“Είναι χαρά μου να απευθύνομαι για άλλη μια φορά στο ετήσιο Συνέδριο του Επιμελητηρίου σας, αν και για δεύτερη φορά, δυστυχώς, με τους περιορισμούς που ορίζουν τα επιδημιολογικά μέτρα που μας αναγκάζουν να επικοινωνούμε εξ αποστάσεως.
Φέτος έχετε διαλέξει έναν πολύ ενδιαφέροντα τίτλο:
Επαναπροσδιορίζοντας την ανάπτυξη για ένα βιώσιμο και χωρίς αποκλεισμούς μέλλον.
Και θεωρώ πολύ καίριο να μιλήσουμε για την ανάγκη επαναπροσδιορισμού της ανάπτυξης.
Γιατί η ανάπτυξη δεν μπορεί να είναι μόνο αριθμοί. Πρέπει να δούμε ξανά και τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά.
Ιδίως αν στόχος μας είναι ένα βιώσιμο μέλλον για όλους, χωρίς αποκλεισμούς.
Ζούμε σε μια περίοδο όπου οι αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις, η πανδημία, αλλά και η κλιματική κρίση, έχουν αναδείξει τους περιορισμούς και τα προβλήματα του κυρίαρχου μέχρι χτες οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου.
Άρα, σε μια περίοδο όπου οι κατεστημένες αντιλήψεις και βεβαιότητες κλονίζονται.
Οι τελευταίες τέσσερις δεκαετίες χαρακτηρίστηκαν από μια πρωτοφανή διεύρυνση των ανισοτήτων.
Συνακόλουθο ήταν να κλονιστεί και η εμπιστοσύνη των πολιτών στο πολιτικό σύστημα και στις δημοκρατικές αξίες, με αποτέλεσμα την άνοδο μισαλλόδοξων και ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων που εκμεταλλεύονται τις διαψεύσεις των προσδοκιών των χαμηλών και μεσαίων εισοδηματικά στρωμάτων.
Συνεπώς, όποιος σήμερα δεν συμμερίζεται την ανάγκη αλλαγής πορείας, εθελοτυφλεί.
Αν στόχος μας είναι ένα μέλλον βιώσιμο και χωρίς αποκλεισμούς, οφείλουμε να θέσουμε και να υλοποιήσουμε συμπεριληπτικούς οικονομικούς και κοινωνικούς στόχους, αντί απλά να παρατηρούμε τις «αποτυχίες» των παγκόσμιων αγορών.
Και είναι σημαντικό ότι, έστω με αφορμή την πανδημία, τέτοιες πρωτοβουλίες – που οι προοδευτικές δυνάμεις υποστηρίζαμε για χρόνια και που αντιμετωπίζονταν εχθρικά – σήμερα βρίσκονται στο τραπέζι.
Η πρόσφατη συμφωνία στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ, για τη θέσπιση ενός παγκόσμιου ελάχιστου εταιρικού φόρου 15% – και τη φορολόγηση των κερδών των ψηφιακών κολοσσών με βάση τη χώρα στην οποία δημιουργείται η οικονομική αξία και όχι μόνο τη χώρα της φορολογικής έδρας- ήταν ένα θετικό βήμα.
Πριν από μερικά χρόνια θα φαινόταν αδιανόητο.
Όπως σημαντικό βήμα είναι και η καθιέρωση της Ευρωπαϊκής Πράσινης Ατζέντας με Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης και, ιδίως, η καθιέρωση του Ταμείου Ανάκαμψης με δανεισμό από την ΕΕ.
Ωστόσο, αυτά τα θετικά βήματα είναι ακόμη μικρά μπροστά στις ανάγκες που γεννά η εποχή μας.
Δείτε για παράδειγμα την ίδια την εξέλιξη της πανδημίας.
Περισσότερα από 12 δισεκατομμύρια δολάρια επενδύθηκαν από τις κυβερνήσεις – και ορθώς- σε έξι διαφορετικές φαρμακευτικές εταιρείες προκειμένου να ενισχυθούν στην προσπάθεια της επιστήμης να δημιουργήσει το εμβόλιο για τον COVID-19.
Το εμβόλιο ήταν ένα δώρο της επιστήμης στην ανθρωπότητα.
Οι ιδιωτικές εταιρείες, ωστόσο, θέλησαν να το κρατήσουν ως δικό τους περιουσιακό στοιχείο.
Διατηρώντας τις πατέντες, θέλησαν να κάνουν την περιουσία της ανθρωπότητας και της ζωής, δική τους περιουσία.
Αποτέλεσμα είναι την ώρα που στο Δυτικό κόσμο κάνουμε τη 3η δόση, στην Αφρική πρώτη δόση έχει κάνει μόλις το 7% του πληθυσμού.
Και αυτή η απληστία μας εκδικείται.
Οι συνεχείς μεταλλάξεις του ιού αποδεικνύουν ότι πουθενά δεν θα είμαστε ασφαλείς αν δεν είναι ασφαλείς όλοι σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια νέα αντίληψη για την παγκόσμια διακυβέρνηση και μια νέα σχέση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στη βάση της επίτευξης ενός κοινά αποδεκτού κοινωνικού στόχου.
Εν προκειμένω στη διασφάλιση ότι τα εμβόλια θα είναι παγκοσμίως διαθέσιμα.
Άρα, θα πρέπει να κοινωνικοποιούμε τα οφέλη και όχι μόνο τους κινδύνους.
Παράδειγμα δεύτερο: Η κλιματική κρίση.
Έχουμε ήδη αργήσει να προχωρήσουμε στη μετάβαση σε ένα κλιματικά ουδέτερο μέλλον και να προστατέψουμε το κοινό μας σπίτι, τον πλανήτη όπου θα ζήσουν οι επόμενες γενιές.
Την ίδια στιγμή, όμως, η αύξηση των τιμών στον τομέα της ενέργειας ήρθε να υπενθυμίσει σε όλους ότι η κλιματική μετάβαση κοστίζει.
Και το ζήτημα είναι ποιος αναλαμβάνει το κόστος.
Η κλιματική αλλά και η ψηφιακή μετάβαση ενδέχεται να οδηγήσουν σε ακόμα μεγαλύτερες ανισότητες αν δεν βασιστούν σε δίκαιες φορολογικές και κοινωνικές πολιτικές.
Αντίθετα, μπορούμε, για παράδειγμα, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, να αποκεντρώσουμε την παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ, και να ωφελήσουμε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.
Αυτή η συζήτηση σήμερα διεξάγεται σε παγκόσμιο επίπεδο και είναι χαρακτηριστικές οι προωθημένες πρωτοβουλίες, αλλά και οι θέσεις που έχει πάρει ο Πρόεδρος Μπάιντεν.
Δυστυχώς στην Ελλάδα, η κυβέρνηση δεν συμμετέχει σε μια τέτοια παγκόσμια συζήτηση για αλλαγή παραδείγματος.
Αντιθέτως, αναμασάει οικονομικές συνταγές του παρελθόντος που απέτυχαν και μας οδήγησαν στην πτώχευση.
Υλοποιεί τα trickle down economics, που από την Ιαπωνία μέχρι τις ΗΠΑ απορρίφθηκαν πανηγυρικά.
Χωρίς πρόθεση για ουσιαστική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, χωρίς να δίνει σημασία στην εγχώρια παραγόμενη αξία, χωρίς βιομηχανική πολιτική, χωρίς να πιστεύει στην παραγωγική δυναμική των ΜμΕ, υποτιμώντας την αξία της εργασίας.
Αν κανείς ονειρεύεται μια οικονομία χαμηλού κόστους, τελικά θα έχει μια οικονομία χαμηλών προσδοκιών όπου οι περισσότεροι θα ζουν μέσα στην ανασφάλεια.
Η κυβερνητική προπαγάνδα στην Ελλάδα μιλάει για μια οικονομία που καλπάζει.
Το μόνο που σίγουρα καλπάζει είναι η ακρίβεια, οι ανισότητες, η ανασφάλεια.
Τα δεδομένα και τα γεγονότα, παρά την ανάκαμψη της οικονομίας μετά τη μεγάλη βουτιά του 2020, δεν επιτρέπουν κλίμα ευφορίας.
• Γιατί στο τέλος του 2021 το ΑΕΠ της χώρας θα υπολείπεται κατά περίπου 3 δισ. ευρώ από αυτό του 2019.
• Γιατί η πανδημική κρίση έφερε εκ νέου στο προσκήνιο τα «δίδυμα ελλείμματα» της ελληνικής οικονομίας. Το δημοσιονομικό και του εμπορικού ισοζυγίου, αναστέλλοντας τα αποτελέσματα της προσαρμογής των τελευταίων χρόνων.
• Γιατί η ακρίβεια μείωσε την αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού κατά 7,4% τον Οκτώβριο και 10% τον Νοέμβριο του 2021.
• Γιατί τα αποθέματα Άμεσων Ξένων Επενδύσεων στην Ελλάδα μειώθηκαν κατά 15,7% μετά την πολύ σημαντική ανάκαμψη που είχε συντελεστεί κατά την περίοδο 2015-2019
Οι επιλογές της κυβέρνησης οδηγούν σε έναν δυισμό την οικονομία με λίγους και ισχυρούς να ωφελούνται και τη συντριπτική πλειοψηφία να μην εισπράττει από την ανάκαμψη.
Και αυτός ο δυισμός είναι που υπονομεύει την προοπτική μιας διατηρήσιμης και βιώσιμης ανάπτυξης.
Και επιτρέψτε μου να πω ότι το πρόβλημα της χώρας και κατά την προηγούμενη κρίση δεν ήταν πρώτα και κύρια δημοσιονομικό, αλλά ήταν αναπτυξιακό.
Επικράτησε επί δεκαετίες ένα μοντέλο εσωστρεφές, στηριγμένο στην ανάπτυξη κάποιων παραδοσιακών τομέων της οικονομίας και στην ψευδαίσθηση ότι τα μεγάλα έργα, η κατανάλωση, μαζί με τις μαζικές ιδιωτικοποιήσεις, διασφαλίζουν τη ροή διεθνών πόρων στην οικονομία και μπορούν να στηρίξουν την ανάπτυξη.
Σήμερα επαναλαμβάνοντας για πολλοστή φορά το ίδιο αποτυχημένο πείραμα, είναι παράλογο να περιμένει κανείς διαφορετικά αποτελέσματα.
Η Ελλάδα όμως είχε και έχει δυνατότητες.
Αλλά για να τις αξιοποιήσει χρειάζεται δομικές αλλαγές.
Χρειάζεται ένα νέο παραγωγικό μοντέλο.
Που θα στοχεύει στη βιώσιμη αύξηση του ΑΕΠ και επομένως σε προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας με αντίστοιχο περιβαλλοντικό και κοινωνικό αποτύπωμα.
Που θα στηρίζεται στην αξία του ανθρώπινου κεφαλαίου και ιδίως των υψηλά καταρτισμένων νέων γενεών.
Που θα στοχεύει στη δημιουργία εγχώριας παραγόμενης αξίας, θα στηρίζει την αύξηση της εγχώριας παραγωγής. Μεταξύ άλλων, στηρίζοντας τις πολλές νεοφυείς επιχειρήσεις ιδίως σε τομείς των νέων τεχνολογιών.
Που θα υποστηρίζει σοβαρές τομεακές πολιτικές και κυρίως βιομηχανική πολιτική, έχοντας περιφερειακή διάσταση.
Ένα μοντέλο, τέλος, που θα επιδιώκει την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων (ελληνικών και ξένων κεφαλαίων) δίνοντας κίνητρα και αίροντας τους αναχρονισμούς του κράτους που εμπόδιζαν τους επενδυτές. Την ασφάλεια δικαίου, τη γρήγορη απονομή δικαιοσύνης, την άρση της γραφειοκρατίας, το σαφές χωροταξικό πλαίσιο.
Σε αυτό το πλαίσιο, αγαπητές φίλες και φίλοι, στηρίζουμε και ενθαρρύνουμε τις επενδύσεις από τις ΗΠΑ, πολλές από τις οποίες φαντάζομαι θα αναφέρθηκαν και σήμερα κατά τη διάρκεια του ετήσιου Συνεδρίου σας.
Ενθαρρύνουμε τη δράση του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου και σχετικές κοινές πρωτοβουλίες.
Σας θυμίζω, ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτή που συνέβαλε σε αυτήν την κατεύθυνση, με την καθιέρωση του στρατηγικού διαλόγου μεταξύ άλλων και για τις διμερείς οικονομικές σχέσεις τον Δεκέμβριο 2018.
Και με την εξαιρετικά επιτυχημένη συμμετοχή των ΗΠΑ στη ΔΕΘ του 2018 ως τιμώμενη χώρα, αλλά και την ανάπτυξη των οικονομικών σχέσεων σε σειρά τομείς όπως η ενέργεια και οι υποδομές.
Μπορούμε και πρέπει να στηριχθούμε σε αυτό το παράδειγμα.
Μπορούμε και πρέπει να υλοποιήσουμε περισσότερες παραγωγικές επενδύσεις στην Ελλάδα με σταθερές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, αξιοποιώντας το καλύτερο συγκριτικό μας πλεονέκτημα, το ανθρώπινο κεφάλαιο.
Ταυτόχρονα όμως, μπορούμε και πρέπει να προχωρήσουμε σε αλλαγή παραδείγματος, επενδύοντας σε ένα μέλλον βιώσιμης ανάπτυξης, χωρίς αποκλεισμούς.
Σας ευχαριστώ!”