσκεται πλέον στην ίδια γραμμή με τον Τσίπρα όσον αφορά την πολιτική απαίτηση για παραίτηση του πρωθυπουργού. Είναι προφανές ότι σ’ αυτό το κλίμα συρρικνώνονται σε βαθμό εξαφάνισης τα περιθώρια συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ μετά τις εκλογές. Δεν είναι, άλλωστε, καθόλου σίγουρο πλέον ότι το κυβερνών κόμμα θα διατηρήσει την πρώτη θέση στις επόμενες εκλογές όποτε κι αν γίνουν αυτές.
Όλα στον αέρα
Με τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ να καθίσταται πολιτικά σχεδόν αδύνατη όσο βρίσκεται στο τιμόνι ο Μητσοτάκης, είναι προφανές πως οι άρχουσες ελίτ υποχρεώνονται να αναθεωρήσουν τη στάση τους. Δεν ισχυρίζομαι ότι εκδίδουν “διαταγές”, τις οποίες εκτελεί το πολιτικό προσωπικό. Ισχυρίζομαι, όμως, ότι εάν το διακύβευμα είναι μεγάλο, όπως σ’ αυτή την περίπτωση, έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν ασφυκτικές πιέσεις ακόμα και εκβιασμούς, εν προκειμένω στον Μητσοτάκη. Κι αν αρνηθεί να προσαρμοσθεί, έχουν τη δυνατότητα να του τραβήξουν το χαλί κάτω από πόδια του, συμπράττοντας και με εσωκομματικούς παράγοντες της ΝΔ.
Προφανώς, αυτό δεν θα γίνει άμεσα. Όπως έχω προαναφέρει, τα πάντα σχεδόν θα κριθούν από τη δυναμική των γεγονότων. Εάν ο Μητσοτάκης καταφέρει να “κουκουλώσει” το σκάνδαλο, η πίεση της αντιπολίτευσης θα πέσει στο κενό και κάποια στιγμή θα εκτονωθεί, παρότι θα έχει προκαλέσει πολιτικά-εκλογικά τραύματα στο κυβερνών κόμμα. Εάν, όμως, χάσει τον έλεγχο των εξελίξεων, όπως δείχνουν τα πράγματα, θα αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την πτώση του.
Το εάν θα επιχειρηθεί αποκαθήλωση του πρωθυπουργού “εν πλω”, όπως έγινε με τον Μπόρις Τζόνσον, δεν μπορεί να απαντηθεί τώρα. Η ανατροπή πρωθυπουργού από το κόμμα του πριν τις εκλογές θα είναι εξαίρεση για το ελληνικό πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης. Από την άλλη πλευρά, όμως, έχει σημασία για τις άρχουσες ελίτ να καταστεί ρεαλιστική η προοπτική συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, αλλά πλέον προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να βγει ο Μητσοτάκης από το κάδρο. Η ενδεχόμενη απομάκρυνσή του, μάλιστα, μάλλον θα έδινε πολιτική-εκλογική ανάσα στους “γαλάζιους”.
Ακόμα κι αν αφαιρέσουμε από την πολιτική-εκλογική συνάρτηση το σκάνδαλο των υποκλοπών, η εικόνα παραμένει πολύ σκούρα. Η ακρίβεια καλπάζει, όπως και η πανδημία, στέλνοντας καθημερινά στον τάφο δεκάδες συμπολίτες μας και μάλιστα με αυξητική τάση. Η κυβέρνηση, όμως, μοιάζει να έχει υιοθετήσει το δόγμα “όποιον πάρει ο χάρος”. Κι αν αυτό έχει μετατραπεί περίπου σε “κανονικότητα”, είναι αδύνατον να μετατραπεί σε κανονικότητα η ακρίβεια, όσο πλάτη κι αν βάλουν τα συστημικά ΜΜΕ. Επειδή, μάλιστα, η ακρίβεια δεν είναι συγκυριακό φαινόμενο, αναπόφευκτα θα προκαλέσει μεγαλύτερη ή μικρότερη κοινωνική κρίση με ό,τι αυτή συνεπάγεται για τον εκλογικό συσχετισμό δυνάμεων.
Πολιτικό βαρίδι
Μπορεί η ΝΔ να έχει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και άρα το πλεονέκτημα στις συνεδριάσεις της Εξεταστικής Επιτροπής για τις υποκλοπές, μπορεί –όπως συμβαίνει συνήθως– η Εξεταστική να μην καταλήξει σε κοινό πόρισμα, αλλά και μόνο οι διαρροές από τις εργασίες της θα κρατάνε το σκάνδαλο στην επικαιρότητα. Πολύ περισσότερο εάν επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες που κυκλοφορούν και έλθουν στο φως αποκαλύψεις για παρακολουθήσεις και άλλων πολιτικών προσώπων.
Εάν συμβεί αυτό, η πολιτική θηλιά θα σφίξει στο λαιμό του Μητσοτάκη και όπως προανέφερα, οι κάθε είδους υποστηρικτές του θα αρχίσουν να τον εγκαταλείπουν. Σ’ αυτή την περίπτωση, ή θα προσπαθήσει να κρατηθεί στην εξουσία μέχρι το τέλος της τετραετίας, ή θα υποκύψει και θα παραιτηθεί, ή θα αναζητήσει διέξοδο, στήνοντας κάλπες το φθινόπωρο, έστω και πολιτικά τραυματισμένος από το σκάνδαλο.
Για να έχει ελπίδες ο Μητσοτάκης να κρατηθεί στην εξουσία μέχρι τον Ιούνιο 2023, πρέπει να μην έχουν προκύψει νέες αποκαλύψεις που θα τον εκθέτουν προσωπικά και ανεπανόρθωτα. Εάν το κλίμα που θα έχει διαμορφωθεί δεν θα του επιτρέψει να εξαντλήσει την τετραετία, το πιθανότερο είναι να πάει άμεσα σε πρόωρες εκλογές για να αποφύγει μία ταπεινωτική παραίτηση. Το Σύνταγμα, άλλωστε, του παρέχει τη δυνατότητα αυτής της επιλογής.
Εάν ο Μητσοτάκης επιλέξει αυτό τον δρόμο, όμως, οι “γαλάζιοι” θα δώσουν τη μάχη της κάλπης από δυσμενή θέση και επιπροσθέτως το χάσμα που έχει προκληθεί στις σχέσεις τους με το ΠΑΣΟΚ, στην προεκλογική περίοδο θα βαθύνει, αφού οι υποκλοπές θα είναι κεντρικό θέμα της προεκλογικής αντιπαράθεσης. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το ενδεχόμενο μία συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ θα καταστεί μάλλον απίθανο. Αντιθέτως, εάν ο Μητσοτάκης παραιτηθεί και εκλεγεί αντικαταστάτης του και στην ηγεσία της ΝΔ και στην πρωθυπουργία, η πολιτική κάθαρση θα έχει επαναφέρει στο τραπέζι τη συγκυβέρνηση.
Τέλος, εάν ο Μητσοτάκης επιλέξει να στήσει κάλπες και να οδηγήσει ο ίδιος τη ΝΔ στην εκλογική μάχη, είναι ενδεχόμενο να της στερήσει την πρώτη θέση, με αποτέλεσμα να θέσει επί τάπητος το ενδεχόμενο μίας συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ, ως πρώτο κόμμα, θα έχει το πριμ εδρών και θα μπορεί να σχηματίσει με το ΠΑΣΟΚ την αναγκαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία μετά τις εκλογές.