Γράφει ο Τάσος Παππάς
Πηγή: “Εφημερίδα των Συντακτών”
Το παίζει άνετη η κυβέρνηση με την υπόθεση της εξεταστικής επιτροπής για τη λίστα Πέτσα, ωστόσο έχει συνειδητοποιήσει πως θα βρεθεί σε δύσκολη θέση αν η συζήτηση μπει επί της ουσίας. Και γι’ αυτό επιχειρεί να σαμποτάρει τη διαδικασία διευρύνοντας την περίοδο εξέτασης. Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, με την οποία συμφώνησαν και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, αφορά μια συγκεκριμένη χρονική φάση και περιλαμβάνει εκτός της διαβόητης λίστας και την περίπτωση μιας εταιρείας δημοσκοπήσεων. Το διάστημα 2015-2019 δεν είχαμε κάτι ανάλογο με τη λίστα Πέτσα.
Η Νέα Δημοκρατία έχει κατηγορήσει τον ΣΥΡΙΖΑ ότι προσπάθησε να στήσει το δικό του δίκτυο στα μέσα ενημέρωσης όταν ήταν στην κυβέρνηση και υποστηρίζει σήμερα ότι το ζήτημα πρέπει να ερευνηθεί. Επαναφέρει στο προσκήνιο το θέμα του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες, ξεχνάει (;) όμως ότι έχει ασχοληθεί η Βουλή με το αντικείμενο, η υπόθεση είναι στα χέρια της Δικαιοσύνης και ο τότε αρμόδιος υπουργός Νίκος Παππάς έχει παραπεμφθεί για το πλημμέλημα της παράβασης καθήκοντος. Ολο το κατηγορητήριο στήθηκε με βάση τους ισχυρισμούς του επιχειρηματία Καλογρίτσα, τον οποίο η Νέα Δημοκρατία χαρακτήριζε αναξιόπιστο και ύποπτο για παράνομες δοσοληψίες την εποχή που γινόταν ο διαγωνισμός και μερικά χρόνια αργότερα ανακάλυψε ότι είναι σοβαρός και έγκυρος. Το αν θα φτάσουμε στο Ειδικό Δικαστήριο θα το αποφασίσει το δικαστικό συμβούλιο σύντομα.
Υπάρχει κάτι καινούργιο επ’ αυτού; Δεν νομίζω. Αν τα σαΐνια του επιτελικού κράτους και οι δημοσιολόγοι του καθεστώτος είχαν βρει, θα το είχαν μπουμπουνίσει. Ψάχνουν πάντως και αν χρειαστεί δεν θα διστάσουν να κατασκευάσουν περίεργες ιστορίες για να πλήξουν τον πολιτικό αντίπαλο. Το έκαναν στο παρελθόν, λίγο χοντροκομμένα είναι αλήθεια, αλλά δεν έχουν εγκαταλείψει την ιδέα. Αλλωστε, πρώτα φεύγει η ψυχή και μετά το χούι. Για τη λίστα Πέτσα η κυβέρνηση αλλά και ο τότε αρμόδιος υφυπουργός θα κληθούν να αναμετρηθούν με ορισμένα ερωτήματα:
● Γιατί ανέθεσαν σε ιδιωτική εταιρεία να μοιράσει κρατικό χρήμα; Παρακολούθησαν τη διαχείριση που έκανε η εταιρεία;
● Ποια ήταν τα κριτήρια με βάση τα οποία δόθηκε κρατικό χρήμα σε μέσα ενημέρωσης;
● Τα κριτήρια τα έβαλε η κυβέρνηση ή η διοίκηση της εταιρείας;
● Γιατί αποκλείστηκαν από τη χρηματοδότηση μέσα ενημέρωσης; Ηταν τυχαίο ότι ασκούσαν κριτική στις επιλογές της κυβέρνησης;
● Γιατί εφημερίδες με μικρότερη κυκλοφορία από άλλες πήραν περισσότερα χρήματα; Οι διαφορές που υπάρχουν βγάζουν μάτι.
● Γιατί χρηματοδοτήθηκαν τηλεοπτικά μέσα, κυρίως της περιφέρειας, που είχαν διακριθεί στο άθλημα της συνωμοσιολογίας και διέδιδαν διάφορες ανοησίες για τις αιτίες της πανδημίας; Επιβραβεύτηκαν για τους ψεκασμούς με ψευδολογίες που έκαναν στο φοβισμένο πλήθος; Δεν υπονόμευσε αυτή η επιλογή τις προτροπές της κυβέρνησης να ακούμε και να εμπιστευόμαστε μόνο τους ειδικούς και να απορρίπτουμε χωρίς δεύτερη σκέψη τα σενάρια των λογής λογής παπαρολόγων;
● Γιατί ιστοσελίδες με χαμηλή επισκεψιμότητα εισέπραξαν ένα σκασμό λεφτά, ενώ άλλες ιστοσελίδες με μεγαλύτερο εκτόπισμα πήραν ψίχουλα;
● Και, τέλος, το κρίσιμο ερώτημα: Ο κ. Πέτσας κινήθηκε αυτοβούλως ή λειτούργησε κατόπιν εντολής του μεγάρου Μαξίμου; Αν έρθουν μεγάλα ζόρια, δεν αποκλείεται να ζητηθεί από τον κ. Πέτσα να θυσιαστεί για να μείνει στο απυρόβλητο ο επικεφαλής της κυβέρνησης. Ωστόσο εκτός από τις πολιτικές ευθύνες μπορεί να προκύψουν και ποινικές ευθύνες. Θα δεχτεί ο κ. Πέτσας να γίνει ο αποδιοπομπαίος τράγος;
Ανάγωγα
«Με κατηγόρησε η “Εφημερίδα των Συντακτών” για απευθείας ανάθεση σε εταιρεία δημοσκοπήσεων αλλά γρήγορα το πήρε πίσω» είπε χθες το πρωί στο ΟΡΕΝ ο υπουργός Ανάπτυξης Αδωνις Γεωργιάδης. Η «Εφημερίδα των Συντακτών» δεν πήρε τίποτα πίσω, επιμένει και έχει δίκιο βουνό. Ο υπουργός την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια, όπως το συνηθίζει στις περιπτώσεις που τα γεγονότα κατατροπώνουν τους ισχυρισμούς του.