ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Λίγες ώρες πριν την άφιξη στα Γιάννενα του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία και πρώην πρωθυπουργού, του κ. Αλέξη Τσίπρα, εμείς βρισκόμαστε στην Αθήνα φιλοξενούμενοι στα γραφεία του κόμματος, για να συνομιλήσουμε με τον κ. Τσίπρα. Θέλω εκ των προτέρων να σας ευχαριστήσω για τη φιλοξενία και για τη δυνατότητα μέσα σ’ αυτό το πραγματικά πιεστικό πρόγραμμα, να έχουμε αυτή τη συνομιλία.
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Κι εγώ να σας ευχαριστήσω ιδιαίτερα και ιδίως να σας ευχαριστήσω γιατί κάνατε τον κόπο να έρθετε στην Αθήνα για να κάνουμε αυτή τη συνέντευξη.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Σε λίγες ώρες θα βρίσκεστε στα Γιάννενα, έναν χρόνο μετά την προηγούμενη επίσκεψή σας, τον Νοέμβριο του 2020 και τότε εν μέσω πανδημίας, του 2ου κύματος της πανδημίας τότε. Θα επισκεφθείτε τα Γιάννενα εν μέσω του 4ου κύματος της πανδημίας, κ. Τσίπρα. Ένας χρόνος λοιπόν μετά και βρισκόμαστε μάλλον στο ίδιο έργο θεατές και ίσως λίγο χειρότερα απ’ ό,τι θα υπολογίζαμε μάλλον, με δεδομένο ότι διανύουμε πλέον και τον 12ο μήνα απ’ όταν ξεκίνησε η εμβολιαστική διαδικασία.
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Έχετε δίκιο, σαν να μην πέρασε μια μέρα από την προηγούμενή μου επίσκεψη. Τα είπατε όλα, δυστυχώς έναν χρόνο μετά, είμαστε χειρότερα. Διότι έναν χρόνο μετά, είμαστε οι χειρότεροι σε όλη την Ευρώπη σε θανάτους ανά 1 εκατομμύριο πληθυσμού. Οι χειρότεροι τουλάχιστον στη Δυτική Ευρώπη σίγουρα, συγκρινόμαστε ίσως με κάποιες χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, όπου δεν υπάρχει, εξ όσων γνωρίζουμε, σύστημα υγείας μετά την κατάρρευση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, εδώ και 30 χρόνια.
Δεν είναι δυνατόν αυτό να είναι μια εικόνα την οποία να βιώνει σήμερα η Ελλάδα. Δεν αξίζει να βιώνουμε αυτή την εικόνα, να έχουμε καθημερινά εκατοντάδες ανθρώπους να χάνουν τη ζωή τους, αλλά και εκατοντάδες επίσης να είναι προχείρως διασωληνωμένοι έξω από τις ΜΕΘ, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει. Για όλους όσους έχουν στοιχειώδη ευφυΐα, κατανοούν ότι η ΜΕΘ για τέτοιες περιπτώσεις είναι αναγκαία, απαραίτητη για να μπορέσουμε να έχουμε ελπίδες να σώσουμε αυτούς τους ανθρώπους.
Δεν νομίζω ότι αξίζει να μακρηγορήσω. Η κυβέρνηση έχει τεράστια ευθύνη και η ευθύνη της δεν έγκειται στο τι κάνει τώρα, αλλά στο τι έχει κάνει όλα αυτά τα δυο χρόνια για να μη φτάσουμε ως εδώ. Δεν είναι μια υπόθεση που μας αιφνιδίασε. Δυο χρόνια ζούμε με την πανδημία και δυο χρόνια εμείς καταθέτουμε προτάσεις, πιέζουμε στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του ΕΣΥ και της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας, ιδιαίτερα.
Δυο χρόνια τώρα καταθέτουμε προτάσεις που έχουν να κάνουν με την αναγκαιότητα να υπάρξει μια σοβαρή επιδημιολογική επιτήρηση, ένα σοβαρό σύστημα ιχνηλάτησης, μέτρα προστασίας ιδιαίτερα εκεί όπου κανείς συναντά ιδιαίτερο συνωστισμό και συγχρωτισμό των πολιτών. Στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, στα σχολεία τα οποία δυο φορές έκλεισαν και άνοιξαν όπως ακριβώς έκλεισαν.
Και βεβαίως τον εμβολιασμό. Ο εμβολιασμός, που είμαστε κι εκεί με αρνητικές πρωτιές, πολύ χαμηλό το επίπεδο εμβολιασμού. Αυτό αντανακλά, κατά την άποψή μου, ένα γενικότερο κλίμα αναξιοπιστίας που εκπέμπει η κυβέρνηση στην ελληνική κοινωνία. Ξέρετε, το έχω πει πολλές φορές, θα το πω και σ’ εσάς: ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία για να φτιάξεις ανοσία, αντιμετώπιση της πανδημίας, είναι η εμπιστοσύνη. Αν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη, αν δεν εμπιστευόμαστε τους καθηγητές, τους επιστήμονες, τους γιατρούς, αν δεν εμπιστευόμαστε τα ΜΜΕ, αν δεν εμπιστευόμαστε την ηγεσία του υπουργείου Υγείας και την ίδια την κυβέρνηση, πολύ δύσκολα μπορούμε να προστατευθούμε απέναντι στον ιό.
Και νομίζω ότι και αυτό είναι κάτι το οποίο το χρεώνεται η κυβέρνηση και προσωπικά ο κ. Μητσοτάκης. Διότι εδώ και πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, έχει με παλινωδίες δημιουργήσει ένα κλίμα έλλειψης εμπιστοσύνης στην ελληνική κοινωνία που έχει αρνητικές, δραματικές θα έλεγα, συνέπειες στην εξάπλωση της πανδημίας.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Η έλλειψη εμπιστοσύνης της ελληνικής κοινωνίας η οποία μετακυλίεται στο επιστημονικό δυναμικό, εκτιμάτε, κ. Πρόεδρε;
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Παντού. Θέλω να θυμίσω ότι, στην αρχή της πανδημίας, μας έλεγαν ότι δεν κολλάει στα ΜΜΜ, ότι δεν κολλάει στα σχολεία. Πράγματα τα οποία δεν έχουν καμία επιστημονική βάση και μας τα έλεγαν επιστήμονες αυτά. Όταν κάποια στιγμή οι επιστήμονες αυτά τα οποία έλεγαν δεν εναρμονίζονταν με τη στρατηγική της κυβέρνησης, με τις αποφάσεις της κυβέρνησης, ή τους έκανε στην άκρη ή έβγαζε στο προσκήνιο επιστήμονες οι οποίοι είχαν το θράσος, θα έλεγα, να λένε πράγματα τα οποία δεν στέκουν σε καμία βάση ορθής λογικής.
Αυτά όλα όμως δημιούργησαν ένα κλίμα ελλείμματος εμπιστοσύνης απέναντι στην κοινωνία. Και ο εμβολιασμός. Όταν χρειάζεται να πείσουμε τους συμπολίτες μας -γιατί εγώ καταλαβαίνω ότι υπάρχει ένα ποσοστό στους ανεμβολίαστους συμπολίτες μας που εκεί υπάρχει μια σκληρή ιδεολογική βάση, το καταλαβαίνω, μπορώ να το εξηγήσω μάλλον, δεν το καταλαβαίνω, αλλά έχει εξήγηση- η πλειοψηφία όμως αυτών που δεν εμβολιάζονται, κατά την άποψή μου δεν είναι οπαδοί ακραίων δογμάτων ή ανορθολογικών αντιλήψεων, αλλά είναι άνθρωποι φοβισμένοι. Είναι άνθρωποι που έχουν ελλιπή ενημέρωση. Συνεπώς, σ’ αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να κάνεις μια ειδική εκστρατεία πειθούς και εκεί χρειάζεται επίσης η εμπιστοσύνη και η αξιοπιστία, για να προσπαθήσεις να τους πείσεις.
Νομίζω ότι η κυβέρνηση σπατάλησε πάρα πολλά χρήματα για να φτιάξει μια καμπάνια η οποία δεν είχε νόημα, δεν είχε αντικείμενο, δεν είχε στόχο, αλλά είχε ως υπόβαθρο και ως στόχο και ως σκοπό, να ενισχύσει το προφίλ της κυβέρνησης και του κ. Μητσοτάκη στα ΜΜΕ. 40 και πλέον εκατομμύρια δόθηκαν χωρίς κριτήρια, σε Μέσα Ενημέρωσης φιλικά προς την κυβέρνηση, ως επί το πλείστον, προκειμένου να δημιουργήσει ένα καθεστώς στα Μέσα Ενημέρωσης. Είναι το αντικείμενο που εξετάζουμε σήμερα στην Εξεταστική Επιτροπή η οποία συστήθηκε.
Αυτό, ξέρετε, πέρα από το ότι βαθιά ανήθικο, να αξιοποιείς την πανδημία και χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων προκειμένου να δημιουργήσεις εύνοια στα Μέσα Ενημέρωσης, έχει και πολύ αρνητικά αποτελέσματα στην πράξη. Το αποτέλεσμα λοιπόν ήταν να μην καταφέρουμε να πείσουμε αυτούς οι οποίοι έχουν ερωτηματικά, αμφιβολίες, ελλιπή ενημέρωση για την αναγκαιότητα του εμβολιασμού.
Άλλες χώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και θα δώσω το παράδειγμα της Πορτογαλίας διότι είναι και συγκρίσιμη πληθυσμιακά με την Ελλάδα, κατάφεραν να φτάσουν κοντά στο 90%. Πώς εκεί το κατάφεραν και εδώ δεν το καταφέραμε; Άρα λοιπόν, κατά την άποψή μου, αυτό έχει να κάνει με το έλλειμμα εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας αλλά και με την ελλιπή προσπάθεια να πείσουμε τους συμπολίτες μας με στοχευμένη καμπάνια, πόρτα-πόρτα, στους ανθρώπους εκείνους στους οποίους θα μπορούσε η προσπάθεια πόρτα-πόρτα να αποδώσει. Διότι, ξέρετε, έχουμε και πολλούς συμπολίτες μας που δεν μπορούν να μετακινηθούν, που είναι δύσκολο να μετακινηθούν, ιδιαίτερα σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Και εκεί λοιπόν η κυβέρνηση απέτυχε. Και στο τέλος της ημέρας, αφού απέτυχε να έχει ένα αποτέλεσμα, προσήλθε στη βασική τακτική που ακολουθεί ο κάθε αποτυχημένος, και ιδιαίτερα αυτή η κυβέρνηση, στον αυταρχισμό, στα πρόστιμα τα τιμωρητικά. Με την απόφαση την, κατά την άποψή μου ακατανόητη, να ορίσει μια στρεβλή λογική της υποχρεωτικότητας χωρίς να έχει κανένα ενδιάμεσο στάδιο, χωρίς να δώσει κίνητρα, χωρίς να προσπαθήσει να πάει απευθείας στους ηλικιωμένους ανθρώπους, να τους επιβάλλει ένα πρόστιμο της τάξης των 100 ευρώ οριζοντίως, σε μηνιαία βάση, Πράγμα που σημαίνει τι: Ότι αυτός ο οποίος δεν έχει την οικονομική δυνατότητα πράγματι εκβιάζεται, αλλά αυτός ο οποίος έχει τη οικονομική δυνατότητα, εξαγοράζει το δικαίωμά του στην άρνηση και φυσικά να συνεχίζει τη ζωή του να την παίζει κορώνα γράμματα. Αυτό εξαγοράζει στην ουσία.
Αλλά σε κάθε περίπτωση, είναι ένα μέτρο το οποίο δεν έχει καμία λογική και γι’ αυτό και το καταψηφίσαμε στη Βουλή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν κατανοούμε απολύτως την ανάγκη να υπάρξουν ουσιαστικά μέτρα τα οποία θα ενθαρρύνουν ή και θα εξαναγκάσουν κάποιες κατηγορίες των συμπολιτών μας, ιδιαίτερα αυτούς που ανήκουν σ’ αυτούς που ονομάζουμε υπερμεταδότες, έρχονται δηλαδή σε επαφή με πάρα πολύ κόσμο, όπως έγινε και με τους γιατρούς στα νοσοκομεία.
Θα ήμασταν θετικοί σε μια τέτοια προοπτική αλλά όχι σε μια δήθεν υποχρεωτικότητα, τιμωρητικού χαρακτήρα και ανόητου χαρακτήρα, όπως αυτή που επιβάλλει η σημερινή κυβέρνηση σε όλους τους άνω των 60 ετών.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Θα επιστρέψω λίγο σε αυτό που αναφέρατε νωρίτερα με αφορμή την πανδημία, στα ζητήματα της έλλειψης υγειονομικού προσωπικού, σε ό,τι αφορά τις ΜΕΘ που βλέπουμε διασωληνωμένους εκτός ΜΕΘ. Χαρακτηρίσατε τον κ. Μητσοτάκη πριν από λίγες ημέρες, «αρνητή» των ΜΕΘ και της πραγματικότητας.
Βέβαια, από την άλλη, τόσο ο πρωθυπουργός όσο συνολικότερα και τα κυβερνητικά στελέχη και ο υπουργός Υγείας, λένε ότι «εμείς κάναμε τα πάντα, αυξήσαμε τα κρεβάτια στις ΜΕΘ, κάναμε 12.000 προσλήψεις». Έγιναν ή δεν έγιναν όλα αυτά, κ. Πρόεδρε;
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Κοιτάξτε, η κυβέρνηση αρέσκεται σε μια δημιουργική λογιστική. Και πραγματικά είναι μεγάλο το θράσος αυτή τη στιγμή να είσαι τελευταίος στην Ευρώπη σε θανάτους, να έχεις 150 ανθρώπους έξω από τις ΜΕΘ καθημερινά και να επιχαίρεις ότι έχεις κάνει μεγάλη αύξηση των κλινών στις ΜΕΘ. Διότι σε συνθήκες πανδημίας, όχι σε κανονικές συνθήκες, αν ήμασταν σε κανονικές συνθήκες θα έλεγε κανείς ότι έγινε βήμα ώστε να αυξηθούν οι κλίνες στις ΜΕΘ. Σε συνθήκες πανδημίας, αυτό που έχει συμβεί προφανώς και δεν επαρκεί.
Αν μου λέτε ότι είναι επαρκές το ότι έγιναν κάποιες προσλήψεις επικουρικών γιατρών και συμβασιούχων νοσηλευτών ή ακόμα και κάποιες ελάχιστες σε νοσηλευτές -γιατρός μόνιμος δεν ήρθε ούτε ένας- πρέπει να δείτε την πραγματική εικόνα στο ΕΣΥ, που είναι ο αριθμός των κενών οργανικών θέσεων.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Με παλιούς Οργανισμούς, επιτρέψτε μου, στα νοσοκομεία.
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Με παλιούς Οργανισμούς. Υπερβαίνει τις 15.000. Άρα λοιπόν εδώ τι συζητάμε; Ήταν μια “ευκαιρία”, ακούγεται ίσως λίγο κυνικό, αλλά ήταν μια “ευκαιρία” η πανδημία να στηρίξουμε το ΕΣΥ. Διότι το ΕΣΥ έχει υποστεί τεράστια βλάβη από την αρχή των μνημονίων. Είχε προβλήματα από πριν, αλλά τα μνημόνια, η αλήθεια είναι ότι το εξαϋλώσανε το ΕΣΥ. Με τις απολύσεις, που έβγαινε ο Άδωνις Γεωργιάδης και έλεγε «δεν θα μου πάρει εμένα τη δόξα ο Τόμσεν και ο Σόιμπλε, θα τις κάνω μόνος μου τις απολύσεις».
Εμείς δεν κάναμε ούτε μία, παρότι ολοκληρώσαμε ένα δύσκολο μνημόνιο και βγάλαμε τη χώρα από την επιτροπεία. Αντιθέτως, εμείς καταργήσαμε το 5ευρω και δώσαμε τη δυνατότητα στους ανασφάλιστους να έχουν πρόσβαση στα νοσοκομεία. Και αυξήσαμε τους ισολογισμούς τους. Και προσλάβαμε γιατρούς.
Στις συνθήκες τις δημοσιονομικές όμως τις δύσκολες που είχαμε κι εμείς, καθότι παραλάβαμε μια κατάσταση όπου είχαμε τον λεγόμενο νόμο του “ένας μπαίνει πέντε φεύγουν απ’ το Δημόσιο” και μέσα από την ανάπτυξη της οικονομίας, την έξοδο από τα μνημόνια, τη διαπραγμάτευση που κάναμε, πήγαμε στο 1 προς 1, έχοντας όμως πάνω απ’ το κεφάλι μας το ΔΝΤ, την τρόικα.
Σήμερα είμαστε σε μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα. Σήμερα η Ευρώπη, που πίεζε εμάς για απολύσεις και τους προηγούμενους -εμείς δεν κάναμε, οι προηγούμενοι έκαναν με ευκολία και παινεύονταν ότι ήταν δικές τους- σήμερα η Ευρώπη λέει «προσλάβετε γιατρούς, δώστε λεφτά για την υγεία, γιατί η πανδημία είναι μια απειλή για την ανθρώπινη ζωή και η ανθρώπινη ζωή είναι προτεραιότητα».
Τι κάνουν όμως αυτοί; Οικειοθελώς συνεχίζουν την πολιτική των μνημονίων στην υγεία και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Φέτος, σε χρονιά σκληρής πανδημικής κρίσης, η κυβέρνηση μειώνει τον προϋπολογισμό για την Υγεία, 800 εκατομμύρια. Το συνειδητοποιείτε αυτό; Άρα λοιπόν, εδώ έχουμε μια ιδεοληψία…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ανοίγει ο δρόμος για την ιδιωτικοποίηση, κ. Πρόεδρε, θεωρείτε, του χώρου της υγείας;
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Λέω ότι είναι ιδεοληπτική η στάση της κυβέρνησης. Λέω ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ο κ. Μητσοτάκης προσωπικά απεχθάνεται οτιδήποτε το Δημόσιο. Η αντίληψή του είναι η εκχώρηση των πάντων στην ιδιωτική σφαίρα και στην αγορά. Μόνο που η αντίληψη αυτή, αν τη δεκαετία του ’90 ήταν της μόδας, μας οδήγησε ως χώρα στη χρεοκοπία το 2010. Και σήμερα σε όλο τον κόσμο, και στην Ευρώπη, συνειδητοποιούμε ότι αυτός ο δρόμος είναι αδιέξοδος και ακολουθείται μια άλλη πολιτική στήριξης του κοινωνικού κράτους, στήριξης του ΕΣΥ, παντού, των Εθνικών Συστημάτων, να το πω έτσι.
Εδώ, όμως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιμένει σ’ αυτές τις αποτυχημένες συνταγές που μας οδήγησαν στη χρεοκοπία και που, εν ώρα κρίσης και πανδημίας, είναι καταστροφικές για τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Γιατί εδώ, ενώ σε άλλες περιπτώσεις θα έλεγε κανείς ότι ο πλούσιος θα σωθεί, εδώ ούτε ο πλούσιος σώζεται, γιατί στο ΕΣΥ πάει όταν έχει κορωνοϊό. Είναι μια ιδιαιτερότητα αυτής της πανδημίας, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, που έχουν κρατήσει τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια καθαρά από Covid περιστατικά, έχοντας όμως, την ίδια στιγμή, καταστείλει τη λειτουργία των χειρουργείων.
Και έχουμε μια πολύ μεγάλη αύξηση της υπερβάλλουσας θνητότητας και από μη Covid περιστατικά. Έχουν όμως φροντίσει να στρέψουν και να οδηγήσουν εξ ανάγκης πάρα πολύ κόσμο στα ιδιωτικά νοσηλευτήρια για επεμβάσεις ρουτίνας που θα μπορούσαν να γίνονται στα δημόσια νοσηλευτήρια. Αυτούς όμως που έχουν έστω κάποια οικονομική δυνατότητα. Αυτοί που δεν έχουν, κι είναι μεγάλο μέρος του πληθυσμού, δυστυχώς βρίσκονται σήμερα σε μια κατάσταση τραγική. Κι επαναλαμβάνω, αυτό δεν μας αξίζει στην Ελλάδα του 2021.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Για να κλείσουμε το φάκελο «πανδημία», σ’ αυτό το κρίσιμο σταυροδρόμι που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή με τη μετάλλαξη Δ να έχει κυριαρχήσει, αλλά να ετοιμάζεται ουσιαστικά να δώσει τη σκυτάλη στην παραλλαγή Ο, υπάρχουν πράγματα, υπάρχουν μέτρα που θα μπορούσε να εφαρμόσει η κυβέρνηση τη δεδομένη χρονική στιγμή για να κερδίσουμε αυτή τη μάχη τουλάχιστον αν όχι τον πόλεμο;
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Παρά το γεγονός ότι τα μέτρα έπρεπε να είχαν ληφθεί μήνες πριν για να μπορέσουν ν’ αποδώσει τώρα που είμαστε στο peak της πανδημίας ξανά, όπως η ενίσχυση του ΕΣΥ, της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας, εγώ να πω ότι ακόμα και τώρα υπάρχουν κινήσεις που πρέπει να γίνουν και τις οποίες εμείς τις προτείναμε. Ακόμα και τώρα ζητήσαμε μετ’ επιτάσεως να αναπτυχθούν 200 κλίνες επιπλέον μέσα από την επίταξη των ιδιωτικών νοσηλευτηρίων, των στρατιωτικών νοσηλευτηρίων αλλά και της δημιουργίας νέων κλινών στα δημόσια νοσοκομεία. 200 κλίνες γιατί υπολογίζουμε ότι αυτός είναι ο αναγκαίος αριθμός με βάση τα μέχρι σήμερα στατιστικά δεδομένα και να μην έχουμε συνανθρώπους μας εκτός ΜΕΘ, που βγήκε ο κ. Μητσοτάκης στη Βουλή και έκανε και τον γιατρό. Δεν μας έφτανε που είναι πρωθυπουργός, είναι και γιατρός ταυτόχρονα και μας είπε ότι είναι το ίδιο να είσαι έξω, το ίδιο να είσαι μέσα.
Άρα, ας μην έχουμε ΜΕΘ αφού είναι το ίδιο. Βέβαια, αυτό υποκρύπτει μια αντίληψη, την οποία τη φανέρωσε ο κ. Πέτσας και ο κ. Σκέρτσος, υπουργοί της κυβέρνησης, που είπαν τα εξής: ο ένας είπε ότι είναι πεταμένα λεφτά να φτιάχνουμε ΜΕΘ και ο δεύτερος ότι είναι πολυτέλεια να φτιάχνουμε ΜΕΘ. Άρα λοιπόν, αυτό υποκρύπτει μια αντίληψη. Λέω λοιπόν ότι η πρώτη πρόταση, το αναγκαίο μέτρο, είναι να μην πεθαίνουν άνθρωποι εκτός ΜΕΘ. Αυτό είναι εγκληματικό σε μια σύγχρονη πολιτεία να συμβαίνει.
Το δεύτερο που εμείς ζητήσαμε είναι να γίνουν προσλήψεις. Διότι δεν αρκεί να έχεις υλικοτεχνική υποδομή, πρέπει να έχεις και ανθρώπινο δυναμικό για να μπορέσεις να ενισχύσεις τα νοσοκομεία και την κρίσιμη αυτή στιγμή την οποία βιώνουμε. Λένε ότι δεν υπάρχουν γιατροί. Ψέμα. Αν δείτε τις προκηρύξεις που έχουν γίνει, είναι δεκάδες, εκατοντάδες για κάθε θέση που προκηρύσσεται, γιατρών, που είναι στην αναμονή για να πάρουν μια θέση.
Επίσης, προτείναμε -και πιστεύω ότι είναι άμεσο, πρέπει να προχωρήσει- την αραίωση στα ΜΜΜ με κάθε δυνατό τρόπο, ακόμα και με επίταξη ιδιωτικών οχημάτων. Η αραίωση των μαθητών στις Σχολικές Μονάδες. Προτείναμε επίσης να σταματήσει αυτή η ανοησία, ας μου επιτραπεί η έκφραση, που δεν ξέρω πού αλλού συμβαίνει, να κλείνει μια σχολική τάξη όταν έχουμε το 50 συν 1 των μαθητών να νοσούν. Αυτό είναι πρωτοφανές, δηλαδή όταν έχεις 15 παιδιά να νοσούν. Εγώ αν ήμουν γονιός και είχα 15 παιδιά στην τάξη να νοσούν, δεν θα έστελνα από μόνος μου το παιδί μου στο σχολείο. Και όμως το έχουν επιβάλλει αυτό το μέτρο, να μην κλείνουν ποτέ τα σχολεία. Αυτό έχει μετατρέψει τα σχολεία μας σε κέντρα επώασης του ιού. Και αν, ευτυχώς, τα παιδιά μας νοσούν ελαφρά, έρχονται όμως σε επαφή και μπορεί και ασυμπτωματικά, με τους παππούδες και τις γιαγιάδες. Άρα λοιπόν, εμείς προτείναμε το απλό που γίνεται σε αρκετές άλλες χώρες: να κλείνει η τάξη στο πρώτο κρούσμα για τρεις μέρες και την 4η μέρα να έρχονται τα παιδιά στο σχολείο έχοντας κάνει PCR τεστ, μοριακό, που είναι πιο ακριβές, που θα τους έχει διαθέσει δωρεάν το Ελληνικό Δημόσιο. Και έτσι να σπάμε την αλυσίδα μετάδοσης του ιού από την πρώτη στιγμή που εντοπίζεται.
Επίση,ς ιχνηλάτηση των επαφών των παιδιών στα σχολεία, να σπάμε την αλυσίδα μετάδοσης. Απλά πράγματα, τα οποία δεν κοστίζουν και κάτι παραπάνω, γιατί θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα άλλα έχουν και ένα δημοσιονομικό κόστος. Που δεν εφαρμόζονται όμως. Δεν εφαρμόζονται, γιατί έχει επικρατήσει μια λάθος αντίληψη στην αντιμετώπιση της πανδημίας, «εμβολιαστείτε και ξεμπερδέψαμε». Τρεις φορές ο κ. Μητσοτάκης άλλωστε εξήγγειλε το τέλος και τη νίκη επί της πανδημίας.
Το «εμβολιαστείτε και τελειώσαμε», ήταν πολύ μεγάλο λάθος και έδωσε πολύ λάθος μήνυμα, όπως και η ρητορική περί πανδημίας ανεμβολίαστων. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι εσύ που εμβολιάστηκες είσαι ξέγνοιαστος. Κάνε τη ζωή σου όπως την έκανες πιο πριν. Μη φοράς μάσκα, πήγαινε να συγχρωτισθείς, μην παίρνεις κανένα μέτρο. Λάθος. Και το βλέπουμε. Διότι προφανώς η πλειοψηφία των κρουσμάτων και των νοσούντων είναι ανεμβολίαστοι, αλλά ένα μεγάλο ποσοστό είναι και εμβολιασμένοι, που έχει να κάνει και με το γεγονός των μεταλλάξεων αλλά και με το γεγονός όμως ότι από την πρώτη στιγμή δεν είχε 100% κάλυψη το εμβόλιο, 1 στους 10 από την πρώτη στιγμή μπορούσε να νοσήσει.
Άρα λοιπόν, λάθος στρατηγική, λάθος πολιτικές επιλογές, καμία βούληση ενίσχυσης του δημόσιου συστήματος είτε της Υγείας είτε της Παιδείας, έχουν οδηγήσει στην κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα. Αυτές είναι κάποιες από τις βασικές προτάσεις που έχουμε καταθέσει που και σήμερα ακόμα εάν ληφθούν, μπορεί να διαμορφώσουν μια καλύτερη κατάσταση στο επόμενο διάστημα.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Και μέσα σ’ αυτή τη δύσκολη συνθήκη λόγω της πανδημίας, τα ελληνικά νοικοκυριά, ο Έλληνας πολίτης καλείται να σηκώσει κι ένα ακόμη βάρος, που έχει να κάνει με την ακρίβεια σε βασικά αγαθά, με την αύξηση του κόστους του ενεργειακού. Που σίγουρα, μετά από 20 μήνες πανδημίας αλλά και 10 χρόνια οικονομικής κρίσης, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να σηκώσουν αυτό το βάρος οι Έλληνες πολίτες, κ. Πρόεδρε, έτσι;
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Έτσι είναι, δυστυχώς και βιώνουμε το εξής παράδοξο: Να μιλάμε για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ στην πραγματικότητα είναι ανάκαμψη από τη μεγάλη ύφεση της περασμένης χρονιάς, αλλά θετικοί ρυθμοί, κι αυτό θετικό, και να ψάχνει να βρει ο μέσος Έλληνας πολίτης στην τσέπη του πού είναι αυτή η ανάπτυξη κι αυτή η ανάκαμψη.
Διότι ζούμε σε μια εποχή, δυστυχώς, που μεγάλη μερίδα των συμπολιτών μας και των νοικοκυριών ζουν το λεγόμενο «σύνδρομο της τρίτης εβδομάδας». Την τρίτη εβδομάδα τελειώνουν τα λεφτά και ψάχνουμε να βρούμε πώς θα περάσουμε τον μήνα. Υπάρχουν ευθύνες της κυβέρνησης. Πρώτα απ’ όλα το γεγονός ότι δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως ότι έρχεται ένα πολύ μεγάλο κύμα ακρίβειας στην Ελλάδα. Δεύτερον, ότι ακόμα και όταν το αντιλήφθηκε, τα μέτρα που έλαβε ήταν μέτρα –ασπιρίνες. Τρίτον, ότι μέσω της κρίσης αυτής της ενεργειακής, η σπουδή της κυβέρνησης Μητσοτάκη ήταν η εκχώρηση του 17% της ΔΕΗ σε ιδιωτικά συμφέροντα μέσω του Χρηματιστηρίου.
Η ΔΕΗ λοιπόν, από την πρώτη στιγμή της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και της αλλαγής διοίκησης, άλλαξε στρατηγική. Και η στρατηγική της ήταν να λειτουργεί με αμιγώς οικονομικά κριτήρια, παρεμβαίνοντας στον ανταγωνισμό, όχι για να συγκρατεί τις τιμές προς τα κάτω, όπως έκανε επί των ημερών μας, που, σας υπενθυμίζω, δεν αυξήθηκε ούτε ένα ευρώ ο λογαριασμός στο ρεύμα τεσσεράμισι χρόνια. Δύσκολα χρόνια, δημοσιονομικής κρίσης επί ΣΥΡΙΖΑ.
Η στρατηγική τους λοιπόν ήταν να παρεμβαίνουν στον ανταγωνισμό για να ανεβάζουν τις τιμές προς τα πάνω, ν’ ανταγωνίζονται με τους ιδιώτες παρόχους, -ποια, η ΔΕΗ- για το πόσο πιο υψηλή θα είναι η τιμή. Με αποτέλεσμα σήμερα να είμαστε πρωταθλητές στη χονδρική τιμή ρεύματος σε όλη την Ευρώπη. Η μικρή Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια στη χονδρική τιμή ρεύματος στην Ευρώπη. Άρα, κάτι δεν πάει καλά.
Να υπενθυμίσω επίσης ότι με το που ανέλαβε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, απορρόφησε τη μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια, που είχαμε θεσμοθετήσει εμείς το 2019, μέσα από αύξηση στην τιμή του ρεύματος, στα τιμολόγια της ΔΕΗ, κατά 15%. Άρα λοιπόν, εδώ υπάρχουν τεράστιες ευθύνες. Όπως επίσης, τεράστιες είναι οι ευθύνες ενός θεσμικού πλαισίου, το οποίο δεν παρεμβαίνει προκειμένου να ελέγξει τον ανταγωνισμό. ΡΑΕ, Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Το αποτέλεσμα είναι σήμερα ο μέσος Έλληνας πολίτης, είτε είναι επιχειρηματίας, επαγγελματίας, είτε στο νοικοκυριό του, βλέποντας τους λογαριασμούς του ρεύματος να βρίσκεται σε απόγνωση. Κι εδώ, επιτρέψτε μου, αλλά θα το πω: δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα απ’ αυτό το οποίο ειπώθηκε από την πλευρά του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, ότι δήθεν οι παρεμβάσεις που έχει κάνει για την ενέργεια, τα μέτρα τα οποία πήρε, θα μειώσουν τις αυξήσεις κατά 80%.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ψέμα απ’ αυτό που διακίνησαν, ότι η αύξηση που θα δει ο πολίτης στα τιμολόγια δεν θα είναι πάνω από 2 ευρώ. 2 ευρώ μας έλεγαν τον Σεπτέμβριο. Και σήμερα ο πολίτης βλέπει αυξήσεις του 100% και του 150%. Εάν αυτό δεν είναι δόλια παραπλάνηση, είναι και ψέμα ανόητο. Διότι να πει κανείς ένα ψέμα το οποίο θα ξεγελάσει κανέναν… Εδώ ποιος θα ξεγελαστεί; Δεν βλέπει ο πολίτης τον λογαριασμό στο σπίτι ότι δεν είναι 2 αλλά είναι 200, 300, 400 ευρώ επάνω; Και για τις επιχειρήσεις 1.500, 2.000… Πώς θα τα βγάλει πέρα κανείς;
Και πώς θα τα βγάλουν πέρα κυρίως, αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα, αυτοί οι οποίοι, όπως είπε και ο κ. Μητσοτάκης, είναι εξαρτημένοι απ’ τον μισθό τους, διότι ανακάλυψε ότι έχουμε πολλούς τέτοιους συμπολίτες μας. Αυτοί, εννοώ, οι οποίοι έχουν ένα εισόδημα πολύ χαμηλό, ή μέσο εισόδημα. Και όταν κανείς έχει εισόδημα οικογενειακό μηνιαίο 1.000, 1.500, 2.000 ευρώ και δει μια αύξηση 200 ευρώ στον λογαριασμό, βγαίνει εκτός. Όταν έχει υποχρεώσεις, έχει παιδιά τα οποία σπουδάζουν ή έχουν φροντιστήρια, έχει ανελαστικές υποχρεώσεις. Αντιλαμβάνεστε ότι βρισκόμαστε σε μια πολύ δύσκολη καμπή. Διότι η αγωνία και η σκέψη όλων μας είναι στην επιβίωση, στη ζωή. Και λογικό είναι να θέτεις σε δεύτερη μοίρα το άλλο μεγάλο ζήτημα της επιβίωσης, δηλαδή της αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Αλλά νομίζω ότι σε κάθε ελληνικό νοικοκυριό, σήμερα, είναι πρώτο θέμα αυτό, είναι κυρίαρχο θέμα αυτό. Και όσο η κυβέρνηση σφυρίζει κλέφτικα, όσο ο κ. Μητσοτάκης μας λέει ότι είναι παροδικό και θα περάσει σε λίγους μήνες αλλά αυτό παρατείνεται και μεγεθύνεται, τόσο θα βρισκόμαστε σε μια κατάσταση κοινωνικής απόγνωσης. Και θα έλεγε κανείς, ότι βρισκόμαστε σε μια κατάσταση, η οποία, πολύ φοβάμαι, ότι θα οδηγήσει σε διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής και σε κοινωνικές εντάσεις.
Συνεπώς, νομίζω ότι είναι απαραίτητο άμεσα να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός. Είχε υποσχεθεί κάτω απ’ τη δική μας πίεση, που τον αυξήσαμε 11% μόλις βγήκαμε από τα μνημόνια και 22% των υποκατώτατο, και είχαμε προαναγγείλει και αυξήσεις 7,5% συν 7,5% για τα μετεκλογικά χρόνια, είχε υποσχεθεί λοιπόν να είναι οι αυξήσεις της διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, της υπέρβασης του ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης.
Τώρα έχουμε 6% ρυθμό ανάπτυξης. Γιατί δεν αυξάνει λοιπόν αντιστοίχως και τον κατώτατο μισθό παρά μονάχα η πρόταση την οποία κατέθεσε, είναι για μια αύξηση-κοροϊδία, της τάξεως των 50 λεπτών σε ημερήσια βάση. Επιπλέον, νομίζω ότι είναι προφανές ότι θα πρέπει να υπάρξουν πάρα πολλοί ουσιαστικοί έλεγχοι, ενεργοποίηση της ΡΑΕ και της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Και τέλος, το μέτρο που ακολούθησαν πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης. Θα ήταν μια ανάσα για τα νοικοκυριά, αλλά και ιδιαίτερα για τους αγρότες μας, εάν υπήρχε η αποδοχή αυτής της πρότασης που καταθέσαμε και αφορά στη μείωση στα κατώτατα δυνατά επίπεδα που επιτρέπει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το εφήρμοσε, για παράδειγμα, η Ισπανία κι άλλες χώρες. Αυτό θα έδινε τη δυνατότητα, για να το πω έτσι κατανοητά για τους τηλεθεατές σας, κάθε φορά που γεμίζουμε το ρεζερβουάρ, να πληρώνουμε 25 ευρώ λιγότερα. Δεν είναι λίγο.
Αυτό θα έδινε τη δυνατότητα για ένα μέσο νοικοκυριό, τον χειμώνα που έρχεται, από το πετρέλαιο θέρμανσης να είχε μια μείωση γύρω στα 1.000 ευρώ. Δεν είναι λίγο. Ή για έναν αγρότη μέσο με μια μέση αγροτική καλλιέργεια, να είχε μια μείωση περί τα 2.000 ευρώ σε ετήσια βάση. Αυτές λοιπόν τις προτάσεις καταθέσαμε, οι οποίες θα μπορούσαν να δώσουν μια ανάσα χωρίς να λύσουν βεβαίως το πρόβλημα δομικά, καθότι η ενεργειακή κρίση φοβάμαι είναι μια κρίση που ήρθε κι αυτή για να μείνει. Και το κύμα της ακρίβειας και της ανόδου του πληθωρισμού θα είναι ένα κύμα το οποίο θα διαρκέσει πολύ περισσότερο απ’ όσο οι αρχικές εκτιμήσεις υπολόγιζαν.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Να πάμε στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, κ. Πρόεδρε. Επειδή είμαστε εν μέσω μιας εσωκομματικής διαδικασίας στο ΚΙΝΑΛ, εσείς ως ΣΥΡΙΖΑ–Προοδευτική Συμμαχία, παρακολουθείτε σίγουρα με ενδιαφέρον. Και, νομίζω, όλος ο πολιτικός κόσμος και όλη η κοινωνία παρακολουθεί με ενδιαφέρον αυτή τη διαδικασία που είναι σε εξέλιξη. Σίγουρα, σεβόμενοι την εσωκομματική διαδικασία ενός άλλου κόμματος δεν έχετε τοποθετηθεί. Εκφράσατε βέβαια τον προβληματισμό σας αναφορικά με τις δημοσκοπήσεις και το πώς τελικά αποδείχθηκαν ως ο μεγάλος χαμένος, τουλάχιστον στον πρώτο γύρο αυτής της εκλογικής διαδικασίας. Ωστόσο, πολλοί λένε ότι από το αποτέλεσμα τουλάχιστον της πρώτης Κυριακής και προς τη μονομαχία του δεύτερου γύρου, σίγουρα η μαζική συμμετοχή του κόσμου έστειλε μηνύματα και στα δυο μεγάλα κόμματα, και στον ΣΥΡΙΖΑ και στη Νέα Δημοκρατία.
Δεν θα σας ρωτήσω για τη Νέα Δημοκρατία. Εσείς, ως ΣΥΡΙΖΑ, το πήρατε το μήνυμα απ’ αυτή τη μαζική συμμετοχή του κόσμου; Και αν ναι, κ. Πρόεδρε, ποιο είναι αυτό το μήνυμα τελικά που θα έπρεπε να πάρετε;
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Η μαζική συμμετοχή σε μια διαδικασία δημοκρατική, εσωκομματική, είναι ένα θετικό γεγονός. Αντιστοίχως, ως θετικό γεγονός είχαμε χαρακτηρίσει και τη συμμετοχή το 2017 στις εκλογές του ΚΙΝΑΛ, αλλά και στις αντίστοιχες εκλογές της Νέας Δημοκρατίας.
Ξέρετε, εμείς έχουμε επιλέξει όλο αυτό το διάστημα, και καθ’ όλη τη διάρκεια των εσωκομματικών εκλογών στο ΚΙΝΑΛ, όπως αντίστοιχα και στις εσωτερικές διεργασίες στη Νέα Δημοκρατία, να σεβόμαστε αυτές τις διαδικασίες, να μην παρεμβαίνουμε, αν και ένα μεγάλο μέρος των διαδικασιών και της συζήτησης αφορούσε και τον ΣΥΡΙΖΑ. Εντούτοις, δεν μπήκαμε στον πειρασμό ούτε να απαντήσουμε ούτε να κριτικάρουμε ούτε να σχολιάσουμε. Και σωστά, νομίζω, διότι θα εκλαμβανόταν ως απόπειρα να βοηθήσουμε τη μία υποψηφιότητα ή να εμποδίσουμε μια άλλη υποψηφιότητα, να παρέμβουμε εν πάση περιπτώσει, το οποίο δεν θα ήταν καθόλου πολιτικά ορθό. Από ‘κει και πέρα, ξέρετε, το κρίσιμο ερώτημα για όποιον με το καλό εκλεγεί την επόμενη Κυριακή θα είναι τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας και οι προτάσεις πάνω σε αυτά. Θα είναι οι προτάσεις και οι θέσεις, όχι μόνο για τις αναγκαίες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις, αλλά και στο άμεσο διακύβευμα.
Το άμεσο διακύβευμα, που για άλλη μια φορά θα το θέσω και στην ομιλία μου στα Γιάννενα, το άμεσο διακύβευμα είναι ότι η χώρα πάει πίσω με την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Το άμεσο διακύβευμα είναι ότι αυτά τα δυο χρόνια ενώ μας υποσχέθηκαν ότι θα πάμε μπροστά, πάμε πίσω. Και ότι η χώρα βιώνει μια μεγάλη οπισθοδρόμηση με την κυβέρνηση της Δεξιάς. Και ιδιαίτερα όταν αναφερόμαστε σε προοδευτικές δυνάμεις, αυτό δεν μπορεί να είναι αδιάφορο.
Και ιδιαίτερα όταν αναφερόμαστε σε κομμάτι της ευρύτερης προοδευτικής ή Δημοκρατικής Παράταξης, Δημοκρατική Παράταξη τι σημαίνει; Σημαίνει μέτωπο απέναντι στη Δεξιά. Βεβαίως, δεν μπορεί να είσαι και με τη Δεξιά και με τη Δημοκρατική Παράταξη. Αυτά λοιπόν είναι τα κρίσιμα θέματα στα οποία θα κληθεί να δώσει απαντήσεις όποιος κι αν εκλεγεί στο ΚΙΝΑλ και είναι και τα θέματα τα οποία αφορούν σήμερα τους πολίτες. Διότι όλα όσα συζητήσαμε για την πανδημία, όλα όσα συζητήσαμε για την ακρίβεια, για το εισόδημα, για τον κατώτατο μισθό, για τις εργασιακές σχέσεις, που έχουν γίνει μεσαίωνας με την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, για την αδιαφάνεια στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος μέσα στην πανδημία.
Δεν ξέρω αν το έχουμε συνειδητοποιήσει, αλλά μέσα στην περίοδο της πανδημίας, τους 18 μήνες, 4,9 δισεκατομμύρια ευρώ έφυγαν από το Δημόσιο Ταμείο με διαδικασίες είτε απευθείας αναθέσης σε «ημετέρους», σε εταιρείες που φτιάχτηκαν τρεις μέρες πριν, είτε μέσα από τις διαδικασίες των κλειστών διαγωνισμών. Αυτά είναι κρίσιμα ζητήματα, τα οποία οφείλουμε ως πολίτες, δημοκρατικοί πολίτες, σε όποιο κόμμα κι αν ανήκουμε, ό,τι κι αν ψηφίζουμε, να τα θέτουμε στη συζήτηση και να ζητάμε απαντήσεις.
Άρα λοιπόν, για μένα το κρίσιμο είναι ότι πρέπει να υπάρξει πολιτική αλλαγή και πρέπει να υπάρξει προοδευτική διακυβέρνηση για να προχωρήσει ο τόπος μπροστά, αφήνοντας πίσω μια καταστροφική περίοδο και μέσα από τη διαχείριση της πανδημίας αλλά και της οικονομίας από την πλευρά της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας του κ. Μητσοτάκη.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Άρα, παραμένει ανοιχτή αυτή η πρόσκληση γι’ αυτή την προοδευτική διακυβέρνηση και προς τους δύο που περνούν στο δεύτερο γύρο αυτής της εκλογικής αναμέτρησης κ. Τσίπρα, έτσι;
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Θα περίμενα να μου κάνετε αυτό το ερώτημα αν επιβεβαιώνονταν οι δημοσκοπήσεις. Τώρα δεν έχει νόημα, νομίζω είναι προφανές. Αλλά έχει κι ένα ενδιαφέρον να δούμε αυτό το φαινόμενο. Διότι δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει στη χώρα το φαινόμενο να έχεις σχεδόν όλες τις μετρήσεις τις δημοσκοπικές να δίνουν ανάποδα αποτελέσματα απ’ αυτά που βγάζει η κάλπη. Παράξενο πράγμα, μόνο στην Ελλάδα συμβαίνει αυτό.
Και το ακόμα πιο παράξενο είναι ότι αφορούσαν έναν υποψήφιο ο οποίος είχε απ’ ό,τι φαίνεται, από τον φιλοκυβερνητικό Τύπο ιδιαίτερα ευμενή μεταχείριση. Από το σύστημα Μαξίμου, ας το πω έτσι.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Ο ΣΥΡΙΖΑ, επειδή ο κ. Κούλογλου σ’ ένα άρθρο του λέει μετά τον πρώτο γύρο, αυτό των εσωκομματικών διαδικασιών στο ΚΙΝΑΛ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ απέκτησε ανταγωνιστή στο γήπεδο της Κεντροαριστεράς. Απέκτησε;
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Αυτό είναι καλό πάντως. Διότι όταν έχεις ανταγωνιστή γίνεσαι κι εσύ καλύτερος. Νομίζω ότι οι σχέσεις των κομμάτων είναι από τη φύση τους ανταγωνιστικές, γιατί ο καθένας, λογικό είναι, θέλει το δικό του κόμμα. Αλλά στο τέλος της ημέρας, νομίζω ότι το κρίσιμο διακύβευμα, επαναλαμβάνω, έχει να κάνει με την καθημερινότητα των ανθρώπων, με το τι προτείνεις για τη διακυβέρνηση, τι θέλεις να συμβεί στη χώρα. Και νομίζω ότι αργά ή γρήγορα αυτό θα κληθεί να πράξει, εκ των πραγμάτων, ένα κόμμα το οποίο δεν έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει από μόνο του τη διακυβέρνηση, πόσο μάλλον σε συνθήκες απλής αναλογικής: να πάρει θέση με ποιον απ’ τους δύο.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Φτάνουμε λοιπόν στην επίσκεψή σας στα Γιάννενα σε λίγες ώρες, στο πλαίσιο περιοδειών που έχουν ξεκινήσει, ενόψει και του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ–Προοδευτική Συμμαχία με στόχο το άνοιγμα προς την κοινωνία. Γιατί σίγουρα οι συνθήκες και της πανδημίας, αν θέλετε, τους τελευταίους μήνες δεν επέτρεψαν ενδεχομένως στο βαθμό που επιθυμούν τα πολιτικά κόμματα αυτό το άνοιγμα προς την κοινωνία. Και αυτό επιχειρείτε να κάνετε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, να έρθετε πιο κοντά στους πολίτες, να επικοινωνήσετε ακόμη καλύτερα τις προτάσεις που έχετε καταθέσει όλο αυτό το χρονικό διάστημα, σε πάρα πολλούς τομείς, τις αντιπροτάσεις σας. Γιατί κατηγορείστε κι από πλευράς της κυβέρνησης ότι δεν καταθέτετε προτάσεις, ότι κάνετε μόνο αντιπολίτευση. Έχετε καταθέσει κατά διαστήματα τις προτάσεις σας κι αυτές θέλετε να τις επικοινωνήσετε ακόμη περισσότερο στον κόσμο, έτσι;
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Έτσι είναι, ναι. Και νομίζω ότι η πανδημία υπήρξε ένα πολύ μεγάλο, ανυπέρβλητο εμπόδιο για μας, διότι είμαστε ένα κόμμα που δεν στηριζόμαστε από μεγάλα εκδοτικά συμφέροντα ούτε έχουμε ιδιαίτερα ευνοϊκή μεταχείριση από μεγάλο μέρος των Μέσων Ενημέρωσης. Συνεπώς, ο τρόπος για να επικοινωνήσουμε τις θέσεις μας είναι η διαπροσωπική επαφή, είναι οι εξορμήσεις, είναι η κουβέντα, η συζήτηση, οι εκδηλώσεις με τους πολίτες.
Μας έκοψε αυτή τη δυνατότητα η πανδημία και αυτό ήταν ένα πολύ σημαντικό χτύπημα. Αξιοποιήσαμε σε μεγάλο βαθμό τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αλλά νομίζω ότι αυτή η αδιαμεσολάβητη επαφή είναι ζωογόνος για κάθε πολιτική δύναμη, ιδιαίτερα για μας. Έτσι λοιπόν θα έχω την ευκαιρία να βρεθώ αύριο στα Γιάννενα και στην Ηγουμενίτσα μεθαύριο, στη Θεσπρωτία, να πιάσω το σφυγμό, να ακούσω τον κόσμο. Έχει πολύ μεγάλη αξία, νομίζω.
Και βεβαίως αυτό γίνεται στο πλαίσιο της πορείας μας προς ένα σημαντικό συνέδριο για τον ΣΥΡΙΖΑ–Προοδευτική Συμμαχία. Είναι ένα συνέδριο τομής και συνέχειας, όπου θα επικυρώσουμε τη συμπόρευσή μας με στελέχη και δυνάμεις από τον ευρύτερο προοδευτικό χώρο σ’ ένα ενιαίο κόμμα, τον ΣΥΡΙΖΑ–Προοδευτική Συμμαχία. Ταυτόχρονα όμως θα επικυρώσουμε και την ανανέωση της στελεχικής βάσης του κόμματος. Θα επικυρώσουμε κι ένα άνοιγμα στην ελληνική κοινωνία, πιστεύω, με μια σημαντική παρακαταθήκη που έχει να κάνει με τον αριθμό των μελών μας που αυξήθηκε σημαντικά.
Γιατί, ξέρετε, έχει μια ποιοτική διαφορά που αξίζει τον κόπο να την αναφέρει κανείς. Είναι άλλο να πηγαίνει κανείς στην κάλπη και να ψηφίζει, που εν πάση περιπτώσει, είναι μια διαδικασία που έχει τα θετικά της και τα αρνητικά της, αλλά είναι άλλο να πηγαίνει κανείς στην κάλπη και να ψηφίζει για τον αρχηγό ενός κόμματος χωρίς να θέλει να συμμετάσχει ποτέ άλλοτε σ’ αυτό το κόμμα, στις διεργασίες του, στις εξορμήσεις του, στην παραγωγή πολιτικής, απλά από ενδιαφέρον. Και είναι άλλο κανείς να είναι μέλος ενός κόμματος, να παίρνει μέρος στις αποφάσεις, που να σχηματίζει, αν θέλετε, τις αποφάσεις μέσα από τις παρεμβάσεις του, μέσα από τη δράση του. Είναι μια ποιοτική διαφορά, είναι αυτό που εγώ θα ονόμαζα «μέλος» και αυτό που είναι “υποστηρικτής” ή “φίλος”.
Αυτή είναι μια ποιοτική διαφορά. Για εμάς λοιπόν έχει μια αξία που έχουμε διπλασιάσει τα μέλη μας. Για μας έχει μια αξία που μέσα από το Συνέδριό μας αυτό έχουμε στόχο, και έχω προσωπικά στόχο, το ακόμα μεγαλύτερο άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία. Και νομίζω ότι αυτό το δύσκολο στοίχημα θα το πετύχουμε μέσα από μια συντεταγμένη πορεία και μέσα από ένα Συνέδριο που θα κληθεί να πάρει κρίσιμες αποφάσεις.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Δεν έχετε ζητήσει ξεκάθαρα πρόωρες εκλογές, παρά την κριτική που ασκείτε στην κυβέρνηση. Εκτιμάτε όμως ότι παρά τις όποιες διαβεβαιώσεις από πλευράς του κ. Μητσοτάκη ότι θα ολοκληρώσει την κυβερνητική του θητεία, μπορεί να έχουμε πολύ νωρίτερα προσφυγή στις κάλπες; Και θα είναι έτοιμος ο ΣΥΡΙΖΑ σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο; Είναι έτοιμος;
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Νομίζω ότι, όσο περνά ο καιρός, αυτό θα αρχίσει να γίνεται ένα αίτημα της κοινωνίας πια. Έχω κληθεί πολλές φορές να απαντήσω σ’ αυτό το ερώτημα. Ξέρετε, έχω διατελέσει πρωθυπουργός. Και γνωρίζω πάρα πολύ καλά ότι το τελευταίο πράγμα που θα έκανε ένας πρωθυπουργός είναι να κάνει εκλογές επειδή του το ζητά ο αντίπαλός του. Ο Μητσοτάκης το ζητούσε 4 χρόνια σχεδόν.
Από την άλλη, επίσης, γνωρίζω πάρα πολύ καλά ότι ένας πρωθυπουργός πάει σε πρόωρες εκλογές για δυο λόγους: Είτε αν είναι απολύτως ότι θα τις κερδίσει, είτε αν βλέπει ότι τα πράγματα έχουν σκουρύνει τόσο πολύ που θέλει να προλάβει την κατάρρευση. Νομίζω ότι ο κ. Μητσοτάκης έχει απομακρυνθεί απόλυτα από το πρώτο ενδεχόμενο και προσεγγίζει το δεύτερο.
Αν λοιπόν θα κάνει εκλογές, θα κάνει για να αποφύγει την κατάρρευση. Όχι γιατί θα είναι βέβαιος ότι θα τις κερδίσει, αυτό το σενάριο έχει τελειώσει. Ενδεχομένως να είχε αυτή τη δυνατότητα, την πιθανότητα, για ένα μικρό χρονικό διάστημα μετά το τέλος της πρώτης φάσης, του πρώτου κύματος της πανδημίας, που η πολύ καλή επίδοση της Ελλάδας για συγκυριακούς λόγους, καθότι δεν εισήλθε καν ο ιός στη χώρα, θέλησε να την πιστωθεί ο ίδιος και την πιστώθηκε σ’ ένα μεγάλο βαθμό.
Αλλά ξέρετε, είναι οξύμωρο να πιστώνεσαι την επιτυχία, αλλά να μην θέλεις να χρεωθεί την αποτυχία. Θα τη χρεωθείς, θες δεν θες. Κι έτσι λοιπόν θεωρώ ότι ο κ. Μητσοτάκης, είτε θα αναγκαστεί να πάει σε πρόωρες κάλπες, είτε θα ρισκάρει την εκλογή στο τέλος της θητείας, στο τέλος της συνταγματικά κατοχυρωμένης θητείας. Είναι μια απόφαση την οποία θα κληθεί να πάρει ο ίδιος. Και είμαι βέβαιος ότι η θέση και η στάση του ΣΥΡΙΖΑ και εμού προσωπικά δε θα τον επηρεάσει καθόλου. Αυτό όμως που θα τον επηρεάσει, είναι αν αυτό γίνει αίτημα της κοινωνίας. Και άρα, επειδή εμείς θέλουμε την πολιτική αλλαγή και τις πολιτικές εξελίξεις, θα επιδιώξουμε το επόμενο διάστημα να κινητοποιηθεί η κοινωνία προς την επίτευξη αυτού του στόχου.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Θέλω να σας ευχαριστήσω πάρα πολύ για τη δυνατότητα να συνομιλήσουμε. Δε σας ρώτησα για τοπικά ζητήματα των Ιωαννίνων, αυτό το αφήνω για την αυριανή σας ομιλία, για να έρθει ο κόσμος να τα ακούσει από κοντά.
ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑΣ: Ακριβώς. Θα μιλήσω και για την Ήπειρο, μια από τις πιο αδικημένες Περιφέρειες της Ευρώπης, όχι μόνο της Ελλάδας, με πολύ μεγάλες δυνατότητες. Αλλά και για τις παρεμβάσεις μας, τις προτάσεις μας, τις δεσμεύσεις μας. Νομίζω όμως ότι καλό είναι να αφήσουμε και κάτι για αύριο.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: Σας ευχαριστώ πολύ.