Γράφει ο Νίκος Μπογιόπουλος
“Κλιματική αλλαγή”. “Ατομική ευθύνη”. “Ακραία φαινόμενα”. “Πρωτοφανή φαινόμενα”. Και – ανέκαθεν – “επιτελικό κράτος”. Μάλιστα. Πάμε, λοιπόν, να δούμε:
Ήταν Νοέμβρης, το 1961, όταν η θεομηνία πλήττει την Αττική. Οι νεκροί φτάνουν τους 43, οι άστεγοι τους 4.000.
Ήταν Νοέμβρης, το 1977, όταν η θεομηνία πλήττει την Αθήνα. Οι νεκροί ανέρχονται στους 37.
Ηταν Οκτώβρης του 1994 όταν η θεομηνία πλήττει την Αθήνα. Η Νέα Ιωνία “πνίγεται”, 10 νεκροί, ανυπολόγιστη καταστροφή.
Ηταν Νοέμβρης του 2017. Η καταστροφή στην Μάνδρα αφήνει πίσω της 25 νεκρούς.
Ερώτηση: Σαράντα, πενήντα, εξήντα χρόνια από το 1961, μέσα σε αυτές τις δεκαετίες που πέρασαν και που η Αττική και η Ελλάδα βίωσε και βιώνει αναρίθμητες τέτοιες θεομηνίες, θα ήταν υπερβολή να μιλήσουμε για θεομηνίες που η μετατροπή τους σε τραγωδίες δεν συνιστά φυσικό αλλά πολιτικό φαινόμενο;
Εξηγούμαστε:
Η αποστολή ενός κράτους, μιας κυβέρνησης, ενός Υπουργικού Συμβουλίου, ενός πολιτικού συστήματος εν συνόλω, δεν είναι να διεκπεραιώνει ρόλο περιοδεύοντα θιάσου παροχής συλλυπητηρίων. Δεν αποτελεί κριτήριο αξιοσύνης το πόσες φορές συνεδρίασε ο τάδε ή δείνα φορέας για ένα πρόβλημα, αλλά τι έπραξε για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Και σίγουρα δεν τελειώνει η αποστολή της εκάστοτε κυβέρνησης ούτε με εξαγγελίες μιας μετά θάνατον παροχής αρωγής, ούτε με την κήρυξη εθνικού πένθους όταν έτσι κι αλλιώς το πένθος έχει καταπλακώσει ακόμα και τις λάσπες που προκάλεσαν το πένθος.
Η όποια ανθρώπινη συμπεριφορά, με την πλειάδα των πολιτικών παραγόντων να σπεύδουν (καλώς) στους τόπους της τραγωδίας, οι συσκέψεις και οι αποφάσεις σε πολιτικά γραφεία, οι διακηρύξεις για παροχή ανθρώπινης συνδρομής, δεν συνιστά το μέτρο με το οποίο κρίνονται η ευθύνη και οι υποχρεώσεις μιας (της κάθε) πολιτικής ηγεσίας.
Το μέτρο της ευθύνης κάθε πολιτικής ηγεσίας καθορίζεται από το πώς αντιμετωπίζει το εκάστοτε πολιτικό πρόβλημα.
Εξηγούμαστε διπλά:
Μια θεομηνία, ένα μετεωρολογικό φαινόμενο, δεν είναι πολιτικό πρόβλημα. Μετατρέπεται, όμως, σε πολιτικό πρόβλημα, όταν η αιτία της πλημμύρας και της καταστροφής που επακολουθεί δεν είναι – μόνο – η θεομηνία, αλλά οι εργολαβικές αυθαιρεσίες, το κράτος των φωτογραφικών αναθέσεων, το ατιμώρητο των παραλείψεων, η πολιτική της αντιπαροχής και της οικοπεδοποίησης.
Ένας σεισμός δεν είναι πολιτικό πρόβλημα. Μετατρέπεται, όμως, σε πολιτικό πρόβλημα, από την ανυπαρξία αντισεισμικής πολιτικής, από την ανοχή στη ρεμούλα, από την πολιτική της αδιαφορίας απέναντι στην ανθρωποκτόνα κερδοσκοπία.
Ένα αυτοκινητικό δυστύχημα δεν είναι πολιτικό θέμα. Είναι, όμως, πολιτικό θέμα – και μάλιστα πρώτου μεγέθους – όταν σ’ αυτήν τη χώρα, την ίδια ώρα που το πολιτικό της σύστημα διακινούσε την «μεγάλη ιδέα» των Ολυμπιακών Αγώνων, το 2004, υπήρχαν πάνω από …6.226 (!) τρόποι για να πεθάνεις στους ελληνικούς δρόμους. Σύμφωνα με την τότε μελέτη της Τροχαίας τόσες ήταν οι παγίδες θανάτου (6.226!) στο ελληνικό εθνικό οδικό δίκτυο. Σήμερα, 17 χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς, η Πάτρα – Πύργου και το “οδικό” δίκτυο στην Κρήτη είναι ένα απέραντο εικονοστάσι…
Με άλλα λόγια, σ’ αυτόν τον τόπο, πίσω από κάθε σχεδόν δυστύχημα, πίσω από κάθε σχεδόν τραγωδία, πίσω από κάθε σχεδόν καταστροφή, πέρα από τον παράγοντα «φύση», πέρα από τον παράγοντα «τύχη», πέρα από τον παράγοντα «ανθρώπινο λάθος», υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής: Η αδιαφορία για την προστασία, πόσω μάλλον, την καλυτέρευση της ζωής των πολλών.
Αυτή η αδιαφορία δεν λογίζεται ούτε ως ανικανότητα, ούτε ως αβλεψία. Πρόκειται, καθαρά, για πολιτική επιλογή. Πρόκειται για την πολιτική επιλογή όλων των κυβερνήσεων, με τις πολεοδομίες τους, με τους δημοτικούς τους άρχοντες, με τους εργολάβους τους, που ενώ έχουν στη διάθεσή τους και στα συρτάρια τους δεκάδες αναφορές τοπικών αρχών, δεκάδες μελέτες πανεπιστημιακών, δεκάδες παρεμβάσεις φορέων, δεκάδες καταγραφές που επισημαίνουν κινδύνους και προβλέπουν το μέλλον, εκείνες κωφεύουν.
Το 2017, κατά τα γεγονότα στην Μάνδρα, είχαμε την μαρτυρία του καθηγητή Γεωλογίας Δ.Παπανικολάου (στον RealFm) ότι επί 20 χρόνια (!) πηγαίνει τους μεταπτυχιακούς φοιτητές του στη Μάνδρα και τους διδάσκει γιατί εκεί – λόγω της αυθαιρεσίας – η νεροποντή θα φέρει τραγωδία. Η μαρτυρία μιλάει από μόνη της.
Πριν από λίγες μέρες, είχαμε την μαρτυρία του καθηγητή Λέκκα με αφορμή τις πλημμύρες στα καμμένα της Εύβοιας: Τα αντιπλημμυρικά έργα έχουν καθυστερήσει, ενώ ακόμη και μια μέτρια βροχόπτωση μπορεί να προκαλέσει μεγάλο πρόβλημα.
Η μαρτυρία μιας πραγματικότητας που λέει ότι στην Αττική στα μέσα του 19ου αιώνα υπήρχαν 700 ποτάμια και ρέματα, αλλά το 2000 είχαν απομείνει 70 και σήμερα λιγότερα από 50, πιστοποιεί ότι αυτό που συμβαίνει δεν είναι «φυσικό» φαινόμενο. Η τσιμεντοποίηση 550 χιλιομέτρων ρεμάτων στην Αθήνα δεν είναι «φυσικό» φαινόμενο.
Οτι στην Αττική arko;yn – όπως λένε οι μετεωρολόγοι – μόλις 25 χιλιοστά νερο, ελάχιστη βροχή, για να παραλύσουν τα πάντα, ότι σε κάθε βροχή γινόμαστε μάρτυρες εκτεταμένων καταστροφών από πλημμύρες, ότι ανθρώπινες ζωές χάνονται, περιουσίες εξαφανίζονται, εγκαταστάσεις, δίκτυα και έργα υποδομής παθαίνουν τεράστιες ζημιές, ότι όταν βρέχει δεν σκεφτόμαστε αν θα γίνουν καταστροφές, αλλά τι καταστροφές θα γίνουν, ότι μερικές ώρες έντονης βροχής είναι αρκετές για να παραλύσει η Αττική, να μπλοκάρουν δρόμοι, να φρακάρουν τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, να πλημμυρίσουν σχολεία και Πανεπιστήμια, να ταλαιπωρηθούν και να κινδυνεύσουν εκατομμύρια άνθρωποι, αυτά δεν είναι “φυσικά” φαινόμενα.
Με δυο κουβέντες: Η πλημμελής αντιπλημμυρική προστασία (που δεν φέρνει κέρδη και δεν συμφέρει), η ανύπαρκτη αντισεισμική θωράκιση (που δεν φέρνει κέρδη και δεν συμφέρει), η απουσία αντιπυρικής πρόβλεψης (που δεν φέρνει κέρδη και δεν συμφέρει), δεν είναι «φυσικά» φαινόμενα.
Και εδώ είναι που εντοπίζεται το πολιτικό πρόβλημα: Ότι πίσω από κάθε σχεδόν θεομηνία, πίσω από κάθε σχεδόν ακραίο φυσικό φαινόμενο, υπάρχει μια τόσο ακραία πολιτική συμπεριφορά που, τελικά, αυτή μετατρέπει τις θεομηνίες σε τραγωδίες. Τραγωδίες με οφθαλμοφανώς ταξικό πρόσημο, αφού ως συνήθως δεν πλημμυρίζουν τα «ρετιρέ» αλλά τα «υπόγεια».
Αλλά, τότε, σε αυτή την περίπτωση, δεν μιλάμε για θεομηνίες. Μιλάμε για εγκλήματα. Με ενόχους το κράτος και τις κυβερνήσεις του να ενσαρκώνουν και την πολιτική της θεομηνίας και το πολιτικό έγκλημα.