Γράφει ο Αντώνης Καρακούσης
Οι ελληνικές οικονομικές επιδόσεις του 2021 έχουν, κατά τα φαινόμενα, κριθεί και χωρίς αμφιβολία προσέφεραν ευχάριστη έκπληξη στους πάντες, αιφνιδιάζοντας ακόμη και τους πιο δύσπιστους.
Ολα τα στοιχεία βεβαιώνουν ταχεία ανάκαμψη, πολύ υψηλότερη και των πιο αισιόδοξων προβλέψεων.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, λοιπόν, η χρονιά θα προσεγγίσει το αποτέλεσμα του 2019, θα καλύψει δηλαδή στον μέγιστο βαθμό το πανδημικό βάρος και θα δημιουργήσει μια ισχυρή βάση για το 2022.
Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι οι προηγούμενες προβλέψεις αναθεωρούνται επί τα βελτίω, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τις αναβαθμίσεις στις οποίες προβαίνουν οι οίκοι αξιολόγησης, οι οποίες αν συνεχιστούν με τον αυτό ρυθμό μπορεί να επιτρέψουν νωρίτερα την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, πριν δηλαδή από το 2023, οπότε και προγραμματίζεται.
Κοινή λοιπόν είναι πια η πεποίθηση ότι η ελληνική οικονομία «τρέχει» το 2021 πιο γρήγορα από ό,τι αναμενόταν, με ρυθμούς μεταξύ 7% και 8%.
Το δεύτερο τρίμηνο, με εκείνο το 16,2%, έδωσε τον τόνο και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η αυτή τάση θα συνοδεύσει και τα επόμενα δύο τρίμηνα του τρέχοντος έτους.
Στο τρίτο τρίμηνο η ανάπτυξη θα είναι και πάλι διψήφια, ίσως ξεπεράσει και το 12%, επηρεαζόμενη θετικά από πλήθος παραγόντων, του τουρισμού συμπεριλαμβανομένου, ο οποίος αποδίδει πληρότητες της τάξεως του 75% τον Σεπτέμβριο και δείχνει να διατηρείται ενεργός και κατά τον επόμενο μήνα, Οκτώβριο.
Και το τέταρτο τρίμηνο, επίσης, θα κινηθεί δυναμικά μεταξύ 5,5% και 6% παρά τις πανδημικές αβεβαιότητες, οι οποίες δείχνουν απορροφήσιμες και μη ικανές να αλλάξουν τον ρου των πραγμάτων, γιατί απλούστατα η ελληνική οικονομία βρήκε, στο διάστημα των προηγούμενων πολλών περιοριστικών μηνών, τρόπους υπέρβασης των όποιων μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Κοινώς, το ριμπάουντ της κατανάλωσης και της ανάπτυξης κατά την τρέχουσα χρονιά δεν αμφισβητείται πια από κανέναν, παρά ενισχύεται και από το αίσθημα κινητοποίησης που μεταφέρεται σχεδόν από παντού, από όλους τους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας. Περιττό δε να σημειώσουμε ότι το διατηρούμενο ταυτόχρονα υψηλό απόθεμα αποταμίευσης δείχνει και άλλες δυνατότητες.
Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν δεν είναι τι θα γίνει εφέτος, αλλά κατά πόσον θα διατηρηθεί ή και θα ενισχυθεί η εφετινή επίδοση και του χρόνου. Αν δηλαδή θα αποδειχθεί και το 2022 το ίδιο δυναμικό και ελπιδοφόρο, όπως το 2021. Η διεκδικούμενη κανονικότητα κατά βάση επήλθε εφέτος, καθώς ανακτήθηκε το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών που προκάλεσε το πανδημικό σοκ.
Από εδώ και πέρα όλα θα εξαρτηθούν από την ικανότητα της ελληνικής οικονομίας να υποδεχθεί και να πραγματοποιήσει επενδύσεις μεγάλης κλίμακας, ικανές να αλλάξουν το παραγωγικό της μοντέλο. Οι συνθήκες είναι αλήθεια πως επιτρέπουν το διεκδικούμενο άλμα επενδύσεων.
Υπάρχουν για πρώτη φορά διαθέσιμοι αρκετοί και ικανοί χρηματοδοτικοί πόροι για κάτι τέτοιο. Το Ταμείο Ανάκαμψης και τα δεκάδες δισ. επιδοτήσεων και χρηματοδοτήσεων γεννούν αισιοδοξία για τη συνέχεια.
Επιπλέον, μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι η προετοιμαζόμενη μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης «στρατευμένη» επένδυση μπορεί να ενισχυθεί έτι περαιτέρω από τις πολιτικές μείωσης του λεγόμενου μη μισθολογικού κόστους που έχει υιοθετήσει και εφαρμόζει η κυβέρνηση, αλλά και τις συνθήκες σταθερότητας που έχουν οικοδομηθεί σε καταστάσεις ιδιαιτέρως δύσκολες.
Η μείωση των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών έρχεται ακριβώς να υποστηρίξει το πλήθος των επενδυτικών πρωτοβουλιών και σχεδίων που προετοιμάζονται εντός ή εκτός των πλαισίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Είναι αυτή μια θετική παρενέργεια των έκτακτων πανδημικών συνθηκών, οι οποίες ελευθέρωσαν, έστω προσωρινά, τις ευρωπαϊκές χώρες από τον ασφυκτικό έλεγχο του συμφώνου σταθερότητας και ιδιαιτέρως τη χώρα μας, η οποία επιπροσθέτως ήταν υποχρεωμένη να επιτυγχάνει υπέρογκα πρωτογενή πλεονάσματα κάθε χρόνο, στηριζόμενη κυρίως στη βαριά φορολογία.
Δεν γνωρίζουμε αν θα είχαμε αυτή την ευκαιρία ταχείας μείωσης των φορολογικών συντελεστών και μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών σε μη πανδημικές συνθήκες.
Οπως και να έχει, η εξελισσόμενη μείωση του φορολογικού και ασφαλιστικού βάρους διευκολύνει αφάνταστα τις προετοιμαζόμενες επενδυτικές πρωτοβουλίες. Ενισχύει την ατμόσφαιρα δημιουργίας που διαμορφώνουν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ελληνικές αξίες, ιδιαιτέρως όσες ενσωματώνουν υποδομές, διεκδικούνται με ένταση από ισχυρά διεθνή επενδυτικά σχήματα, τα οποία κατέρχονται μαζικά στους διαγωνισμούς ιδιωτικοποιούμενων κρατικών επιχειρήσεων με προσφορές που ξεπερνούν κατά πολύ τις προσδοκίες των υπευθύνων της αποκρατικοποίησης. Επίσης, δεν μπορεί να μείνει αναξιολόγητη η κινητοποίηση των ισχυρών ελληνικών επιχειρήσεων, οι οποίες δείχνουν έτοιμες να τοποθετηθούν δυναμικά στην εγχώρια αγορά.
Επιπλέον, η τρέχουσα συγκυρία βρίσκει και τις χειμαζόμενες τράπεζες σε κατάσταση ανασύνταξης και επανεφεύρεσης του ρόλου τους. Οι τράπεζες για λόγους καθαρά υπαρξιακούς είναι υποχρεωμένες να επισπεύσουν την αναγέννηση των χρηματοδοτήσεών τους, στηρίζοντας, ενισχύοντας και συμμετέχοντας σε νέα φιλόδοξα επενδυτικά πρότζεκτ. Το χτίσιμο των ισολογισμών τους αναδεικνύεται σε έργο πρώτης προτεραιότητας για την επιβίωσή τους στο μέλλον. Και οι ισολογισμοί δεν χτίζονται μεσοπρόθεσμα χωρίς χορηγήσεις νέων δανείων. Στην παρούσα φάση επιβάλλεται να επιλέξουν τις επενδύσεις και να αναλάβουν το απαιτούμενο ρίσκο προκειμένου να υποστηρίξουν τα μελλοντικά τους έσοδα και κατ’ επέκταση τη βιωσιμότητά τους. Και προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται οι διοικήσεις τους, συντονιζόμενες με το κύμα αναδημιουργίας και ιδιωτικών επενδύσεων. Θα έχουν έτσι κι αλλιώς ενισχυμένο ρόλο στη διαχείριση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, ιδιαιτέρως των χαμηλότοκων δανείων που θα προσφερθούν στον ιδιωτικό τομέα για τις επενδύσεις του.
Κοινώς, οι γενικότερες οικονομικές συνθήκες φαντάζουν ευνοϊκές για την προπαρασκευαζόμενη ελληνική άνοιξη. Μόνο οι αναδεικνυόμενες τελευταίως πληθωριστικές πιέσεις και οι ενδεχόμενες πολιτικές περιπλοκές και αναστατώσεις συγκροτούν παράγοντες αναστολής ή ανάσχεσης του επερχόμενου κύματος ανασύνταξης και αναδημιουργίας της ελληνικής οικονομίας.
Για τις πληθωριστικές πιέσεις εκφράζεται η ελπίδα ότι θα είναι παροδικές, επειδή όπως εξηγείται είναι κυρίως αποτέλεσμα της απορρύθμισης των αλυσίδων εφοδιασμού διεθνώς, αλλά και της ρευστότητας που προσφέρθηκε αφειδώς από τις κεντρικές τράπεζες προκειμένου να ελεγχθούν οι συνέπειες της πανδημίας.
Ωστόσο κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος. Η νομισματική επίδραση της υψηλής ρευστότητας λογικά είναι πιθανή. Ο πληθωρισμός ίσως να επιμείνει και να αποτελέσει το εργαλείο για την υπέρβαση των υπέρογκων χρεών που διαμορφώθηκαν το προηγούμενο διάστημα, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στην Ιστορία.
Δεν μπορεί επίσης να αγνοηθεί η εμπειρία του στασιμοπληθωρισμού της δεκαετίας του ’70 , που πυροδοτήθηκε από την εκτίναξη των διεθνών τιμών του πετρελαίου και οδήγησε σε μακροχρόνια κρίση τις δυτικές οικονομίες και την ελληνική ιδιαιτέρως. Σήμερα ωστόσο υπάρχει η ομπρέλα του ευρώ, η οποία από τη φύση της είναι αντιπληθωριστική, αλλά συνήθως δεν μπορεί να εγγυηθεί τη διεκδικούμενη αναπτυξιακή δυναμική λόγω της ευρωπαϊκής ακαμψίας.
Γενικώς, η αβεβαιότητα των πληθωριστικών πιέσεων μόνο αδιάφορη δεν είναι και στον βαθμό που συνδυαστεί με ενδεχόμενη πολιτική διαταραχή μπορεί όντως να ανασχέσει την πορεία της προδιαγραφόμενης αναγέννησης και ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας.
Επειδή λοιπόν οι πληθωριστικοί και πολιτικοί κίνδυνοι δεν είναι αμελητέοι, η τρέχουσα αναπτυξιακή ευκαιρία λαμβάνει διαστάσεις ξεχωριστές και επιβάλλεται να προστατευθεί με κάθε τρόπο. Γιατί απλούστατα δεν θα υπάρξει άλλη σε σύντομο χρόνο.