Ομιλία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξη Τσίπρα, στη Βουλή, για την κρίση στην Ουκρανία και τις επιπτώσεις για την Ελλάδα
Παρακολουθούμε όλοι τις τελευταίες μέρες να συντελούνται δραματικές εξελίξεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία βυθίζει μια ευρωπαϊκή χώρα στο ζόφο του πολέμου, στο αίμα, στην καταστροφή και επαναφέρει την Ευρώπη, αλλά και ολόκληρη την ανθρωπότητα σε σκοτεινές και επικίνδυνες εποχές.
Αυτές τις κρίσιμες στιγμές πιστεύω ότι απαιτείται από όλους μας να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων. Απαιτείται, θα έλεγα, εθνική σύνεση, ανθρωπιστική ευαισθησία, πολιτική ειλικρίνεια και αποφασιστικότητα. Είναι στιγμές που επιτάσσουν το εθνικό να ταυτίζεται με την αλήθεια, με την αυτοσυγκράτηση, με την αποφυγή της παγίδας να μετατρέψουμε μια διεθνή κρίση σε κομματική και μικροκομματική ακρισία, να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων.
Φοβάμαι ότι σε πολλά σημεία της τοποθέτησης του πρωθυπουργού το μυαλό του ήταν στους πολιτικούς του αντιπάλους και όχι στον Πούτιν και στον Ερντογάν.
Εγώ πιστεύω, όμως, ότι σήμερα πρέπει -παρά τις διαφορές μας που είναι γνωστές, υπαρκτές και θα διατυπωθούν- να υπάρξουν και να ακουστούν σε αυτήν την Αίθουσα κοινοί στόχοι για όλους μας, γι’ αυτό που ονομάζουμε εθνικό συμφέρον, πατριωτικό συμφέρον και για το συμφέρον της ειρήνης, της προκοπής, της ειρηνικής συμβίωσης των λαών σε διεθνές επίπεδο.
Πιστεύω ότι αυτή η προσπάθεια να αποτυπωθούν κοινοί στόχοι ανταποκρίνεται και σ’ αυτό που ο ελληνικός λαός σήμερα θέλει να ακούσει από αυτήν τη συζήτηση, γιατί πιστεύω βαθιά ότι στο σύνολο των Ελλήνων, για να μην πω στη συντριπτική τους πλειοψηφία, αυτοί οι κοινοί στόχοι υπάρχουν.
Ποιοι είναι αυτοί οι κοινοί στόχοι; Η ταχύτερη δυνατή αποκατάσταση της ειρήνης, η προστασία των εθνικών μας συμφερόντων σε μια τόσο ρευστή και επικίνδυνη κατάσταση και η αλληλεγγύη μας σε όσους υποφέρουν τούτη την ώρα από τη λαίλαπα του πολέμου στο Κίεβο, στο Χάρκοβο, στη Μαριούπολη που έχουμε και το ελληνικό στοιχείο, σε κάθε πόλη και χωριό της Ουκρανίας.
Αυτές τις κρίσιμες ώρες, λοιπόν, οφείλουμε όλοι, χωρίς αστερίσκους, απερίφραστα να καταδικάσουμε την εισβολή της Ρωσικής Ομοσπονδίας, την παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας και της κυριαρχίας της Ουκρανίας, όπως βεβαίως και την απαράδεκτη αναθεωρητική λογική στην οποία βασίζονται οι ρωσικές πολεμικές επιχειρήσεις.
Οφείλουμε να εκφράσουμε την αμέριστη αλληλεγγύη και συμπαράστασή μας στον ουκρανικό λαό, τη βαθιά θλίψη μας, τα βαθιά συλλυπητήριά μας στις οικογένειες των ομογενών μας που σκοτώθηκαν κατά τη ρωσική εισβολή. Και βεβαίως την αλληλεγγύη, τη συμπαράσταση, τη θλίψη για κάθε απώλεια ανθρώπινης ζωής από έναν πόλεμο που ξέσπασε με απόφαση της Ρωσίας πριν από λίγες μέρες.
Οφείλουμε να είμαστε απόλυτα ξεκάθαροι ότι οι ενέργειες του Προέδρου Πούτιν αποβαίνουν και θα αποβούν όχι μόνο εις βάρος της ανθρωπότητας, αλλά και εις βάρος του ρωσικού λαού και εις βάρος των ρωσικών συμφερόντων. Η διεθνής κοινότητα, και ειδικά η Ευρωπαϊκή Ένωση -επίσης πρέπει να το πούμε απερίφραστα- οφείλουν τούτη την κρίσιμη ώρα να στηρίξουν τον λαό της Ουκρανίας και να αξιοποιήσουν όλα τα διαθέσιμα διπλωματικά μέσα προκειμένου να τερματιστεί άμεσα η επίθεση, οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις να αποχωρήσουν και να ανοίξει ένας αξιόπιστος δρόμος διπλωματίας και ειρήνης.
Είναι φανερό, όμως, ότι δεν αρκεί να μένουμε σήμερα στις όποιες διαπιστώσεις, πολύ περισσότερο να κρυφτούμε πίσω από αυτές. Η Ουκρανία τούτη την ώρα φλέγεται και οφείλουμε να δράσουμε άμεσα και αποτελεσματικά για να στηρίξουμε τον ουκρανικό λαό, για να δώσουμε χώρο στη διπλωματία και στον διάλογο.
Οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας είναι ένα ισχυρό διπλωματικό εργαλείο προς αυτή την κατεύθυνση και ως ευρωπαϊκή χώρα ορθώς στηρίζουμε και συμμετέχουμε σε αυτές. Να σημειώσω, όμως, εδώ ότι οι κυρώσεις, και οι όποιες κυρώσεις, πρέπει να είναι ένα εργαλείο για την ειρήνη και όχι ένα εργαλείο για τη συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα. Διότι στη δεύτερη περίπτωση θα παρασυρθούμε σε μια λογική αντιποίνων και μηδενισμού, αντί να επιμείνουμε στη λογική της πίεσης, της ασφυκτικής πίεσης, αν θέλετε, που αφήνει όμως διέξοδο διαλόγου και τείνει σε αυτόν. Αν συμβεί αυτό, είναι πολύ πιθανό οι εξελίξεις να οδηγήσουν σε επιδείνωση της κατάστασης, αντί για την αποκατάσταση της ειρήνης και την έναρξη ενός ουσιαστικού διαλόγου.
Δεν πρέπει λοιπόν να παρασυρθούμε σε πράξεις και κινήσεις που θα φέρουν απέναντί μας όχι τον Πούτιν που έκανε την εισβολή, αλλά τον ρωσικό λαό στο σύνολό του. Το πογκρόμ απέναντι συλλήβδην σε Ρώσους πολίτες είναι λάθος. Οι διώξεις από πανεπιστήμια Ρώσων φοιτητών είναι λάθος. Η απαγόρευση συμμετοχής σε αθλητικές διοργανώσεις είναι λάθος. Η απαγόρευση πολιτιστικών έργων είναι λάθος. Όπως δεν απαγορεύτηκε ποτέ ο Μπετόβεν την ώρα της γερμανικής ναζιστικής κατοχής, έτσι δεν πρέπει να απαγορευτεί ο Τσαϊκόφσκι και τα Μπαλέτα Μπολσόι στην Ελλάδα. Έχουμε απέναντί μας τον Πούτιν και το καθεστώς του, όχι τον ρωσικό λαό και τον ρωσικό πολιτισμό.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η θέση ευθύνης που πρέπει να κρατήσει η Ελλάδα επιτάσσει να στηρίξουμε τον ουκρανικό λαό ενεργά, υποστηρίζοντας ισχυρές στοχευμένες κυρώσεις εις βάρος της Ρωσίας, προκειμένου να τερματίσει την εισβολή της και να επανέλθει στον δρόμο της διπλωματίας.
Επιτάσσει, επίσης, να είμαστε θετικοί στην απόδοση καθεστώτος υποψήφιας προς ένταξη χώρας στην Ουκρανία για λόγους ουσιαστικούς, αλλά και συμβολικούς αυτές τις δύσκολες στιγμές. Επιτάσσει να αποστείλουμε όση περισσότερη ανθρωπιστική βοήθεια γίνεται στον ουκρανικό λαό. Επιτάσσει να στηρίξουμε τις προξενικές μας αρχές με όποιον τρόπο μπορούμε, προκειμένου να βοηθήσουν τα μέλη της ελληνικής κοινότητας που βρίσκονται σήμερα σε κίνδυνο.
Επιτάσσει να είμαστε κάθετοι στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς στους οποίους συμμετέχουμε ότι η παραβίαση του διεθνούς δικαίου δεν θα γίνει ποτέ ανεκτή ούτε και μπορεί να δημιουργήσει τετελεσμένα. Επιτάσσει να στηρίξουμε τους εταίρους μας στην Ανατολική Ευρώπη που αισθάνονται ότι απειλείται η ασφάλειά τους από τις ρωσικές πολεμικές επιχειρήσεις, παρότι ουδέποτε λάβαμε αντίστοιχη στήριξη όταν βρεθήκαμε εμείς υπό απειλή.
Τέλος, επιτάσσει να πρωτοστατήσουμε ώστε να οργανωθούν μόνιμες δίοδοι και δομές επανεγκατάστασης και ανθρωπιστικής στήριξης των προσφύγων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θέση που, όπως καλά γνωρίζετε, η αξιωματική αντιπολίτευση και οι προοδευτικές δυνάμεις στον τόπο δεν υποστηρίζουν αλά καρτ. Αλλά εμείς τουλάχιστον υποστηρίξαμε με συνέπεια και όταν οι πρόσφυγες ερχόντουσαν από τον πόλεμο της Συρίας και όταν οι πρόσφυγες ερχόντουσαν από τον πόλεμο του Αφγανιστάν απέναντι στις ενστάσεις των συντηρητικών δυνάμεων της Ευρώπης. Και είναι ντροπή να ακούγονται σήμερα δηλώσεις ότι αυτοί που έρχονται από την Ουκρανία είναι αληθινοί πρόσφυγες, ενώ οι άλλοι που έχουν μελαμψό χρώμα δεν είναι αληθινοί πρόσφυγες. Είναι ρατσιστικές δηλώσεις που δεν περιποιούν τιμή στη χώρα όταν ακούγονται από επίσημα χείλη κυβερνητικών αξιωματούχων. Ο υπουργός σας το είπε, ο κ. Μηταράκης, ο υπουργός Προσφυγικής Πολιτικής που θα έπρεπε να έχει επίγνωση της ιστορίας όταν μιλά. Μην με προκαλείτε, ρωτώντας ποιος το είπε.
Παράλληλα, όμως, με την ευθύνη που οι στιγμές επιβάλλουν ώστε να έχουμε όπως είπα ένα μίνιμουμ κοινής στάσης. Διότι πιστεύω ότι τα όσα έχω πει ως τώρα διαμορφώνουν το πλαίσιο μιας κοινής στάσης. Οι δραματικές αυτές εξελίξεις επιβάλλουν και να προβληματιστούμε για την ημέρα που ξημερώνει και για το ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος της χώρας μας, ο ρόλος της Ελλάδας στο νέο αυτό κεφάλαιο της εποχής μας.
Ο Ρώσος Πρόεδρος αποφάσισε να χειριστεί την κρίση στην Ουκρανία όχι με τη λογική ενίσχυσης της Ρωσικής θέσης σε περιφερειακό επίπεδο, όπως το έκανε το 2008, το 2014, αλλά με σκοπό την αλλαγή των παγκόσμιων συσχετισμών στον 21ο αιώνα. Ολοένα και περισσότερο διαφαίνεται η προοπτική η κρίση στην Ουκρανία να μας επαναφέρει πάλι σε ένα διπολικό κόσμο Δύσης – Ανατολής. Να μας επαναφέρει σε έναν σκληρό ψυχρό πόλεμο, ψυχρό πόλεμο, αλλά σκληρό μεταξύ δύο μπλοκ κρατών που θα οδηγήσει σε ένα σκληρό οικονομικό ανταγωνισμό και σε μια βαθιά και διαρκή ενεργειακή και οικονομική αστάθεια, ενεργειακή και οικονομική κρίση.
Σε αυτό, λοιπόν, το πλαίσιο ποια πρέπει να είναι η θέση και η στάση της Ελλάδας; Και εκεί ξεκινούν οι διαφωνίες μας. Πρέπει η χώρα μας να επιμείνει στην πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που ασκεί τις τελευταίες δεκαετίες ή πρέπει να είναι σαν όλες τις άλλες χώρες του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, μάλιστα, επισπεύδουσα, πιο μπροστά, στην πρώτη γραμμή; Πρέπει να επιμείνει στον παραδοσιακό της ρόλο ως γέφυρα ειρήνης και συνεννόησης των χωρών και των λαών της περιοχής ή πρέπει να αλλάξει το δόγμα της εξωτερικής της πολιτικής και να είναι -πώς το είπατε;- το φυλάκιο, το προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης απέναντι στην Ανατολή; Πρέπει η Ελλάδα σε αυτή την παγκόσμια αστάθεια να συνεχίσει να επιδιώκει να είναι διαρκώς μέρος της λύσης ή να γίνει μέρος της κρίσης, μέρος του πολέμου αντί για μέρος της ειρήνης;
Αυτά είναι τα κρίσιμα ερωτήματα, τα κρίσιμα διλήμματα που έχουμε μπροστά μας και αυτά τα διλήμματα θέλουν βάθος στρατηγικής, θέλουν ειλικρίνεια, θέλουν ουσιαστικό πολιτικό διάλογο, όχι τσιτάτα και επικοινωνιακές κραυγές, ευκαιριακές.
Η δική μας θέση σε όλα αυτά τα ερωτήματα είναι ξεκάθαρη και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο θέλω να εκφράσω σήμερα τη βαθύτατη ανησυχία μας για ορισμένες -προφανώς όχι για τη στάση σας συνολικά- από τις πρωτοβουλίες που πήρατε τις τελευταίες μέρες, για τη ρητορική σας που δεν παίρνει, κατά τη γνώμη μου, όσο θα έπρεπε υπόψη την ευαίσθητη θέση της Ελλάδας, το ανήσυχο Αιγαίο εξαιτίας, βεβαίως, της προκλητικότητας των γειτόνων μας και εν τέλει δεν λαμβάνει υπόψη την ιδιαιτερότητα της γεωγραφικής μας θέσης, τα εθνικά μας συμφέροντα και πώς αυτά θα υπερασπιστούν σε μια διεθνή κρίση διαρκείας.
Και, βεβαίως, θέλω να εκφράσω την ανησυχία μου και τον προβληματισμό μου και για το γεγονός ότι χωρίς να υπάρξει, από ό,τι είδα, κάποια εισήγηση ή συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ, χωρίς συνεννόηση ή έστω ενημέρωση των πολιτικών δυνάμεων, αποφασίσατε να στείλετε όπλα στην Ουκρανία, όχι στο πλαίσιο αποφάσεων των διεθνών Οργανισμών, στους οποίους συμμετέχουμε, της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του ΝΑΤΟ, αλλά μονομερώς. Και αναρωτιέμαι: Ποια η σκοπιμότητα η Ελλάδα από διαρκώς εμπλεκόμενη σε πρωτοβουλίες ειρήνης να μετατρέπεται σήμερα σε εμπλεκόμενη του πολέμου; Σε τέτοιες ώρες εθνικής ευθύνης δεν επιτρέπονται επιπολαιότητες, ακόμη κι αν τα κίνητρά σας είναι τα πιο ευγενή. Και δεν επιτρέπεται να αποφασίζετε από μόνος σας. Ενός ανδρός αρχή δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Σε άλλες χώρες υπάρχει και είδαμε πού οδήγησε αυτό.
Οι εξελίξεις, κυρίες και κύριοι βουλευτές, είναι γεγονός ότι εγκυμονούν κινδύνους και αποτελούν ιστορικό πισωγύρισμα για την Ευρώπη. Ωστόσο, θα ήταν ιστορικό λάθος η χώρα μας να πρωτοστατήσει σε αυτή την ιστορική μετατόπιση, να αποφασίσει ότι μιας και γυρνάμε στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου της δεκαετίας του ’50, να επανέλθουμε και εμείς ως Ελλάδα στις παρωχημένες στρατηγικές και στα παρωχημένα δόγματα της δεκαετίας του ’50 και να υιοθετούμε ξανά το δόγμα Παπάγου, ούτε καν το δόγμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Η δική μας θεώρηση των πραγμάτων λοιπόν είναι διαφορετική και θεωρούμε ότι αυτό το πισωγύρισμα, το ιστορικό πισωγύρισμα που συντελείται τούτες τις ώρες είναι επικίνδυνο όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για την Ευρώπη στο σύνολό της. Ποιος ωφελείται από αυτή τη σύγκρουση, τον διπολισμό, τον ψυχρό πόλεμο Ευρωπαϊκής Ένωσης-Ρωσίας, που θα ακολουθήσει; Ποιος ευνοείται από αυτή την εξέλιξη; Πάντως όχι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ούτε γεωπολιτικά ευνοείται ούτε οικονομικά ευνοείται.
Και αν η βασική ευθύνη -δεν υπάρχει αμφιβολία- ανήκει σε αυτόν που σήμερα παραβιάζει τη διεθνή νομιμότητα, ανήκει δηλαδή, στις επιλογές του Προέδρου Πούτιν, θα ήταν ωστόσο λάθος να προσποιηθούμε ότι δεν βλέπουμε και τα λάθη και τις ευθύνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που επέτρεψαν να φτάσουν τα πράγματα ως εδώ, την αδυναμία της να έχει έναν ισχυρό ρόλο, μια ισχυρή γεωπολιτική παρουσία, παρεμβατική στις διεθνείς εξελίξεις, την παθητικότητά της σε μια σειρά από παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου στο παρελθόν. Ή μήπως δεν έγιναν όλα αυτά;
Γιατί το διεθνές δίκαιο κανείς δεν μπορεί να το επικαλείται αλά καρτ. Δεν έχει άλλη βαρύτητα σε άλλα μήκη και πλάτη γεωγραφικά του πλανήτη το διεθνές δίκαιο. Όσα έχουν γίνει στην Ευρώπη και στον κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες οδήγησαν στην έκπτωση του διεθνούς δικαίου, στην παραβίαση και την επίκλησή του κατά βούληση και άνοιξαν τις κερκόπορτες, που επιτρέπουν στους ισχυρούς να επιβάλουν τη θέλησή τους στους λιγότερο ισχυρούς πολύ συχνά και με τα όπλα.
Πού ήταν και πού είναι το διεθνές δίκαιο επί σαράντα οκτώ χρόνια στην πολύπαθη Κύπρο και οι κυρώσεις; Πού είναι; Ή μήπως το ξεχάσαμε αυτό; Γιατί άκουσα και κάποιους να μιλάνε για πρωτοφανές γεγονός που συμβαίνει για πρώτη φορά, η πολεμική εισβολή στην ευρωπαϊκή ήπειρο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο! Δεν υπήρξε ποτέ άλλοτε εισβολή!
Υπάρχουν λοιπόν σοβαρές ευθύνες τόσο στην Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και στο ΝΑΤΟ και τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, τις δυτικές δυνάμεις συνολικά για τη διαρκή παραβίαση του διεθνούς δικαίου όλα τα προηγούμενα χρόνια με διεθνείς στρατιωτικές επεμβάσεις στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στη Γιουγκοσλαβία, όπως και για το γεγονός ότι δεν επιχειρήθηκε να οικοδομηθεί κατά την κρίσιμη περίοδο 1999-2008 ένα σταθερό πανευρωπαϊκό πλαίσιο ασφάλειας και ελέγχου εξοπλισμών που να περιλαμβάνει και τη Ρωσία. Και δεν είναι μια αντίληψη που ανήκει στη μία πλευρά της πολιτικής σκέψης ότι η ευρωπαϊκή ήπειρος είναι από τον Ατλαντικό έως τα Ουράλια. Του Ντε Γκολ ήταν αυτή η αντίληψη. Απομακρύνθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση από αυτή τη στρατηγική συνειδητά.
Ποιος επωφελείται σήμερα από αυτή την οριστική ρήξη, το διαζύγιο; Επωφελείται η Ευρωπαϊκή Ένωση; Προφανώς όχι και η Ρωσία πιστεύω. Ιστορικό λάθος αυτό που διαπράττει ο Πούτιν σήμερα. Ιστορικά ποτέ η Ρωσία δεν είχε την πλάτη γυρισμένη στην Ευρώπη για να προσανατολιστεί προς την Ανατολή, προς την Κίνα. Αν γεωπολιτικά επωφελούνται τρίτοι και οικονομικά ζημιώνεται η Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτές οι εξελίξεις δεν είναι θετικές για την Ευρώπη και άρα και για τη χώρα μας.
Οφείλει λοιπόν η Ευρωπαϊκή Ένωση να μάθει και να διδαχτεί από τα λάθη του παρελθόντος και όχι να τα επαναλάβει, να αποκτήσει πραγματική στρατηγική αυτονομία, να προασπίζει ενεργά το διεθνές δίκαιο με συνέπεια και όχι με δύο μέτρα και δύο σταθμά, όπως φάνηκε πρόσφατα με τις πρόσφατες τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο.
Να επιχειρήσει σήμερα να κάνει αυτό που δεν μπορούν να κάνουν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και το ΝΑΤΟ. Δηλαδή, να επιχειρήσει να μεσολαβήσει στις συνομιλίες Ρωσίας-Ουκρανίας με στόχο να σιγήσουν τα κανόνια του πολέμου και να υπάρξει διπλωματική διέξοδος, διπλωματική λύση.
Να έχει αρκετή απόσταση, όσο χρειάζεται, από το ΝΑΤΟ και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ώστε να μπορεί να αξιοποιήσει θετικά το καθεστώς υποψήφιας χώρας της Ουκρανίας υπέρ της ειρήνης και της διπλωματίας.
Να μπορεί να χρησιμοποιήσει τις ισχυρές κυρώσεις που θα επιβάλει ως εργαλείο ισχυρής ασφυκτικής πίεσης για την ειρήνη και όχι ως εργαλείο για έναν παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο, που θα αποβεί εις βάρος όλων.
Και, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα, να μπορέσει να σταθεί απέναντι στη δημιουργία ενός σκληρά διπολικού κόσμου, που –προσέξτε- δεν θα περιλαμβάνει μόνο τη Ρωσία από τη μια μεριά, αλλά και την παγκόσμια οικονομική υπερδύναμη, την Κίνα. Να σταθεί επίσης η Ευρωπαϊκή Ένωση υπέρ ενός πανευρωπαϊκού συστήματος ελέγχου των εξοπλισμών.
Τέλος, σε αυτό το πλαίσιο η άποψή μας είναι ότι οι παγκόσμιες εξελίξεις, η αποσταθεροποίηση, οι ανακατατάξεις που φέρνει η ουκρανική κρίση αποτελούν έναν επιπλέον λόγο για να επιδιώκουμε ενεργά έναν ουσιαστικό διάλογο με την Τουρκία με σκοπό τη μείωση της έντασης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Είπα και την άλλη φορά «χωρίς αυταπάτες», αλλά η πόρτα του διαλόγου πρέπει να παραμείνει ανοιχτή. Και ένας διάλογος μπορεί να πάρει ώθηση μονάχα στο πιο ψηλό επίπεδο, όπως ξέρετε πολύ καλά ότι μόνο έτσι μπορεί να συμβεί, και με την αξιοποίηση των όποιων πιέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Τουρκία.
Είναι λάθος να συνεχίζετε να επιμένετε στο ψευδοαφήγημα της δήθεν απομονωμένης Τουρκίας, για να δικαιολογήσετε την επιλογή σας στη στρατηγική της αναβλητικής διπλωματίας. Είναι λάθος να προεξοφλείτε εσείς, και όλα τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης, βλέπω, ότι η Τουρκία θα εκμεταλλευτεί τις εξελίξεις για να δημιουργήσει κρίση με την Ελλάδα. Αντί, δηλαδή, να επιδιώκουμε ως χώρα να θέσουμε εμείς ατζέντα στη γείτονα, να λειτουργήσουμε ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία συγκρούσεων και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Και είναι τεράστιο λάθος και ανευθυνότητα να επιχειρείτε να μετατρέψετε την κρίση σε ευκαιρία για μικροκομματικές επιδιώξεις, να θέλετε μέσω της ουκρανικής κρίσης να επιβεβαιώσετε τις επιλογές σας για υπέρογκες εξοπλιστικές δαπάνες και να ζητάτε εκ νέου λευκή επιταγή.
Θα επαναλάβω αυτό που είπα και άλλη φορά: Στηρίζουμε την επαρκή άμυνα της χώρας και σε αυτή τη βάση θα κρίνουμε ad hoc κάθε εξοπλιστικό πρόγραμμα. Αλλά ειδικά τώρα, ενόψει της επιδείνωσης των παγκόσμιων οικονομικών εξελίξεων, δεν πρόκειται να δεχθούμε να υπάρχει ένα κλίμα αναγκαιότητας μάλιστα υπέρ εξοπλισμών χωρίς διαφάνεια, χωρίς προγραμματισμό, πέρα από αυτό που εμείς ονομάζουμε λογική της επαρκούς άμυνας που έχει ανάγκη η χώρα.
Και για να τελειώνει αυτή η πολιτική κερδοσκοπία θα σας πω καθαρά, κύριε Μητσοτάκη, ότι για εμάς αυτοσκοπός είναι η ανεξαρτησία και η εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας μας. Για εμάς αυτοσκοπός είναι η ειρήνη και η προκοπή του λαού μας. Αυτό είναι για εμάς αυτοσκοπός.
Οι εξοπλισμοί είναι ένα μόνο μέσο για να πετύχουμε το στόχο μας. Υπάρχουν όμως και άλλα μέσα που, σήμερα καταλαβαίνετε από αυτή την κρίση ότι, είναι εξίσου και περισσότερο σημαντικά, όπως η διπλωματία, η ισχυρή οικονομία, η εξωτερική πολιτική, η ενεργειακή επάρκεια, η ενεργειακή ασφάλεια. Μην τα υποτιμάτε λοιπόν αυτά.
Και μια και μίλησα για ενεργειακή ασφάλεια και επάρκεια –και κλείνω με αυτό, κύριε Πρόεδρε-, μην προσπαθείτε να κρύψετε τις ευθύνες σας για τις λάθος επιλογές σας που έφεραν τρομακτικές αυξήσεις στην ενέργεια και έχουν οδηγήσει τη χώρα σε μια κοινωνική κρίση, πολύ πριν ξεσπάσει η κρίση του πολέμου στην Ουκρανία. Η Ελλάδα είναι ήδη πρωταθλήτρια στις υψηλές τιμές ενέργειας σε όλη την Ευρώπη εξαιτίας άστοχων κυβερνητικών επιλογών, εξαιτίας της ολιγωρίας στη λήψη μέτρων και εξαιτίας εσφαλμένων δημοσιονομικών προτεραιοτήτων.
Δεν χωρεί καμία αμφιβολία για την ακριβότερη τιμή προμήθειας φυσικού αερίου στην περιοχή μας σε σχέση με άλλες χώρες γειτονικές, για το κλείδωμα του μείγματος ηλεκτροπαραγωγής στο φυσικό αέριο, για τη βίαιη απολιγνιτοποίηση που εσείς αποφασίσατε, για τις υψηλότατες τιμές χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας, τις υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για την ιδιωτικοποίηση που αποφασίσατε της ΔΕΗ και των ηλεκτρικών δικτύων μεσούσης μιας ενεργειακής κρίσης. Αυτά ήταν πολιτικές επιλογές.
Και η ενεργειακή ασφάλεια είναι ασύμβατη με την ενεργειακή φτώχεια που βιώνει σήμερα ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού. Και η ενεργειακή μετάβαση δεν είναι δυνατή χωρίς τη συμμετοχή της κοινωνίας στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, χωρίς ρυθμιστική εγρήγορση και χωρίς αυστηρό έλεγχο, πρόληψη και καταπολέμηση των στρεβλώσεων και των αθέμιτων πρακτικών στην αγορά.
Ιδίως, λοιπόν, μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία απαιτείται πλήρης ανασχεδιασμός της ενεργειακής στρατηγικής της χώρας, με στόχο την αποκατάσταση της ενεργειακής ασφάλειας και επάρκειας και τη ριζική μείωση των τιμών ρεύματος για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Διαφορετικά, αν συμβεί αυτό το οποίο προαναγγείλατε, ότι δηλαδή θα συνεχίσετε την ίδια πολιτική -διότι αυτό μας είπατε, προαναγγέλλοντας ότι θα συνεχιστεί η ακρίβεια- αν συνεχίσετε να επιδοτείτε τις ανατιμήσεις -γιατί αυτό κάνετε με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων- μην προσπαθείτε να κρυφτείτε πίσω από την κρίση του πολέμου.
Ο συνδυασμός ακρίβειας, πανδημίας και κλιματικής κρίσης θα μας οδηγήσει σε μια πρωτοφανή κοινωνική κρίση. Μας περιμένουν πολύ δύσκολες μέρες. Κρούουμε τον κώδωνα του κινδύνου. Η κατάσταση αυτή απαιτεί γενναίες αποφάσεις, που αν δεν θέλει και δεν μπορεί να τις πάρει η σημερινή κυβέρνηση, οφείλει να δώσει την ευκαιρία ο ελληνικός λαός σε μια άλλη προοδευτική κυβέρνηση να τις λάβει προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Δευτερολογία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξη Τσίπρα, στη Βουλή, για την κρίση στην Ουκρανία και τις επιπτώσεις για την Ελλάδα
Δεν διέφυγε της προσοχής μου, όπως φαντάζομαι και σε όλους εσάς και σε όσους μας παρακολουθούν, ότι στη δευτερομιλία του ο πρωθυπουργός ήταν ορισμένα κλικ πιο χαμηλός, όπως αρμόζει στις περιστάσεις, σε σχέση με την πρωτομιλία του και σε ό,τι αφορά τις αιχμές προς την αξιωματική αντιπολίτευση και τα κόμματα του Κοινοβουλίου. Διαφορές έχουμε και θα αναφερθώ σε αυτές. Διότι όταν είναι κρίσιμες οι στιγμές είναι αναγκαίο να έχουμε ένα υψηλό επίπεδο πολιτικού διαλόγου και να καταθέτουμε τις ενστάσεις μας. Αλλά νομίζω ότι είναι σημαντικό να κατανοούμε την κρισιμότητα των στιγμών.
Κύριε Μητσοτάκη, δεν θα συμφωνήσω μαζί σας σε ό,τι αφορά την αναφορά σας περί μιας Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία τα τελευταία χρόνια έχει δείξει εξαιρετικά αντανακλαστικά. Αν αναφέρεστε στο γεγονός ότι κατόπιν εορτής έδειξε αντανακλαστικά τις τελευταίες ώρες, κι ίσως είναι η πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της που αναδεικνύεται τόσο ενωμένη όσο ποτέ, θα συμφωνήσω μαζί σας.
Όμως εσείς μιλήσατε για τα τελευταία χρόνια. Και εκτός από την κρίση της πανδημίας και εκτός από την ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, που ήταν μια θετική στιγμή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα τελευταία χρόνια υπήρχαν κι άλλες στιγμές, κακές στιγμές, κάκιστες στιγμές και σε ό,τι αφορά την οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008-2009, τη στάση της απέναντι στην Ελλάδα, αλλά και πολύ πρόσφατα, στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Είχε εξαιρετικά αντανακλαστικά η Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν ζητάγαμε κυρώσεις στην Τουρκία για την Κύπρο όταν το “Oruc Reis” παραβίαζε τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, όταν το “Barbarossa” ήταν εκεί –παλαιότερα, επί των ημερών μας- ή όταν άνοιξαν τα Βαρώσια και πάλι υπήρξε η κοινή στάση Ελλάδας και Κύπρου, Κυπριακής Δημοκρατίας, για να ζητήσουμε τη σθεναρή, διπλωματική θέση και στάση υπεράσπισης του διεθνούς δικαίου; Δεν θα συμφωνήσω μαζί σας. Δεν έδειξε καθόλου εξαιρετικά αντανακλαστικά η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Έρχομαι στο θέμα που εξέφρασα από την πρώτη στιγμή τη διαφωνία μου και έχει να κάνει –προσέξτε!- όχι με την αποστολή πολεμικού υλικού στο πλαίσιο μιας απόφασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που λέτε ότι προχωρά η Ευρωπαϊκή Ένωση σε αυτή την κατεύθυνση. Προφανώς, κατανοώ πλήρως τις συμβατικές υποχρεώσεις που έχει η χώρα και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ. Όμως, δεν κάνατε αυτό. Συνταχθήκατε με ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες προέτρεξαν σε διμερές πλαίσιο, αλλά όχι στο πλαίσιο των συλλογικών αποφάσεων, να προχωρήσουν στην αποστολή στρατιωτικού υλικού.
Δεν υπαινίχθηκα στην ομιλία μου ότι έχετε διάσταση απόψεων με τον κ. Δένδια. Μην έρχεστε μόνος σας να αναδείξετε θέματα. Γνωρίζω πάρα πολύ καλά ότι, όταν ένας υπουργός Εξωτερικών διαφωνεί με τον πρωθυπουργό της χώρας, δεν έχει θέση στην κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός οφείλει να τον αποπέμψει. Δεν υπαινίχθηκα ότι διαφωνείτε. Ο κ. Μητσοτάκης υπαινίχθηκε. Εγώ δεν υπαινίχθηκα τίποτα. Και απάντησε όχι σε μένα, ίσως. Δεν ξέρω σε ποιον απάντησε, ας μας πει ο ίδιος. Όμως εγώ αυτό το οποίο δεν υπαινίχθηκα, αλλά είπα σαφώς, είναι ότι υπήρχαν και άλλοι τρόποι.
Μας είπατε, «πείτε μας τα επιχειρήματα». Αν σηκώνατε το τηλέφωνο να επικοινωνήσετε με τους Αρχηγούς των κομμάτων, ενδεχομένως, να σας έλεγα την άποψή μου, όχι τώρα, κατόπιν εορτής, όπως και οι άλλοι πολιτικοί αρχηγοί. Θα σας έλεγα ότι θα ήταν προτιμότερο να στείλουμε ανθρωπιστική βοήθεια, θα ήταν προτιμότερο να στείλουμε, όπως έκανε η Ισπανία, όπως έκανε η Ιταλία, μη θανατηφόρο εξοπλισμό.
Δεν πιστεύω κανένας εδώ στην Αίθουσα να θεωρεί πως είναι εξαιρετικά κρίσιμες για την έκβαση του πολέμου οι κάποιες κούτες κατασχεμένων καλάζνικοφ που στείλαμε. Έχει μια διπλωματική αξία, μια συμβολική αξία αυτή η πράξη. Και άρα, λοιπόν, στο συμβολικό επίπεδο θα ακολουθούσε πιστά τη θέση και τον ρόλο της χώρας διαχρονικά, να σταθεί δίπλα με κάθε τρόπο στον ουκρανικό λαό, να σταθεί δίπλα διπλωματικά στις κυρώσεις, να στείλει ανθρωπιστική βοήθεια και να στείλει και μη θανατηφόρο εξοπλισμό, όπως έπραξαν άλλες χώρες, επαναλαμβάνω η Ιταλία και η Ισπανία. Και θεωρούμε ότι το οποιοδήποτε σήμα ότι η Ελλάδα μπορεί να είναι μέρος της εμπλοκής και όχι μέρος της λύσης είναι λάθος και μας αποδυναμώνει.
Αναφερθήκατε για άλλη μια φορά στο θέμα των εξοπλιστικών δαπανών της χώρας. Δεν θα κουραστώ να αναφέρω από αυτό εδώ το Βήμα ότι υποστηρίζουμε την επαρκή άμυνα της χώρας. Ήμασταν αυτοί που σε δύσκολες στιγμές, όταν είχαμε την αυστηρή δημοσιονομική επιτήρηση, βρήκαμε τον τρόπο να αναβαθμίσουμε τα F-16 και ψηφίσαμε, εδώ ψηφίσαμε και την αγορά των δεκαοκτώ Rafale και την αγορά των Belharra.
Διαφωνήσαμε και καταθέσαμε την έντονη διαφωνία μας με εξοπλισμούς οι οποίοι ανεβάζουν πάρα πολύ ψηλά το κόστος, χωρίς να στοχεύουν, κατά την άποψή μας, σε κάποια περαιτέρω και ουσιαστική ενίσχυση της αποτρεπτικής δυνατότητας και σε εξοπλισμούς που, κατά την άποψή μας, είναι υπερκοστολογημένοι.
Θέλω, όμως, μιας και το αναφέρατε ξανά, να σημειώσω το εξής. Επί σειρά ετών η χώρα μας δαπανούσε πάνω από το όριο που προβλέπει ο κανονισμός του ΝΑΤΟ πάνω από 2%. Στα χρόνια της κρίσης μόνο πέσαμε κάτω από το 2% του ΑΕΠ και όταν παραλάβατε εσείς είχαμε 1,8%. Και βεβαίως εσείς, στα δυόμισι χρόνια τώρα στα οποία είσαστε στη διακυβέρνηση, επιλέξατε όχι να πάτε σε μια λελογισμένη αύξηση, αλλά πήγατε από το 1,8% στο 3% το 2021 και σχεδόν στο 3,5% το 2022, από τα 3,4 δισεκατομμύρια ευρώ, στα 5,5 δισεκατομμύρια ευρώ το 2021 και στα 6,4 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022.
Λέτε: “Μα, δεν βλέπετε; Η Γερμανία δίδει 100 δισεκατομμύρια ευρώ για εξοπλισμούς”. Τι ποσοστό του ΑΕΠ της Γερμανίας είναι τα 100 δισεκατομμύρια ευρώ; Είναι το 2,8% του ΑΕΠ και λέει ότι τα επόμενα χρόνια θα τηρεί τις συμβατικές της υποχρεώσεις στο ΝΑΤΟ που είναι το 2%. Αλλά δεν είναι αυτή η ουσιώδης διαφορά μας με τη Γερμανία σε σχέση με τους εξοπλισμούς.
Η ουσιώδης διαφορά μας είναι ότι την ίδια στιγμή που παίρνει αυτήν την απόφαση η Γερμανία είναι μια χώρα πλεονασματική διαρκώς με κοντά στο 4% πλεόνασμα, ενώ εμείς είμαστε μια χώρα η οποία βγαίνει από μια βαθιά κρίση και χρεοκοπία και σήμερα εξαιτίας της πανδημίας έχει ξανά έλλειμμα 7%. Είναι το γεγονός ότι η Γερμανία προφανώς και δεν έχει πρόβλημα δημόσιου χρέους, ενώ εμείς έχουμε 200% χρέος. Και κυρίως, η μεγαλύτερη διαφορά μας, είναι το γεγονός ότι και το τελευταίο ευρώ που θα δώσει η Γερμανία για εξοπλισμούς -αναγκαίους ή μη ας τους κρίνει ο γερμανικός λαός- θα πάει στην εγχώρια πολεμική βιομηχανία της Γερμανίας, θα πάει στη γερμανική οικονομία, ενώ και το τελευταίο ευρώ που θα δαπανήσουμε εμείς θα πάει για να ενισχύσει ξένες αμυντικές βιομηχανίες και θέσεις εργασίας εκτός της χώρας.
Επιτρέψτε μου σε αυτό το σημείο να χαιρετίσω το γεγονός ότι δηλώσατε ανοιχτός στον διάλογο με την Τουρκία. Δεν ξέρω αν αυτό ικανοποιεί κάποια από τις πτέρυγες του κόμματός σας, αλλά πιστεύω ότι είναι μια ορθή στρατηγική για τη χώρα. Θέλω να υπενθυμίσω ότι σε πολύ πιο δύσκολες στιγμές για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις υπήρξε ανοιχτή η πόρτα του διαλόγου και όταν ακόμα και μετά την Κύπρο και την κρίση με το “Χόρα” ο Κωνσταντίνος Καραμανλής βρέθηκε στη Βέρνη σε διάλογο και όταν μετά το “Σισμίκ” ο Ανδρέας Παπανδρέου βρέθηκε στο Νταβός για διάλογο.
Θεωρώ, λοιπόν, ότι αυτή η θέση και στάση είναι ορθή, αρκεί να φανεί ότι θα έχει και κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα χωρίς αυταπάτες, με ξεκάθαρες τις κόκκινες γραμμές μας για τα θέματα της αναθεώρησης των συνθηκών, όπως της Λοζάνης, της αποστρατικοποίηση των νησιών μας, απαράδεκτες διεκδικήσεις. Αλλά η πόρτα του διαλόγου πρέπει να είναι εκεί και πιστεύω ότι τούτη την ώρα το δίδαγμά μας από αυτήν τη διεθνή κρίση είναι ότι δεν πρέπει να τη μεταφέρουμε στη γειτονιά μας.
Επιτρέψτε μου σε αυτό το σημείο να πω δυο λόγια για τα ενεργειακά ζητήματα. Κοιτάξτε, κύριε Μητσοτάκη, είπα και στην πρωτομιλία μου, δεν μπορείτε να κρύψετε τις ευθύνες, ούτε τη δραματική κατάσταση που υπάρχει σήμερα στην ελληνική οικονομία, στα ελληνικά νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις πίσω από την πολεμική κρίση στην Ουκρανία. Βεβαίως ο κίνδυνος που υπάρχει σήμερα είναι αυτή η κρίση να φέρει ακόμα μεγαλύτερες ανατιμήσεις και είναι ένα ερώτημα γιατί η χώρα μας παραμένει πρωταθλήτρια στις τιμές ενέργειας μεταξύ χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης πριν την κρίση. Γιατί προχωρήσατε στην ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ και των ηλεκτρικών δικτύων εν μέσω κρίσης;
Γιατί πληρώνουμε εδώ και μήνες 30% ακριβότερα από τη γειτονική Βουλγαρία το φυσικό αέριο που έρχεται από τη Ρωσία; Γιατί χωρίς σχέδιο και χωρίς λογική σπεύσατε να ανακοινώσετε τη βίαιη απολιγνιτοποίηση; Αυτά είναι ερωτήματα τα οποία πρέπει να απαντηθούν ιδίως τώρα.
Γιατί αρνείστε διαρκώς προτάσεις που έχουμε καταθέσει για μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα, στα κατώτατα όρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης για όσο διαρκεί η κρίση; Γιατί απορρίψατε δύο φορές τη σχετική τροπολογία του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ αντίστοιχα μέτρα έχουν πάρει δεκαπέντε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Είπατε όχι δηλαδή σε κάτι που -για να καταλάβει ο κόσμος τι σημαίνει- θα έφερνε ελαφρύνσεις σε ετήσια βάση 300 ευρώ στον τόνο του πετρελαίου θέρμανσης, 100 ευρώ το μήνα για κάθε Ι.Χ. που βάζει βενζίνη, 6 ευρώ για κάθε γέμισμα ντίζελ, 2.000 ευρώ σε ετήσια βάση για τον αγρότη.
Γιατί είπατε όχι και τι θα κάνετε τώρα σε σχέση με το αίτημα που καταθέτουμε για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ, παραπέμποντας τις αποφάσεις στον Μάιο; Η κρίση είναι εδώ. Και θα βαθύνει η κρίση. Γιατί είπατε όχι σε μείωση του ΦΠΑ στα βασικά είδη διατροφής; Γιατί είπατε όχι και λέτε όχι στην παρέμβαση στην τιμολογιακή πολιτική της ΔΕΗ, προκειμένου να συμπαρασύρει και τους ιδιώτες παρόχους προς τα κάτω; Η ΔΕΗ σήμερα σέρνει τον χορό της αισχροκέρδειας στο καρτέλ της ενέργειας.
Ο πληθωρισμός πριν τον πόλεμο, τον Γενάρη, έφθασε στη χώρα το 6,2%. Και επειδή μας λέτε ότι είμαστε στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και είμαστε αναγκασμένοι, σας είπα ότι δεκαπέντε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν μειώσει τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στα καύσιμα.
Η Γαλλία του Μακρόν -δεν νομίζω κανείς να θεωρεί ότι είναι σοσιαλιστής- με κατώτατο μισθό στη Γαλλία 1.603 ευρώ, ζήτησε αναστολή της λειτουργίας του Χρηματιστηρίου Ενέργειας με επιστολή προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Και όρισε ανώτατο πλαφόν, ανώτατο όριο για την αύξηση της ηλεκτρικής ενέργειας στα τιμολόγια στο 4%.
Η Γερμανία επιτρέπει μόνο το 20% του συνολικού όγκου ενέργειας να διαπραγματεύεται στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, ενώ το υπόλοιπο πωλείται εκτός χρηματιστηρίου με διμερή συμβόλαια ή στην προθεσμιακή αγορά.
Εδώ τι κάνουμε εμείς, κύριε Μητσοτάκη; Θα συζητήσουμε ιδίως τώρα που και εσείς είπατε ότι η κρίση θα οξυνθεί μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία; Θα συζητήσουμε για παρέμβαση στο Χρηματιστήριο Ενέργειας με μερική αναστολή συναλλαγών ή απλά θα βλέπουμε νοικοκυριά και επιχειρήσεις να διαλύονται; Θα μιλήσουμε επιτέλους για πλαφόν στις τιμές ενέργειας όσο διαρκεί η κρίση; Θα υπάρξει επιτέλους σκληρός έλεγχος της αγοράς εκεί όπου γνωρίζετε ότι έχουν διαμορφωθεί καρτέλ; Δεν τα λέω εγώ. Δείτε τις επιστολές της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας. Θα είναι έστω η κρίση στην Ουκρανία μια αφορμή για να προχωρήσουμε σε παρεμβάσεις, να στηρίξουμε νοικοκυριά κι επιχειρήσεις; Ή θα είναι μια δικαιολογία; Θα είναι η αφορμή να προχωρήσουμε ή θα είναι η δικαιολογία για να μην προχωρήσουμε;
Ως προς την ενεργειακή ασφάλεια, βεβαίως και υπάρχει αυτή τη στιγμή η δυνατότητα διαφοροποίησης των πηγών. Είπατε για το FSRU. Εγώ το συνυπέγραψα με τον πρωθυπουργό Μπορίσοφ στην Αλεξανδρούπολη το 2016. Δεν είναι εκεί ακόμα όμως. Και βεβαίως θα γνωρίζετε πολύ καλά ότι είχαμε φτάσει και προχωρήσατε κι εσείς στην αρχή την προοπτική του EastMed στη λογική της διαφοροποίησης πηγών ενέργειας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής όμως, στις οποίες έχουμε δώσει γη και ύδωρ, χωρίς όμως να βλέπω ανταλλάγματα γι’ αυτό όλο το τελευταίο διάστημα, με τελευταίο γεγονός την επ’ αόριστον προοπτική των βάσεων εδώ, βγήκε και όχι μόνο ακύρωσε αλλά είπε ότι η ακύρωση του αγωγού δεν γίνεται μόνο για λόγους οικονομικής βιωσιμότητας, αλλά και γιατί δημιουργεί ένταση στην περιοχή.
Πώς, λοιπόν, θα προχωρήσουμε στη διαφοροποίηση πηγών ενέργειας; Πώς θα προχωρήσουμε σε μια στρατηγική που θα ωφελήσει την ενεργειακή επάρκεια και την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας; Ελπίζω, βεβαίως, να έχει ληφθεί μέριμνα, όπως έχει γίνει και στο παρελθόν, για πρόσθετες ποσότητες σε εναλλακτικούς προμηθευτές LNGκαι για αποθέματα ασφαλείας.
Τέλος, θέλω ως προς το θέμα των λιγνιτικών μονάδων να πω τα εξής. Εδώ, κύριε Μητσοτάκη, δεν αισθάνεστε την ανάγκη να πείτε mea culpa; Εγώ θα την αισθανόμουν στη θέση σας. Να πείτε ότι δεν είχα προβλέψει αυτή την κρίση, για την βίαιη απολιγνιτοποίηση, γι’ αυτό, για το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων, χωρίς να υπάρχει ένα σχέδιο για το πώς η χώρα θα παραμείνει αυτάρκης, επαρκής και ασφαλής ενεργειακά.
Χθες η Γερμανία, η οποία δεν έκλεισε βίαια τις μονάδες, ανακοίνωσε ότι θα το επανεξετάσει για την αποτροπή κρίσης ενεργειακού εφοδιασμού και περαιτέρω εκτόξευσης των τιμών. Εσείς τι θα κάνετε εδώ; Η απολιγνιτοποίηση είναι επιβεβλημένη και πρέπει να γίνει, αλλά ο ρυθμός απεξάρτησης από τον λιγνίτη πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν την ασφάλεια εφοδιασμού και την επάρκεια σε προσφορά ηλεκτρικού ρεύματος. Και σήμερα αποδεικνύεται ότι η βεβιασμένη απολιγνιτοποίηση που ανακοινώσατε δεν έχει λάβει υπ’ όψιν ούτε ζητήματα ασφάλειας ούτε ζητήματα ενεργειακού κόστους.
Το βασικό, λοιπόν, θέμα το οποίο θέλω να σχολιάσω -και επανέρχομαι σε αυτό και κλείνω για τα ενεργειακά- είναι το εξής. Αυτή η αισχροκέρδεια, την οποία παρακολουθείτε, αλλά δεν επεμβαίνετε, των παρόχων και κυρίως «δημόσιων» επιχειρήσεων -γιατί ιδιωτικοποιήσατε τη ΔΕΗ- θα συνεχιστεί και εσείς θα την παρακολουθείτε; Η ιδιωτικοποιημένη ΔΕΗ ανακοίνωσε μέσα στην κρίση κέρδη 900 εκατομμύρια, η ΔΕΠΑ επίσης κέρδη, προ φόρων, τα ΕΛΠΕ 400 εκατομμύρια, εκ των οποίων τα 300 ήταν από την ELPEDISON, το ίδιο και οι ιδιωτικές εταιρείες ενέργειας. Αυτό θα συνεχιστεί; Θα επιδοτείτε την κερδοφορία τους ή θα επιδοτήσουμε τους καταναλωτές; Αυτό είναι το ερώτημα.
Όλο το τελευταίο διάστημα, τις μέρες μετά την εισβολή ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανία -ευτυχώς, όχι τόσο στη δευτερολογία σας, στην πρωτολογία σας, όμως- αφήσατε υπονοούμενα και υπήρχαν πολλά στελέχη σας που το έκαναν στα μέσα ενημέρωσης. Προσπαθούσατε να υπαινιχθείτε ότι δήθεν η αξιωματική αντιπολίτευση κρατάει ίσες αποστάσεις, ότι δήθεν είμαστε με τον θύτη και όχι με το θύμα, ότι δήθεν είμαστε φιλορώσοι. Την προηγούμενη φορά από αυτό το Βήμα με καλέσατε να συνεργαστώ με τον κ. Βελόπουλο. Φοβάμαι ότι ο εφιάλτης σας είναι ότι για εσάς η μοναδική ελπίδα σας να ξαναγίνετε πρωθυπουργός είναι να συνεργαστείτε με τον κ. Βελόπουλο, αλλά το αφήνω αυτό.
Θέλω να δώσω μια απάντηση σε αυτό: Δεν είμαστε ούτε φιλορώσοι ούτε αντιρώσοι, δεν είμαστε ούτε φιλοαμερικάνοι ούτε αντιαμερικάνοι. Είμαστε Έλληνες, είμαστε Ευρωπαίοι, είμαστε με το διεθνές δίκαιο, είμαστε με την ειρήνη και θα είμαστε δίπλα στον ουκρανικό λαό.
Και θέλω να θυμίσω σε όποιους προσπαθείτε να δημιουργήσετε αυτή την ατμόσφαιρα, ότι το 2018, όταν και πάλι κρατούσαμε μια στάση αρχών, όπως κάναμε και σήμερα, τότε που προωθούσαμε τα εθνικά συμφέροντα με τη Συνθήκη των Πρεσπών, η οποία άνοιξε τον δρόμο στη γειτονική χώρα να προχωρήσει -εφόσον ο λαός της το επιθυμεί- στην ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ και άνοιξε και τον δρόμο ώστε να είναι σήμερα τα ελληνικά μαχητικά αεροσκάφη αυτά που περιπολούν τον εναέριο χώρο της γειτονικής χώρας και όχι τα τουρκικά, τότε, λοιπόν, όταν οι ελληνικές υπηρεσίες μάς έφεραν στοιχεία, δεν διστάσαμε και δεν δίστασα ως πρωθυπουργός να προχωρήσω στην απέλαση Ρώσων διπλωματών και πολιτών που υποκινούσαν με διάφορα μέσα κινητοποιήσεις και αντιδράσεις, παρεμβαίνοντας στα εσωτερικά μιας τρίτης χώρας.
Τι κάνατε τότε εσείς; Βάζατε αστερίσκους, ασκούσατε κριτική και ζητάγατε να μην ταυτίζουμε τη δράση ξένων δυνάμεων με το θέμα της συμφωνίας. Εμείς τότε δεν σας είπαμε φιλορώσους. Σας είπαμε ανεύθυνους, αλλά φιλορώσους δεν σας είπαμε.
Να ξεκαθαρίσει και ένα άλλο ζήτημα -και κατεβαίνω από το Βήμα- που το ανοίξατε σε προηγούμενες ομιλίες. Το ανοίξατε και στην πρωτομιλία σας το μεγάλο ρητορικό ερώτημα: Πού ανήκει η χώρα;
“Είμαστε στη Δύση” αναφωνήσατε την προηγούμενη φορά, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω ήταν αυτός που έβγαλε τη χώρα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. “Είμαστε στη Δύση”, είπατε.
Σήμερα είπατε κάτι άλλο. Παλιά είπατε “είμαστε προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης”. Προχθές είπατε “είμαστε στη Δύση”. Σήμερα είπατε “είμαστε και εμείς Δύση”. Λοιπόν, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι ότι είμαστε και Δύση και Ανατολή, είμαστε και Βορράς και Νότος από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Είμαστε και Δύση και Ανατολή και Βορράς και Νότος. Είμαστε η κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού. Είμαστε η κοιτίδα του πολιτισμού. Δεν είμαστε “και εμείς Δύση”. Είμαστε η κοιτίδα του δυτικού πολιτισμού και δική μας ευθύνη είναι να αναγεννήσουμε αυτό που σήμερα ονομάζεται δυτικός κόσμος με βάση τις αρχές μας, τις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της αληθινής δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Ξέρετε, κύριε Μητσοτάκη, την απόφαση για το πού ανήκουμε την έχει λάβει εδώ και δεκαετίες ο ελληνικός λαός. Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες και αυτό είναι και οριστικό και αμετάβλητο, όσο κι αν εσείς επαναφέρετε διαρκώς το ερώτημα.