Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Εμβληματικός υποστηρικτής του Κυριάκου Μητσοτάκη σε φιλοκυβερνητική εφημερίδα σημείωσε πρόσφατα ότι ο Πρωθυπουργός «αντέχει μια ήττα». Όπως και ο Ανδρουλάκης. Αντίθετα ο Τσίπρας δεν θα την αντέξει.
Ο καθένας έχει την άποψή του. Αλλά το ενδιαφέρον εν προκειμένω είναι ότι στον ορίζοντα των φανατικών υποστηρικτών του Μητσοτάκη εμφανίζεται το φάντασμα της ήττας -όσο και αν το ξορκίζει η δημοκοπική ασυδοσία.
Οι πιο κοντινοί του απλώς του δίνουν κουράγιο: και να χάσει, θα παραμείνει αρχηγός. Δεν θα βρουν όμως πολλούς στη ΝΔ να συμφωνήσουν μαζί τους:
Όχι μόνο δεν θα μείνει αν ηττηθεί, αλλά μπορεί να φύγει και πριν τις εκλογές, εφόσον παγιωθεί η προοπτική της ήττας.
Στην πραγματικότητα αν υπάρχει κάποιος που δεν κινδυνεύει να χάσει την ηγεσία ακόμη και αν ηττηθεί – απλώς- είναι ο Αλέξης Τσίπρας.
Στο κόμμα του -και κατά τα φαινόμενα- και στην επόμενη κοινοβουλευτική του ομάδα πλειοψηφούν τα στελέχη που αναδείχθηκαν επί των ημερών του και δεν προτίθενται να αναζητήσουν άλλον επικεφαλής.
΄΄Άλλωστε δεν υπάρχει άλλος. Αν είχαν καλύτερο θα ήταν ήδη επικεφαλής. Είναι νόμος στα κόμματα.
Αντίθετα ο Μητσοτάκης δεν θα βρίσκει τόπο να σταθεί μετά την ήττα. Αν τον άφησαν στο κόμμα των Καραμανλήδων να τα πάρει όλα, είναι για να τα χάσει και όλα.
Άλλωστε μετά τη ήττα του θα έχει να απολογηθεί για τόσα πολλά -ακόμη και στη Δικαιοσύνη– που κανείς από τη ΝΔ δεν θα θέλει να έχει σχέση μαζί του.
Όσο για τον Νίκο Ανδρουλάκη θα φανεί αν θα μπορέσει να κρατήσει το κόμμα εφόσον δεν πάει στις εκλογές όσο καλά καλλιεργούν κάποιοι.
Ένα κριτήριο θα είναι η σχέση του με τα δυο μεγαλύτερα κόμματα. Αν το γυρίσει «ίσες αποστάσεις» και τους «διμέτωπους « – και πολύ περισσότερο αν αφήσει αν εννοηθεί ότι αποβλέπει σε συνεργασία με τον Μητσοτάκη θα καταστεί απλώς παρένθεση.
Ιδίως αν δώσει χώρο σε «τελειωμένους» όπως ο Σημίτης, ο Βενιζέλος και η Διαμαντοπο΄ύλου.
Στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα το πολιτικό σύστημα το βεληνεκές του επικεφαλής κάθε κόμματος, παίζει τον σημαντικότερο ρόλο, πρώτα στις επιδόσεις του κόμματος και στη συνέχεια στις μετεκλογικές διεργασίες του.
Από αυτή την άποψη ο Τσίπρας αρχίζει να ξαναγίνεται ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Όπως στους θριάμβους του 2015- που πιστώνονται προσωπικά στον ίδιο και τη δημόσια παρουσία του.
Πάντως όχι σε όσους εξοβελίσθηκαν από το κόμμα και ουδείς τους θυμάται, ή σε όσους πάνε γυρεύοντας να πάθουν το ίδιο.
Ο κυρίαρχος του παιχνιδιού
Ο πρώην πρωθυπουργός διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων, από τη στιγμή που ζήτησε εκλογές. Κερδίζει όσο κλιμακώνει την αξίωση του απέναντι σε μια κυβέρνηση που μπάζει από παντού και αδυνατεί να απαντήσει τα ζητήματα που της θέτει.
Στις νέες συνθήκες το ζητούμενο δεν είναι πλέον αν μπορεί να παραμείνει πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης, Αυτό είναι εμφανές: δεν μπορεί.
Ποιος σώφρων πολίτης θα ξαναψηφίσει κάποιον που τον εξαπάτησε, τον περιπαίζει, όταν δεν τον αντιμετωπίζει με αλαζονεία και αυταρχισμό;
Γιατί να θέλει έναν Πρωθυπουργό που μεταφέρει τους πόρους που προορίζονται για την κοινωνία στους ημέτερους, παραδίδει το πολιτικό σύστημα στους ισχυρούς των ΜΜΕ και του χρήματος, εγκαθιστά τη φαυλότητα και την οικογενειοκρατία στο κράτος;
Ποιος ψηφίζει κάποιον που αφαιρεί εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, διαλύει τη δημόσια υγεία και εκπαίδευση, συντηρεί την ακρίβεια και μεγαλώνει τις ανισότητες, ενώ ο ίδιος και πολλοί υπουργοί του εμπλέκονται σε σειρά σκανδάλων;
Το ζητούμενο εφεξής, δεν αφορά τον Μητσοτάκη. Είναι αν μπορεί ή όχι να γίνει πρωθυπουργός ο Τσίπρας.
Στην ουσία για πρώτη φορά. Με την έννοια ότι την προηγουμένη δεν είχε περιθώριο να εφαρμόσει το πρόγραμμα του και την πολιτική του.
Όλα ήταν δεδομένα με νομικές δεσμεύσεις από τους προηγουμένους-του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ- που αφού οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία, την αλυσόδεσαν στα Μνημόνια.
Ο Τσίπρας μπορούσε μόνο να περιορίσει το κόστος για την κοινωνία και να κλείσει τον Μνημονιακό κύκλο και το έκανε.
Αυτό που κρίνεται τώρα είναι απλό: αν ο ελληνικός λαός, θα αφυπνιστεί από την προπαγάνδα των αντιπάλων του και θα εγκρίνει την πρόταση του για προοδευτική κυβέρνηση –με πρόγραμμα άμεσης ανάκαμψης και στη συνέχεια ανάπτυξης για όλους.
Οι προγραμματικές προτάσεις του ΣΎΡΙΖΑ -ΠΣ βρίσκουν απήχηση στη κοινωνία. Εκλογικά όμως ο έχει Τσίπρας δυο προβλήματα:
Το ένα είναι να αντιμετωπίσει την συνεχιζόμενη προσπάθεια να φορτισθεί αρνητικά το όνομά του- με βάση επιλεκτικά στοιχεία και πραγματικά λάθη από την προηγουμένη διακυβέρνηση του. Προφανώς μπορεί: ήδη η θεωρία «ευτυχώς που ήλθε ο Μητσοτάκης» κατέρρευσε.
Το δεύτερο είναι η απάντηση στο ερώτημα με ποιους θα κυβερνήσει.
Έχει γίνει συνείδηση στον ΣΥΡΙΖΑ και την ευρύτερη Δημοκρατική Παράταξη που τον αιμοδοτεί, ότι κάποια πρόσωπα από τις παλιές κυβερνήσεις Τσίπρα πρέπει να εξαφανιστούν από το προσκήνιο.
Προκαλούν την κοινωνία με την διάθεση επιστροφής τους και διωχθούν τους ψηφοφόρους. Ιδίως τους «κοψοχέρηδες» του Μητσοτάκη που ψάχνουν κάπου να ακουμπήσουν.
Στις τελευταίες συνεδριάσεις του Πολιτικού Συμβουλίου υπήρξαν σημαντικές εξελίξεις, που δεν πήραν δημοσιότητα και αυτό είναι στοιχείο ωριμότητας, αλλά και επιβολής του Τσίπρα στο κομματικό ιερατείο. Άνοιξε όλα τα θέματα, έδωσε τις απαντήσεις και οι αντιδράσεις ήταν ελάχιστες και απομονώθηκαν.
Σε όλες τις ενδοκομματικέ διεργασίες ο Αλέξης Τσίπρας δείχνει ότι έχει επίγνωση όσων πρέπει να κάνει ο ίδιος ως ηγέτης, για να διασφαλιστεί τη εκλογική επικράτηση του κόμματος. Και το κάνει ήδη- χωρίς να το διατυμπανίζει.
Η στάση του κινείται στον άξονα καθαρές θέσεις, καθαρές σχέσεις, – και με αυτό το κριτήριο θα διαμορφώσει και το πολιτικό προσωπικό που θα δώσει τη μάχη, ως δύναμη διακυβέρνησης.
Το τρένο του ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας
Συνεκτιμώντας τα δεδομένα ο Τσίπρας ορίζει το 2022 ως εκλογικό έτος – ενώ είναι προφανές ότι ο Μητσοτάκης, επειδή γνωρίζει ότι δεν θα παραμείνει πρωθυπουργός, προσπαθεί να επιμηκύνει τη θητεία του στο 2023.
Σ’ αυτό το πλαίσιο ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ περιθωριοποιεί μεθοδικά στο κόμμα του τέσσερις κατηγορίες στελεχών που αποτελούν τροχοπέδη στην πορεία προς τις εκλογές.
–Όσους προσπαθούν να επαναφέρουν στη συζήτηση σ τη «συνεννόηση» με τη κυβέρνηση και τη «συναίνεση».
Όσους κόλλησαν στο «αριστερά και τίποτε άλλο» και υπονομεύουν την διεύρυνση.
Όσους καλλιεργούν τον ρεβανσισμό.
Τα «βαρίδια» του παρελθόντος και τους ξεπερασμένους.
Τα ονόματα πίσω από τις κατηγορίες δεν είναι πολλά και πάντως είναι γνωστά και ήδη σε απόσταση από την κοινωνία. Αν χρειαστούν και πειθαρχικά μέτρα για κάποιους θα υπάρξουν.
Επίσης ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ξεκαθαρίζοντας τις θέσεις και τις στοχεύσεις του, έβγαλε από το επίσημο κομματικό λεξιλόγιο όρους όπως « ανατροπή» -που χρησιμοποιούν ορισμένα στελέχη- και μιλάει καθαρά για ΠΟΛΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ, για την οποία η θεμελιώδης προϋπόθεση είναι απλή: η πρώτη θέση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στις εκλογές. Ό,τι δεν συμβάλλει σ’ αυτό, δεν χωρά στο τρένο…
Σ’ αυτό το πλαίσιο το επικείμενό συνέδριο είναι τομή για την ευρύτερη Δημοκρατική Παράταξη: ξεκαθαρίζοντας τα εσωτερικά του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, τις πολιτικές θέσεις και στόχους του, ο Αλέξης Τσίπρας δημιουργεί τις προϋποθέσεις να είναι η χρονιά του το 2022.