Γράφει ο Φαήλος Κρανιδιώτης
Θα ήταν αστείο, αν δεν ήταν τόσο χυδαίο, να βλέπεις τους υβριστές του Μίκη Θεοδωράκη, αυτούς που έχυσαν χολή και ρατσιστικές για την ηλικία του λοιδορίες, μετά τη φοβερή ρήση του στην ομιλία του στο Σύνταγμα για την πιο επικίνδυνη μορφή φασισμού, την αριστερόστροφη, να προσπαθούν να οικειοποιηθούν την καλλιτεχνική, ηθική και πολιτική κληρονομιά του.
Το απόσταγμα της τιτάνιας εισφοράς του στην ελληνική διαχρονία είναι η απόλυτη ταύτισή του με το ίδιο το Έθνος, την Πατρίδα, την ελληνικότητα. Ο ίδιος το είχε συνοψίσει σε μια φράση, πως στο τέλος μόνο η Πατρίδα και το Έθνος έχουν σημασία.
Σε χώρες στην άκρη του κόσμου, όπου οι άνθρωποι αγνοούν τη θέση της Ελλάδας στον χάρτη, ξέρουν ένα πράγμα γι’ αυτήν που το ταυτίζουν μαζί της, τον Μίκη Θεοδωράκη και τη μουσική του. Ο Μίκης συνόψισε ακόμη πιο πυκνά και απλά το μέτωπο του αγώνα: Από τη μια είμαστε οι πατριώτες και από την άλλη οι εθνομηδενιστές.
Όποια και αν είναι η πολιτική μας προέλευση, δεξιά, αριστερά, κέντρο, όλοι όσοι προτάσσουμε την υπεράσπιση της Πατρίδας, με όλα όσα εμπεριέχει, είμαστε απέναντι στους εθνομηδενιστές κάθε χρώματος.
Κανείς δε άλλος δεν είχε μαστιγώσει στο πρόσωπο την ψευτοκουλτούρα και τους Αποστόλους του Μαρασμού, ιντελιγκέντσηδες τους έλεγε, «που απέχουν από την αληθινή διανόηση και τον λαϊκό πολιτισμό όσο μια γάτα από ένα λιοντάρι», δεν έχω κουραστεί να το γράφω ξανά και ξανά.
Προτού φύγει από τη ζωή, την οποία έζησε στον υπερθετικό βαθμό σε κάθε της πτυχή, μας έδειξε το πεδίο του αγώνα για τις επόμενες δεκαετίες, όπου θα διακυβευτεί η επιβίωσή μας, το να μη γίνουμε Χετταίοι στο νεκροταφείο της Ιστορίας, επειδή οι εθνομηδενιστές πιστεύουν στο «άρατε πύλας» και στη συλλογική μας αυτοκτονία, παραδίδοντας το όνομα της Μακεδονίας σε Σκοπιανούς σοβινιστές, τα νησιά, τις πόλεις και τις γειτονιές μας σε ισλαμιστές εισβολείς, την Παιδεία και τον πολιτισμό σε γενίτσαρους, δημιουργώντας μια δυστοπία, όπου ο Ελληνας είναι θύμα ενός καθημερινού αντίστροφου ρατσισμού.
Ακόμη όμως και εάν δεν υπήρχε το βίντεο της συγκλονιστικής ομιλίας του στο Σύνταγμα, που ζεμάτισε τους παρακμιακούς πρώην συντρόφους του, ακόμη και αν δεν υπήρχε το πλήθος των συνεντεύξεων και τα βιβλία του, ακόμη και αν ο Μίκης, ως τραπιστής μοναχός, είχε πάρει τον όρκο της σιωπής και το μόνο που θα είχαμε ήταν η μουσική και τα τραγούδια του, αυτά αρκούν.
Μέσα τους υπερχειλίζουν η ελληνικότητα και ένας ρωμαλέος και αισθητικά υπέροχος ελληνικός τρόπος. Οταν ακούς τα τραγούδια του, τον μελοποιημένο Ελύτη, τον Γκάτσο, τον Σεφέρη, όλα, δεν σου έρχεται να πας σαν τη μαϊμού να χοροπηδάς γύρω από το επιδοτούμενο ξόανο του ισλαμικού εποικισμού, την Αμάλ. Αλλα συναισθήματα ξυπνάει, π.χ. το «Αξιον Εστί», που προκαλεί αλλεργική αντίδραση στους φορείς τελικού σταδίου της παρακμής και του ανθελληνισμού.
Οταν ακούς το «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», αν η ψυχή σου δεν έχει σαπίσει, άλλα πράγματα νιώθεις για αυτό το Έθνος και τη γη που πατάς. Οταν ακούς το «Χρυσοπράσινο φύλλο», δεν σε πιάνει πρεμούρα για Διζωνικη Δικοινοτική Συνομοσπονδία και μετατροπή ολόκληρης της Κύπρου σε τουρκικό προτεκτοράτο. Μόνο με τον νου και την καρδιά στην Απελευθέρωση το ακούς.
Ο Μίκης μάς τα έκανε λιανά σε όλους, ξεκάθαρα, με ομιλίες, δηλώσεις, συνεντεύξεις. Η μουσική του μπορεί κάποιες φορές να είναι βαθιά ερωτική, αλλά συχνά είναι ένας παιάνας του πατριωτικού χρέους, ένα κάλεσμα στα όπλα για τον αέναο αγώνα του Έθνους για Ελευθερία.
Στην προσωπική ολοκλήρωση όλοι αναζητούμε την Αγάπη. Στη συλλογική, εθνική ολοκλήρωση αναζητούμε την Ελευθερία. Τα υπηρέτησε διαχρονικά και τα δύο. Άλλοτε μας τα σιγοψιθύρισε και άλλοτε ήχησαν σαν πολεμικά εμβατήρια που μας βούρκωσαν τα μάτια και φούσκωσαν τα στήθη μας με περηφάνια και διάθεση για ορμή και θυσία.
Ο Μίκης δεν έγραψε μισή ψόφια νότα. Στους μελλοντικούς αγώνες, από όλα τα Εθνη, εμείς θα έχουμε στα χείλη μας τα ωραιότερα τραγούδια. Τον ευχαριστούμε.