Του Μάνου Οικονομίδη
Η καρδιά δεν έχει κανόνες. Έχει αφετηρίες, για διαδρομές που δύσκολα μπορείς να προδικάσεις πού θα σε οδηγήσουν. Η καβαφική κληρονομιά βέβαια, διατηρεί τη λυτρωτική διάσταση της υπενθύμισης του πόσο σημαντική είναι η ίδια η διαδρομή, η καρδιά ωστόσο είναι ένας αυτοτελής πίνακας ζωγραφικής. Μια ποιητική απεικόνιση της ζωής, με την απόχρωση της πινελιάς να διαφέρει και εναλλάσσεται, ανάλογα με την αφορμή και τη συγκυρία.
Οι απώλειες, “δικών μας” ανθρώπων, που χωρίς να έχουν απαραίτητα το ταυτοτικό ίχνος της οικογένειας, έγιναν “οικογένεια”, έγιναν φίλοι, στη διαδρομή της ζωής. Κέρδισαν το αποτύπωμα της αγάπης και του σεβασμού. Έγιναν “παρόντες”, ακόμη και όταν φεύγουν, ακόμη και αφού έφυγαν.
Μεγαλώνοντας, εκπαιδεύει κανείς αναπόφευκτα την καρδιά του να ενσωματώνει τις απώλειες. Να μην τον ετεροπροσδιορίζουν, να μην τον καθορίζουν, να μην λειτουργούν ως αφορμές ή εμπόδια για να συνεχίζει. Ζούμε άλλωστε, και για εκείνους που δεν είναι πια εδώ. Και τιμούμε το ίχνος της ανάμνησής τους, με το να συνεχίζουμε, ζωές που δεν προλάβαμε να χορτάσουμε.
Τέτοια μέρα πριν από έναν χρόνο, η Έφη Μυροθέου έφυγε από κοντά μας. Και έκανε περισσότερο φτωχή τη ζωή όσων είχαμε την τιμή να τη γνωρίσουμε, και να την αποκαλούμε “οικογένεια”. Φίλη. Δικό μας άνθρωπο. Ο Βασίλης (Φεύγας) και η Ελένη, είχαν το προνόμιο να μοιράζονται μαζί της την καρδιά τους. Και συνεχίζουν να την κάνουν περήφανη.
Η καρδιά βέβαια δεν ξεγελιέται εύκολα. Πονάει. Πενθεί. Θυμάται. Δακρύζει. Με δάκρυα που δροσίζουν τις αναμνήσεις, για τα χαμόγελα που έμειναν ορφανά.