Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Ο Mίκης Θεοδωράκης πέρασε στην Ιστορία. «Έφυγε» πλήρης ημερών, σε ηλικία 96 ετών.
Αναχώρησε για άλλους τόπους, για να συναντήσει τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Μάνο Χατζιδάκι, τους άλλους μεγάλους του έθνους μας. Ο μεγάλος Ελληνας συνθέτης, ο οποίος σφράγισε με τις μελωδίες του την παγκόσμια μουσική και άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στους αγώνες τους πατριωτικούς -τελευταίο δείγμα του η παρουσία και ομιλία του στη συγκέντρωση κατά της συνθήκης των Πρεσπών στην πλατεία Συντάγματος το 2018-, δεν είναι πια εδώ, λοιπόν.
Η Ελλάς πενθεί την απώλειά του. Αλλά, φεύγοντας, μας αφήνει μια τεράστια κληρονομιά: Τον ελληνοκεντρικό χαρακτήρα της μουσικής του, η οποία μαζί με τη δυτική μουσική του Μάνου κατέκτησαν την οικουμένη. Το κατόρθωμά του να μελοποιήσει την ποίηση του Ελύτη, του Ρίτσου και άλλων κατά τρόπο τέτοιο ώστε να γίνει κτήμα στα χείλη του ελληνικού λαού. Μα, και άλλων λαών.
Όταν απελευθερώθηκε προ εικοσαετίας το Αφγανιστάν από τους ισλαμιστές, η υποδοχή στην Καμπούλ έγινε υπό τους ήχους του Μαουτχάουζεν. Μας αφήνει το πάντρεμα της θρησκευτικής μουσικής με το μπουζούκι και τον λαϊκό Μπιθικώτση, που οδήγησε στην απογείωση του μοναδικού «Αξιον Εστί» που έγραψε ο Οδυσσέας Ελύτης. Του σήματος κατατεθέντος. Μας εμπιστεύεται μια μοναδική συνταγή: Την υιοθέτηση των λαϊκών στοιχείων του πολιτισμού μας για την εκπομπή ενός οικουμενικού πανανθρώπινου μηνύματος κατά της φτώχειας. Ινα αποδειχθή αυτό που έλεγε ο Μιχάλης Κακογιάννης: Οσο πιο τοπικές είναι οι ρίζες ενός έργου τόσο πιο παγκόσμιο γίνεται. Ο Λόρκα, ο Σαίξπηρ, ο Μίκης, ο Μάνος με τα «Παιδιά του Πειραιά» το επιβεβαίωσαν.
Και, βεβαίως, μας αφήνει το κορυφαίο όλων: Την προσήλωσή του στην εθνική ενότητα και τη συμφιλίωση, η οποία άρχισε από το 1964: Οταν ο «αριστερός» Θεοδωράκης και ο «δεξιός» Ελύτης συναντήθηκαν για να γράψουν, να συνθέσουν και να μελοποιήσουν το εκπληκτικό «Αξιον Εστί», που δονεί μέχρι σήμερα τις ψυχές κάθε Ελληνα: «Μη, παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου». Δύο άνθρωποι με εντελώς διαφορετικές αφετηρίες αλλά κοινές αξίες, την ελληνικότητα και την οικουμενικότητα, συναντήθηκαν μια μέρα στο Παλλάς για να μελοποιήσουν ένα ποίημα, που αποτελεί έως τις μέρες μας το εθνικό και πατριωτικό μανιφέστο.
Ποίημα που έγραψε ο Ελύτης όταν κατά την αναχώρησή του σε ταξίδι του για την Ελβετία αντίκρισε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού κουρελιασμένα, πεινασμένα, λιπόσαρκα Ελληνόπουλα, ενώ κατά την άφιξή του στη Λοζάνη αντίκρισε ροδαλά και καλοζωισμένα Ελβετόπουλα. Ποίημα, το οποίο, για να μελοποιηθεί, όπως συνειδητοποίησε ο «αριστερός» Θεοδωράκης, χρειαζόταν να βασιστεί στον Μπαχ αλλά και στη θρησκευτική μουσική. Να αποδοθεί χορωδιακά ως θεία λειτουργία. Είναι άγνωστο αν ο Μίκης και ο Ελύτης θα κατάφερναν να συναντηθούν αν ζούσαν στη μισαλλόδοξη Ελλάδα μας, όπου οι νεοφιλελέ κυνηγούν τους συριζαίους και το αντίθετο.
Ευτυχώς ίσως που δεν ανδρώθηκαν στην εποχή μας. Αλλά, αν θέλουμε να δούμε τι αφήνει ο Μίκης ως κληρονομιά στο έθνος, αυτή είναι σίγουρα: Η συννενόηση Δεξιάς – Αριστεράς για τα μεγάλα και τα σπουδαία.
Την υπηρέτησε με τις παρτιτούρες του. Την υπηρέτησε με τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1990, την υπηρέτησε με τη συμμετοχή του σε όλους τους εθνικούς αγώνες για μια Ελλάδα ανεξάρτητη και υπερήφανη – στην τελευταία του εμφάνιση ως ενεργού πολίτη στη συγκέντρωση για τις Πρέσπες απευθύνθηκε με τη λέξη «αδέλφια μου φασίστες» ακόμη και στο ακροδεξιό τμήμα του ακροατηρίου που δεν τον συμπαθούσε ιδιαιτέρως. Ο Θεοδωράκης, όπως όλοι οι πνευματικοί μας άνθρωποι (βλέπε Παναγιώτης Κανελλόπουλος), δεν ήταν σπουδαίος πολιτικός. Είχε όμως, πέραν των αναμφισβήτητων χαρισματικών προσόντων του, που τον ανέδειξαν μαζί με τον Μάνο, τον Ξαρχάκο, τον Λεοντή και τον Μαρκόπουλο στους κορυφαίους της Μεταπολίτευσης, σπάνιο εθνικό ένστικτο.
Όποιος διαβάσει κείμενά του για τις φωτιές του 2007 -τα μελετώ αυτόν τον καιρό-, για την υπόθεση Οτσαλάν (τον οποίο δεν συμπαθούσε επειδή είχε ερωμένες τις συμπολεμίστριές του σε αντίθεση με τους Ελληνες αντάρτες, που στον Εμφύλιο απαγορευόταν να τις ακουμπήσουν στο βουνό), για το Κυπριακό, για τα Ελληνοτουρκικά θα διαπιστώσει τη διορατικότητά του να εντοπίζει τον κίνδυνο. Και να συμβουλεύει σωστά για την αποφυγή του. Γι’ αυτό, άλλωστε, είχε άριστες σχέσεις με όλες τις ηγεσίες της πατρίδας μας, από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου (συγκρούστηκε κάποια στιγμή μαζί του, όμως) έως τον Κώστα Καραμανλή και την ηγεσία της Αριστεράς, πλην Τσίπρα. Μας αφήνει κληρονομιά μεγίστη, λοιπόν, εκτός από τις παρτιτούρες του: την κουλτούρα της συνεννόησης.
Αλλά και κάτι ακόμη: Να μη χρησιμοποιούμε τη μουσική του για άλλους σκοπούς. Ενα μεγάλο τμήμα της κεντροδεξιάς παράταξης αισθάνθηκε να καταπιέζεται από την ανεξέλεγκτη κομματική χρήση της μουσικής του Μίκη στα ύστερα χρόνια της Μεταπολίτευσης από την Αριστερά και το ΠΑΣΟΚ. Και ένιωσε να αποξενώνεται από αυτήν. Όχι αδίκως.
Είδαμε σε φεστιβάλ κομματικά σοσιαλιστές με λογαριασμούς στην Ελβετία να τραγουδούν κατασυγκινημένοι «στη Δραπετσώνα δεν έχουμε πια ζωή». Ακούσαμε το «Πάλης ξεκίνημα» να συνοδεύει πορείες και συγκεντρώσεις για καθεστώτα που έπεσαν με γδούπο το 1989. Ηγεσίες της Αριστεράς να ενδύουν τα πολιτικά αδιέξοδά τους με μελωδίες του Μίκη.
Η συστηματική κατάχρηση της μουσικής του όρθωσε σε κάποιες περιόδους τείχη μεταξύ Ελλήνων, κάτι για το οποίο φυσικά και δεν έφταιγε ο μεγάλος μας συνθέτης. Είναι χρέος όλων ημών να διαφυλάξουμε την πολιτισμική κληρονομιά που μας αφήνει και να μην την προσαρμόζουμε στις σκοπιμότητές μας.
Να μεταδίδουμε τη μουσική του, γιατί και αυτή και του Μάνου είναι εξόριστες από τις λεγόμενες playlists των ραδιοφώνων μας. Να αφήσουμε το μίσος πίσω μας, να επιδιώξουμε τη σύνθεση μουσική και πολιτική αντίπαλων ιδεολογικών ρευμάτων χωρίς να υπάρχει ταύτιση μεταξύ τους και να κρατήσουμε ως φυλακτό ακριβό τη φλόγα του Θεοδωράκη για εθνική ανεξαρτησία. Εάν κάνουμε αυτά τα ολίγα, αυτός μαζί με τον Μάνο, τον Τσαρούχη και τον Ελύτη θα μας χαμογελά και θα μας χαιρετά από εκεί ψηλά. Ικανοποιημένος.