Συνέντευξη της Έφης Αχτσιόγλου, βουλευτή Επικρατείας και τομεάρχη Οικονομικών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, στην “ΑΥΓΗ της Κυριακής”
“Το αίτημα για πολιτική αλλαγή είναι κοινωνική ανάγκη”
– Η αξιωματική αντιπολίτευση ασκεί συνεχώς κριτική στην κυβέρνηση για την άνοδο της ακρίβειας και την ταυτόχρονη μείωση των εισοδημάτων των πολιτών. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. ήταν κυβέρνηση, ποια συγκεκριμένα μέτρα θα λάμβανε προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο;
Κατ’ αρχάς, να επισημάνουμε ότι η κατάσταση λόγω της ακρίβειας είναι οριακή για τη συντριπτική πλειονότητα των νοικοκυριών -ιδιαίτερα των χαμηλών, αλλά και των μεσαίων εισοδημάτων. Ο πληθωρισμός Ιανουαρίου έφτασε στο 6,2%, αρνητικό ρεκόρ εικοσιπενταετίας, κι αν δούμε βασικά αγαθά, είδη πρώτης ανάγκης και τρόφιμα, όπου τα νοικοκυριά αυτά ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος έως και το σύνολο του εισοδήματός τους, θα παρατηρήσουμε ότι η μείωση της αγοραστικής τους δύναμης είναι σημαντικά μεγαλύτερη από το -έτσι και αλλιώς πολύ υψηλό- ποσοστό του πληθωρισμού.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. έχει καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις: μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα στα κατώτατα όρια της Ε.Ε. και μείωση του ΦΠΑ σε τρόφιμα και βασικά είδη ευρείας κατανάλωσης για όσο διαρκεί το κύμα ακρίβειας, αύξηση τώρα του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ, παρέμβαση για την αποκλιμάκωση των τιμολογίων της ΔΕΗ, έλεγχος της αγοράς ενέργειας και προϊόντων για την πάταξη των καρτέλ και της αισχροκέρδειας.
Δυστυχώς, η κυβέρνηση αρνείται οποιαδήποτε από αυτές τις ενέργειες, αφήνοντας την κοινωνία έκθετη σε νέο κύμα φτωχοποίησης.
– Αντέχουν τα δημοσιονομικά της χώρας τέτοιες κινήσεις ή θα μπορούσε να βρεθεί η χώρα και πάλι προ Μνημονίων; Πόσο σας ανησυχούν η αύξηση του κόστους δανεισμού της Ελλάδας και το υψηλό χρέος;
Τα μέτρα που προτείνουμε είναι κοστολογημένα και εντός των δυνατοτήτων της χώρας. Επίσης, βρισκόμαστε σε περίοδο όπου οι δημοσιονομικοί περιορισμοί έχουν ανασταλεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο και η ίδια η Κομισιόν έχει κάνει συστάσεις για λήψη μέτρων προστασίας των πολιτών από την ακρίβεια.
Από ‘κει και πέρα όμως, δεν γίνεται η κυβέρνηση να έχει προχωρήσει σε απευθείας αναθέσεις ύψους 5 δισ., να προτεραιοποιεί την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης με κόστος 1,5 δισ. τον χρόνο για τις επόμενες δεκαετίες, να δαπανά 7 δισ. σε εξοπλιστικά προγράμματα, να υλοποιεί φοροαπαλλαγές στα κέρδη μεγάλων επιχειρήσεων και στη συγκέντρωση κεφαλαίου, να καταργεί τον φόρο στις γονικές παροχές ανώτατων περιουσιών ύψους 1,6 εκατ. για δύο γονείς, να σπαταλά δεκάδες εκατομμύρια στις λίστες Πέτσα κι όταν πιέζουμε να παρθούν μέτρα προστασίας της κοινωνίας απέναντι στην ακρίβεια, να υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν δημοσιονομικά περιθώρια. Αυτά είναι προφάσεις εν αμαρτίαις.
Σας ανέφερα μόλις μερικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν ότι δημοσιονομικός χώρος υπήρχε και υπάρχει, αλλά οι προτεραιότητες της κυβέρνησης είναι διαφορετικές. Το πρόβλημα λοιπόν είναι πολιτικό.
Αναφορικά με την πορεία του χρέους και το κόστος δανεισμού, ασφαλώς είναι παράμετροι που λαμβάνονται υπόψη. Ωστόσο, υπενθυμίζω ότι, χάρη στη ρύθμιση του χρέους που πέτυχε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2018, οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους είναι μειωμένες, έχουν παραταθεί οι λήξεις των δανειακών υποχρεώσεων για μία δεκαετία και τα επιτόκια των ομολόγων που αφορούν το απόθεμα του χρέους έχουν μετατραπεί από κυμαινόμενα σε σταθερά, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζονται από αναταράξεις.
Η αύξηση του κόστους δανεισμού δύναται ωστόσο να επηρεάσει αρνητικά την αναχρηματοδότηση του χρέους. Πρόβλημα θα υπάρξει όταν το κόστος αναχρηματοδότησης ξεπεράσει τον ονομαστικό ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ. Γι’ αυτό η συζήτηση αυτή θα πρέπει να γίνεται σε συνδυασμό με τη συζήτηση για τις προοπτικές της αναπτυξιακής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας.
– Πριν λίγες μέρες αποφάνθηκε το ΣτΕ για τις τριετίες, ενώ εσείς χαρακτηρίσατε την απόφαση αυτή ως νίκη των εργαζομένων. Μπορείτε να μας εξηγήσετε τι συνεπάγεται για τους εργαζόμενους κι αν όντως τη στήριξε η κυβέρνηση, όπως ισχυρίζεται ο Κ. Χατζηδάκης;
Τον Φεβρουάριο του 2019, επί ΣΥΡΙΖΑ, αυξήσαμε κατά 11% τον κατώτατο μισθό, στα 650 ευρώ, και καταργήσαμε τον υποκατώτατο μισθό με αύξηση 27% για τους νέους. Παράλληλα, εκδώσαμε εγκύκλιο η οποία διευκρίνισε ότι στον νέο αυξημένο κατώτατο μισθό θα υπολογίζονται και οι διαμορφωμένες έως το 2012 τριετίες. Άρα και η αύξηση για κάποιον που είχε διαμορφωμένες τριετίες μέχρι το 2012 ήταν 11%.
Ο ΣΕΒ προσέφυγε εναντίον αυτής της εγκυκλίου -τότε γενικός διευθυντής του ήταν ο Ά. Σκέρτσος, το δεξί χέρι σήμερα, του Κ. Μητσοτάκη- για να ακυρωθεί η αύξηση στους εργαζόμενους που είχαν διαμορφωμένες τριετίες μέχρι το 2012. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ για την απόφαση -το πλήρες κείμενο της οποίας δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί-, το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση ακύρωσης του ΣΕΒ. Επομένως, έπεσε στο κενό η προσπάθεια του ΣΕΒ να αντιστρέψει ένα νομικό εργαλείο που λειτουργούσε υπέρ των συμφερόντων των εργαζομένων.
Δεν γνωρίζω κατά πόσο η σημερινή ηγεσία του υπουργείου Εργασίας στήριξε την εγκύκλιο. Το κρίσιμο είναι τι έκανε για να τηρηθούν όσα προέβλεψε η εγκύκλιος και τι κάνει και σήμερα στην πράξη. Και επ’ αυτών δεν αισιοδοξούμε. Διότι είναι η κυβέρνηση της Ν.Δ. που θέσπισε μέτρα κατάργησης του οκταώρου και των συλλογικών συμβάσεων, επέβαλε απλήρωτες υπερωρίες και κατήργησε κάθε προστασία από τις απολύσεις.
– Έχετε εξαπολύσει δριμεία επίθεση στην κυβέρνηση για την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ. Αν ξαναγίνετε κυβέρνηση, θα προχωρήσετε σε κρατικοποίηση της εταιρείας;
Εν μέσω βαθιάς ενεργειακής κρίσης, η κυβέρνηση δόμησε το ενεργειακό σύστημα της χώρας γύρω από την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ. Επέλεξε να μην κάνει καμία παρέμβαση στην τιμολογιακή πολιτική της, η ΡΑΕ δεν επιτήρησε την αγορά και η κυβέρνηση επέτρεψε αυξήσεις πέρα και πάνω από αυτές στη διεθνή αγορά, δηλώνοντας μάλιστα εμμέσως στους πολίτες ότι ήταν και θα παραμείνουν απροστάτευτοι.
Η δική μας θέση είναι ότι η ΔΕΗ πρέπει να υπηρετεί τον δημόσιο χαρακτήρα της, να είναι ο ισχυρός, ασφαλής ενεργειακός πυλώνας της χώρας και ταυτόχρονα να εκπληρώνει τον κοινωνικό της ρόλο, με συγκρατημένο κόστος ρεύματος για τα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αυτό είναι μια θέση αρχής που τηρήθηκε κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Τα τιμολόγια όχι απλώς δεν αυξήθηκαν αλλά υπήρξε και μεσοσταθμική μείωση της τάξης του 10%. Στις σημερινές συνθήκες η κρατική παρέμβαση και ο δημόσιος έλεγχος στην τιμολογιακή πολιτική είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία.
Ξεχνάμε συχνά ότι η ΔΕΗ χρεώνει τους καταναλωτές με βάση ένα ρυθμιστικό πλαίσιο που καθορίζεται νομοθετικά. Αλλά και πέρα απ’ αυτό. Σήμερα επικρατούν ειδικές συνθήκες που επιβάλλουν ειδικές λύσεις. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, μεσούσης της κρίσης, ο Πρόεδρος Μακρόν ανέστειλε τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας και καθόρισε διοικητικά την τιμή του ρεύματος. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπλόκαρε την αισχροκέρδεια, μείωσε το περιθώριο κέρδους των παραγωγών και προστάτευσε τους καταναλωτές συγκρατώντας τα τιμολόγια. Το ζήτημα λοιπόν και εδώ είναι πολιτικού σχεδίου και προτεραιοτήτων.
– Ο πρωθυπουργός της χώρας υποστήριξε πρόσφατα ότι ακόμη και οι εργαζόμενοι γνωρίζουν ότι δεν μπορεί να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός στα 800 ευρώ. Πώς το σχολιάζετε; Θα άντεχαν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις της χώρας μια τέτοια αύξηση;
Το βασικό ερώτημα, που σχεδόν ποτέ δεν τίθεται στον δημόσιο διάλογο, είναι αν μπορούν να αντέξουν οι εργαζόμενοι της χώρας χωρίς αυτή την αύξηση. Αν μπορούν να αντέξουν με τέτοια ακρίβεια, με ανατιμήσεις σε όλα τα βασικά αγαθά, με τεράστια απώλεια αγοραστικής δύναμης και με ένα πολύ υψηλότερο επίπεδο τιμών που θα έχει διαμορφωθεί ακόμα κι όταν ο πληθωρισμός κάποια στιγμή σταματήσει να αυξάνεται.
Σε ό,τι αφορά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι ίδιες γνωρίζουν καλύτερα ότι μια τέτοια αύξηση του κατώτατου μισθού θα δώσει ώθηση στην κατανάλωση και θα τονώσει την αγορά. Εξάλλου, έχουμε πια ένα συγκεκριμένο δεδομένο. Όταν στις αρχές του 2019 αυξήσαμε τον κατώτατο μισθό κατά 11%, αυτό όχι απλώς δεν πίεσε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά αντιθέτως η αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας ενισχύθηκε και η ανεργία συνέχισε να μειώνεται.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το πρόβλημα είναι ο Κ. Μητσοτάκης, που εξακολουθεί προκλητικά να εμπαίζει τους εργαζόμενους και να χλευάζει τις ανάγκες τους. Οι λέξεις χάνουν το νόημά τους μπροστά στον κυνισμό και στην αλαζονεία που επιδεικνύει.
– Εκτιμάτε πως έχει φτάσει η ώρα να σταματήσουν τα περιοριστικά μέτρα για την πανδημία, καθώς πολλοί υποστηρίζουν πως η οικονομία δεν αντέχει άλλο;
Το ζήτημα των περιοριστικών και υγειονομικών μέτρων είναι θέμα που υποδεικνύεται από τους αρμόδιους επιστήμονες.
Αυτό που εγώ διαπιστώνω είναι ότι η κυβέρνηση απέτυχε παταγωδώς στη διαχείριση της πανδημίας όχι λόγω στιγμιαίας ανεπάρκειας, αλλά λόγω ιδεοληπτικής εμμονής. Το ότι απέτυχε το αποδεικνύουν οι τραγικές καθημερινές απώλειες συνανθρώπων μας αλλά και το γεγονός ότι σε πολλούς εξ αυτών δεν δόθηκε καν η δυνατότητα να παλέψουν για τη ζωή τους εξαιτίας της κατάστασης στην οποία περιήλθε το δημόσιο σύστημα Υγείας τόσο στην Αττική όσο και κυρίως στην περιφέρεια, όπως απέδειξε η μελέτη Τσιόδρα-Λύτρα.
Η μη στήριξη του δημόσιου συστήματος Υγείας, η μη λήψη μέτρων σε μαζικούς εργασιακούς χώρους, μέσα μεταφοράς και σχολεία, η μη επίταξη ιδιωτικών κλινικών συνιστούν ψηφίδες μιας πολιτικής που αποστρέφεται καθετί δημόσιο και εξαιτίας αυτής της αποστροφής καταντά επικίνδυνη σε συνθήκες κρίσης. Αρκεί απλώς να θυμίσω τις αθλιότητες Μητσοτάκη περί ίδιου κινδύνου για διασωληνωμένους εντός ή εκτός ΜΕΘ για να αποφύγει να αναλάβει το κόστος της επικίνδυνης πολιτικής του.
Αλλά και σε ό,τι αφορά τις συνέπειες της πανδημίας στην πραγματική οικονομία, αυτές θα μπορούσαν να είχαν αμβλυνθεί αν η κυβέρνηση υιοθετούσε κρίσιμα μέτρα, όπως η ρύθμιση με κούρεμα των χρεών της πανδημίας ή η ένταξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στις χρηματοδοτήσεις του ταμείου ανάκαμψης. Ούτε αυτά όμως έγιναν, διότι δεν αποτελούν μέρος της στρατηγικής της Ν.Δ.
– Ζητάτε άμεσα εκλογές, αν και η Ν.Δ. διατηρεί δημοσκοπικό προβάδισμα. Υπάρχουν προϋποθέσεις για ανατροπή αυτής της κατάστασης; Πώς κρίνετε την αυξανόμενη επιρροή του ΚΙΝ.ΑΛΛ. στις δημοσκοπήσεις;
Έχουμε απέναντί μας μια κυβέρνηση η οποία ούτε θέλει ούτε μπορεί να εγγυηθεί την ασφάλεια για τη μεγάλη πλειονότητα των πολιτών. Αυτό είναι το ένα δεδομένο. Το δεύτερο δεδομένο είναι η λαϊκή οργή και αγανάκτηση που διογκώνεται διαρκώς απέναντι σε μια αποτυχημένη αλλά και αλαζονική κυβέρνηση. Συνεπώς, το αίτημα για πολιτική αλλαγή είναι κοινωνική ανάγκη. Γνωρίζετε πολύ καλά ότι οι εκλογές δεν είναι δημοσκόπηση. Εκείνη την ώρα οι πολίτες δεν απαντούν σε υποθετικά ερωτήματα, αλλά σε πραγματικά και κρίσιμα διλήμματα που αφορούν τους όρους διαβίωσής τους.
Το ΚΙΝ.ΑΛΛ., όπως όλοι μας, θα μετρήσει τις πραγματικές του δυνάμεις στις εκλογές. Το βέβαιο είναι ότι όση δημοσκοπική δυναμική και να απολαμβάνει, δεν θα μπορεί επ’ αόριστον να αποφεύγει να απαντήσει στο κρίσιμο ερώτημα: πρέπει η κυβέρνηση Μητσοτάκη να φύγει τώρα ή θεωρεί πως μπορεί η κοινωνία να συνεχίσει υπό αυτή τη διακυβέρνηση;
– Πλησιάζοντας στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., πώς σχολιάζετε τις προτεινόμενες καταστατικές αλλαγές; Η εκλογή προέδρου και Κ.Ε. από τα μέλη βαθαίνει τη δημοκρατία και τη συμμετοχή ή τις αποδυναμώνει;
Το ζήτημα είναι κατά τη γνώμη μου ευρύτερο και έχει να κάνει με το μοντέλο λειτουργίας του κόμματος και το κατά πόσο αυτό αντιστοιχεί στα σύγχρονα δεδομένα εργασίας, επικοινωνίας, συμμετοχής.
Ποια μορφή οργάνωσης αντιστοιχεί στη σημερινή κατάσταση πραγμάτων; Αυτό είναι το ερώτημα στο οποίο οφείλουμε να απαντήσουμε. Η εκλογή του προέδρου και της Κ.Ε. από τα μέλη του κόμματος μπορεί να απαντήσει σε μια γενικευμένη επιθυμία για περισσότερη δημοκρατία και περισσότερη συμμετοχή. Από μόνη της, όμως, δεν είναι αρκετή. Αφενός χρειάζονται δικλίδες ασφαλείας, όπως για παράδειγμα η ποσόστωση για τη συμμετοχή στελεχών της περιφέρειας στη νέα Κ.Ε., αφετέρου απαιτούνται και άλλες αλλαγές που θα βλέπουν, για παράδειγμα, την ανάγκη ενίσχυσης της παρέμβασής μας στους κοινωνικούς χώρους αλλά και την ανάγκη αναβάθμισης της πολιτικής μας λειτουργίας. Με άλλα λόγια, στην απάντηση του “γιατί να γίνω μέλος” να μπορεί κάποιος να δει τις δυνατότητες επίτευξης σημαντικών αλλαγών για συγκεκριμένες κοινωνικές δυνάμεις.