Ομιλία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη
στη συζήτηση για το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων
για την
«Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις»
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, πριν από περίπου 25 μήνες η Κυβέρνηση κατέθετε σε αυτήν εδώ την αίθουσα, μόλις το 2ο νομοσχέδιο της, τις πρώτες σημαντικές ρυθμίσεις για το ζήτημα της δημόσιας παιδείας. Έκτοτε -όπως είπε και η Υπουργός- μεσολάβησαν δεκάδες παρεμβάσεις σε όλη την εκπαιδευτική κλίμακα, τέτοιας έκτασης, που πράγματι μπορούμε να πούμε ότι ένα μεγάλο κομμάτι του προεκλογικού μας προγράμματος, σε σχέση με την παιδεία, έχει ήδη ολοκληρωθεί σε επίπεδο νομοθετικού έργου. Προφανώς απομένει και η εφαρμογή όσων έχουμε ψηφίσει για να αλλάξει ουσιαστικά όψη η δημόσια εκπαίδευση. Και βέβαια, μέσα στην πανδημία, η χώρα έκανε -και με επιτυχία- το μεγάλο ψηφιακό άλμα, αναγκαστικό ψηφιακό άλμα, της διδασκαλίας από απόσταση.
Θέλω με την ευκαιρία αυτή να ευχαριστήσω, και πάλι, όλους τους εκπαιδευτικούς μας οι οποίοι υποστήριξαν αυτήν την πρωτόγνωρη διαδικασία. Κράτησαν ζωντανή την εκπαίδευση στις δύσκολες εβδομάδες της πανδημίας, έτσι ώστε τα παιδιά όλων των ηλικιών να μην αποξενωθούν από το σχολείο- στο βαθμό που φυσικά αυτό ήταν εφικτό-χρησιμοποιώντας την τεχνολογία.
Πριν εισέλθω στον πυρήνα του νομοσχεδίου, φαντάζομαι ότι θέλουμε να συμφωνήσουμε όλοι σε αυτήν την αίθουσα, ότι καθώς πλησιάζει πια ο Σεπτέμβριος, το πρώτο μας μέλημα θα είναι να επιστρέψουν όλα τα παιδιά στο σχολείο, στη δια ζώσης εκπαίδευση, με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια. Έχουμε λειτουργήσει για δύο χρονιές με τους περιορισμούς της πανδημίας και όλοι γνωρίζουμε ότι παρά τις φιλότιμες προσπάθειες Υπουργείου, εκπαιδευτικών και μαθητών η τηλεκπαίδευση δεν μπορεί ποτέ να υποκαταστήσει τη φυσική παρουσία των μαθητών στην τάξη και τον πυρήνα της ίδιας της εκπαιδευτικής διαδικασίας, η οποία έχει τόσο έντονα προσωπικά χαρακτηριστικά. Κατά συνέπεια, θέλουμε να επιστρέψουν τα παιδιά στο σχολείο και να το κάνουν με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια. Αλλά για να γίνει αυτό, θα πρέπει όλοι σε αυτή την αίθουσα να συμφωνήσουμε ότι πρέπει, πρώτα και πάνω από όλα, να πείσουμε τους ανεμβολίαστους εκπαιδευτικούς μας να σπεύσουν να κάνουν το βήμα και να πάνε να εμβολιαστούν.
Δεν σας κρύβω ότι με απασχόλησε, μας απασχόλησε, το ενδεχόμενο του υποχρεωτικού εμβολιασμού των εκπαιδευτικών. Γιατί το συζητήσαμε; Το συζητήσαμε για τον απλούστατο λόγο ότι η εκπαιδευτική διαδικασία έχει τέτοια χαρακτηριστικά που σημαίνει ότι αν ένας εκπαιδευτικός αρρωστήσει, ειδικά στο νηπιαγωγείο, η αναπλήρωσή του είναι εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία. Αποφάσισα, όμως, ότι αυτή δεν θα ήταν, στην παρούσα συγκυρία, η ενδεδειγμένη λύση. Άνω του 70% των εκπαιδευτικών έχει ήδη εμβολιαστεί. Υπάρχει, όμως, ένας σημαντικός αριθμός ο οποίος δεν έχει ακόμα κάνει αυτή την κίνηση. Θα πρέπει πιστεύω να στείλουμε- όλα τα κόμματα- ένα σαφέστατο μήνυμα για τους κινδύνους που αυτό εγκυμονεί, καταρχάς για την ίδια την υγεία των εκπαιδευτικών.
Βρίσκονται σε έναν χώρο όπως το σχολείο όπου είμαστε περίπου βέβαιοι ότι ο ιός θα κυκλοφορεί ανάμεσα σε παιδιά μικρότερης ηλικίας, άρα θα είναι από τη φύση τους πολύ πιο εκτεθειμένοι στην πιθανότητα να αρρωστήσουν. Και γνωρίζουμε βέβαια πια, ότι η πανδημία, το 4ο κύμα, είναι ουσιαστικά ένα κύμα το οποίο αφορά πρώτα και πάνω από όλα τους ανεμβολίαστους συμπολίτες μας. Έχουν, λοιπόν, μια ευθύνη απέναντι στον εαυτό τους και απέναντι στην οικογένειά τους να εμβολιαστούν. Έχουν, όμως, και μια ευθύνη απέναντι στα παιδιά. Διότι -όπως είπα πριν- η αναπλήρωση ενός εκπαιδευτικού ο οποίος αρρωσταίνει δεν είναι μια απλή υπόθεση. Και παρά τις πρόνοιες που το Υπουργείο θα λάβει, θα καταστεί δύσκολο να μπορέσουμε να προχωράμε σε αναπληρώσεις εκπαιδευτικών εάν αρρωστήσει μαζικά ένας μεγάλος αριθμός. Κατά συνέπεια θέλω -και από αυτό εδώ το βήμα- να επαναλάβω το μήνυμά μου, την έκκλησή μου προς όλους τους εκπαιδευτικούς που δεν έχουν ακόμα εμβολιαστεί να σπεύσουν να το κάνουν. Να ζητήσω από τους εκπαιδευτικούς, που έχουν κάνει το βήμα, να πείσουν τους συναδέλφους τους ότι αυτή είναι η σωστή επιλογή, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα λογικής. Εξάλλου τα παιδιά θα πρέπει, πάνω από όλα, να μαθαίνουν στα σχολεία τον ορθό λόγο, τον οποίο οι εκπαιδευτικοί οι οποίοι είναι ταγμένοι να τον διδάσκουν πρέπει πρώτα και πάνω από όλα να τον υιοθετούν οι ίδιοι στη δική τους προσωπική διαδρομή. Και να πω βέβαια και κάτι ακόμα: Ότι οι εκπαιδευτικοί εκείνοι οι οποίοι θα επιλέξουν τελικά να μην εμβολιαστούν είναι βέβαιον ότι θα υποστούν μια πρόσθετη σημαντική ταλαιπωρία.
Διότι θα ζητήσουμε και θα περιμένουμε από την αρμόδια επιτροπή να κάνει πιο συγκεκριμένη την πρότασή της. Προφανώς συχνά εργαστηριακά τεστ, τονίζω, όχι self test. Εργαστηριακά τεστ προκειμένου οι εκπαιδευτικοί να μπορούν να προσέλθουν στην τάξη.
Και κάτι τελευταίο. Όπως γνωρίζετε έχει ήδη ανοίξει η πλατφόρμα εμβολιασμού για τα παιδιά, τους έφηβους μας από 15 έως 17 ετών και από την Παρασκευή θα ανοίξει η πλατφόρμα εμβολιασμού και για τα παιδιά από 12 έως 15 ετών. Γνωρίζω πολύ καλά ότι η απόφαση να εμβολιάσει κάποιος το παιδί του, ειδικά αν μιλάμε για μικρότερα παιδιά, είναι μια προσωπική απόφαση η οποία πρέπει να συζητηθεί με τους γιατρούς. Και η κάθε οικογένεια θα κάνει αυτό το οποίο πιστεύει τελικά ότι θα είναι σωστό για την ίδια και για το παιδί. Αυτό το οποίο εγώ μπορώ να σας πω είναι ότι αν είχα παιδί σε αυτή την ηλικία δεν θα είχα κανέναν απολύτως δισταγμό να το εμβολιάσω. Και το παιδί θα προστατευτεί, αλλά με αυτό τον τρόπο θα βοηθήσουμε να χτιστεί συνολικά το τείχος ανοσίας, στο οποίο πρέπει να φτάσουμε, προκειμένου ο εφιάλτης της πανδημίας να αποτελεί οριστικά παρελθόν για την χώρα μας.
Έχουμε ήδη ενθαρρυντικές ενδείξεις από τους εμβολιασμούς στους εφήβους. Πιστεύω ότι μπορούμε να πάμε ακόμα πολύ καλύτερα. Καταλαβαίνω ότι και λόγω της καλοκαιρινής ραστώνης μπορεί αυτές οι αποφάσεις να έχουν χρονικά μετατεθεί. Πιστεύω, όμως, ακράδαντα, όπως μας υποδεικνύουν οι ειδικοί, ότι αυτή είναι η σωστή λύση και τα παιδιά από 12 και πάνω πρέπει να εμβολιαστούν. Και παροτρύνω τους γονείς, σε συνεννόηση με τους οικογενειακούς γιατρούς, τους παιδιάτρους, να πάρουν αυτή την απόφαση και να κάνουν αυτό το βήμα.
Επιστρέφω, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, στο νομοσχέδιο το οποίο συζητούμε σήμερα. Οι ρυθμίσεις για το νέο σχολείο έρχονται να συμπληρώσουν σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην πρωτοβάθμια και στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αυτή η διαδρομή των συντονισμένων πρωτοβουλιών μας, οι οποίες έχουν ξεδιπλωθεί εδώ και δύο χρόνια από την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, δεν σηματοδοτεί απλά τα πολλά συσσωρευμένα προβλήματα στην παιδεία τα οποία ζητούν λύση. Ούτε μόνο -όπως είπα- την συνέπεια της Κυβέρνησης μας απέναντι σε προεκλογικές δεσμεύσεις. Δηλώνουν κυρίως την πολιτική μας επιλογή, η οποία είναι και προσωπική μου επιλογή, η δημόσια εκπαίδευση να καταστεί και πάλι εθνική προτεραιότητα. Να γίνει μοχλός κοινωνικής κινητικότητας. Να γίνει ευκαιρία ατομικής προκοπής για όλα ανεξαιρέτως τα Ελληνόπουλα. Αλλά και καταλύτης για τη συλλογική πρόοδο και ανάπτυξη της χώρας.
Η σημασία του νομοσχεδίου που συζητούμε σήμερα, είναι ξεχωριστή, διότι θεμελιώνει ξανά τις βάσεις της παιδείας μας. Ξεκινά από τη δίχρονη προσχολική εκπαίδευση στο νηπιαγωγείο, που για πρώτη φορά θα εφαρμοστεί σε ολόκληρη την επικράτεια από αυτόν τον Σεπτέμβριο. Διατρέχει το δημοτικό και το γυμνάσιο και ολοκληρώνει τον κύκλο της στο λύκειο. Με άλλα λόγια, οργανώνει σε σύγχρονα πρότυπα, την ραχοκοκαλιά της εκπαίδευσης, προετοιμάζοντας μορφωμένους πολίτες, έτοιμους να ακολουθήσουν είτε ακαδημαϊκή, είτε μια επαγγελματική πορεία. Όλες τους και όλους όμως, εξοπλισμένους πρώτα και πάνω απ’ όλα με τις δεξιότητες που απαιτεί η εποχή και το περιβάλλον της.
Και σε αυτή την επιχείρηση αναβάθμισης του δημόσιου σχολείου, αξιοποιούνται ήδη από τον Σεπτέμβριο όλες οι δυνάμεις. Περισσότεροι εκπαιδευτικοί, αφού για πρώτη φορά ύστερα από 12 χρόνια γίνονται 11.700 μόνιμοι διορισμοί. Σε συνέχεια των 4.500 προσλήψεων που έγιναν στην ειδική αγωγή.
Ταυτόχρονα, τα σχολεία θα ανοίξουν ενσωματώνοντας δεκάδες καινοτομίες: Καθιέρωση ξένης γλώσσας από το νηπιαγωγείο, 123 νέα προγράμματα σπουδών σε όλες τις βαθμίδες, εργαστήρια, νέος ψηφιακός εξοπλισμός, και μαθήματα δεξιοτήτων παντού. Επιμόρφωση των διδασκόντων και διπλάσια πρότυπα σχολεία και επαγγελματικά λύκεια.
Επιτρέψτε μου μία στάση εδώ, για να επικαλεστώ τους αριθμούς που και σε αυτήν την περίπτωση λένε την αλήθεια. Μόνο φέτος για 4.039 θέσεις στα πρότυπα και πειραματικά σχολεία, κατατέθηκαν παραπάνω από 13.000 μοναδικές αιτήσεις. Ενώ στα 6 πρότυπα επαγγελματικά λύκεια που δημιουργήσαμε από την πρώτη φάση, ήδη έχει συμπληρωθεί ο αριθμός των ενδιαφερομένων που είχε σημειωθεί ολόκληρη τη χρονιά πέρυσι και απομένουν ακόμα δύο φάσεις, δύο κύκλοι εκδήλωσης ενδιαφέροντος τον Σεπτέμβριο. Κάτι που σημαίνει ότι η κοινωνία δεν είναι απλά πιο ώριμη από ποτέ για αυτές τις αλλαγές. Τις επιζητά. Τις επιζητά με ένταση.
Όλα αυτά, όμως, δεν αποτελούν μόνο μεμονωμένα μέτρα τα οποία απλά βελτιώνουν την υφιστάμενη κατάσταση. Αντίθετα, αποτελούν πυλώνες- πλευρές ενός συνολικού σχεδίου με τρεις στοχεύσεις. Και θα ήθελα πραγματικά -όπως είπε και η κ. Υπουργός- να δούμε αν μπορούμε σε αυτή την αίθουσα τουλάχιστον να συμφωνήσουμε επί της αρχής στους βασικούς πυλώνες που δρομολογεί αυτό το νομοσχέδιο:
Πρώτον, στην καλύτερη μόρφωση των μαθητών μέσω της απελευθέρωσης των εκπαιδευτικών και της αυτονομίας των σχολικών μονάδων από τον έλεγχο του Υπουργείου. Περισσότερη ελευθερία στα σχολεία, στους δασκάλους και στους καθηγητές μας.
Δεύτερον, την ανάγκη για διαρκή επιμόρφωση των διδασκόντων, το έργο των οποίων όμως θα πρέπει να αξιολογείται, ώστε να μπορεί να ενδυναμώνεται.
Και τρίτον, την ενίσχυση των εκπαιδευτικών δομών στον τομέα της σύγχρονης παιδαγωγικής.
Αυτά επιχειρεί να κάνει το νομοσχέδιο το οποίο θα γίνει νόμος του κράτους αύριο. Και να το πω διαφορετικά: Πρόκειται για μια μεταρρύθμιση η οποία προσφέρει ανοιχτή γνώση στα παιδιά, ταυτόχρονα όμως επιδεικνύει μεγάλη εμπιστοσύνη στους δασκάλους και στους καθηγητές μας. Είναι μια μεταρρύθμιση η οποία προσφέρει ανεξαρτησία στη δράση κάθε σχολείου, αλλά και βοήθεια με λογοδοσία σε όλους τους συντελεστές του. Και ενώ τα μαθήματα του νέου σχολείου πρέπει να έρχονται από το μέλλον, η σχέση μεταξύ διδασκόντων και διδασκομένων καλείται να αναβιώσει μια πολύτιμη εμπειρία, που πιστεύω ότι όλοι μας κρατάμε από το παρελθόν. Τη θετική επιρροή που άσκησε σε όλους μας κάποια στιγμή μια αλησμόνητη δασκάλα ή ένας οραματικός καθηγητής.
Αγαπητοί συνάδελφοι, δεν νομίζω ότι υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ποιότητα της εκπαίδευσης συνδέεται απόλυτα με την αυτονομία των σχολικών μονάδων. Και δυστυχώς -όπως παρουσίασε αναλυτικά και η Υπουργός αλλά και ο εισηγητής μας- εδώ η σύγκριση με τα διεθνή δεδομένα είναι απογοητευτική. Η Ελλάδα είναι στον τομέα αυτό, δυστυχώς, σήμερα ουραγός στις χώρες του ΟΟΣΑ, καθώς άνω του 80% των αποφάσεων που έχουν να κάνουν με την λειτουργία του σχολείου λαμβάνονται τελικά από το Υπουργείο Παιδείας και όχι από τους διδάσκοντες ή τον διευθυντή τους. Με άλλα λόγια, για όσα συμβαίνουν τελικά στις τάξεις, δεν έχουν λόγο όσοι μοχθούν σε αυτές, αλλά κάποιοι που κάθονται σε κάποια γραφεία, πολύ μακριά από αυτές. Και το αποτέλεσμα στην εκπαιδευτική διαδικασία είναι δυστυχώς ορατό. Για παράδειγμα, μέχρι σήμερα μόνο εμείς και η Κύπρος, σε όλη την Ευρώπη, διατηρούμε το μοναδικό σχολικό εγχειρίδιο. Αυτό, όμως, τώρα αλλάζει. Και στο εξής στην θέση του αποκλειστικού βιβλίου, θα υπάρχουν περισσότερες πηγές που το σχολείο θα επιλέγει από ένα νέο μητρώο διδακτικών βιβλίων και από την ψηφιακή βιβλιοθήκη του.
Σκοπός μας είναι η αποστήθιση σταδιακά να αντικαθίσταται από την κριτική και την δημιουργική σκέψη. Όπως και οι επιδόσεις των παιδιών να μπορούν να κρίνονται με πολύ μεγαλύτερη ευελιξία. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί θα πρέπει το Υπουργείο να καθορίζει σε εξονυχιστική λεπτομέρεια τον τρόπο με τον οποίο εξετάζονται οι μαθητές στην τάξη. Τώρα δίνουμε παραπάνω ευελιξία. Τα παραδοσιακά διαγωνίσματα τα οποία θα εξακολουθούν, προφανώς, να παίζουν τον ρόλο τους, να μπορούν να μετατρέπονται σε ατομικές ή σε ομαδικές εργασίες των μαθητών. Να δώσουμε στον δάσκαλο, στον καθηγητή, τη δυνατότητα να κάνει αυτές τις παρεμβάσεις. Αυτός ή αυτή ξέρουν τελικά καλύτερα τι συμβαίνει μέσα στην τάξη και ποιος είναι ο σωστός τρόπος, μέσα σε ένα ευρύ πλαίσιο, να μπορούν να αξιολογούν την πρόοδο των μαθητών τους.
Την ίδια ώρα η διδακτέα ύλη εκσυγχρονίζεται. Όμως, πλαισιώνεται και από μαθήματα δεξιοτήτων ή μορφών κοινωνικοποίησης, ανάλογα με την κάθε φάση της εκπαίδευσης. Η τεχνολογία πια πρέπει και θα διατρέχει οριζόντια όλες τις τάξεις. Αλλά, διαφορετικές ηλικίες θα εξοικειώνονται και με διαφορετικά αντικείμενα, όπως τη σεξουαλική αγωγή, τα ατομικά δικαιώματα, την οδική ασφάλεια, την επιχειρηματικότητα, την προστασία του περιβάλλοντος, για να αναφέρω ενδεικτικά μόνο κάποια. Γιατί -όπως είπα- η σχολική διαδρομή πρέπει να γίνει και στην Ελλάδα, η γόνιμη διαδρομή του παιδιού και του εφήβου πρώτος σταθμός του ώριμου και ολοκληρωμένου πολίτη.
Σε έναν κόσμο ο οποίος διαρκώς αλλάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα, η γνώση τού σήμερα δεν ξέρουμε αν θα ανταποκρίνεται στα επαγγέλματα του αύριο. Δεν αρκεί σήμερα, την εποχή του διαδικτύου, όπου με μία απλή αναζήτηση μπορούμε να έχουμε πρόσβαση σε οποιαδήποτε πληροφορία, ο μαθητής απλά να γνωρίζει πληροφορίες. Είναι και αυτό ένα χρήσιμο και απαραίτητο κομμάτι της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Όμως δεν αρκεί. Ο μαθητής πρέπει πάνω απ’ όλα να μάθει πως να μαθαίνει διαρκώς, πως να συνεργάζεται, πως να προσαρμόζεται σε μία ομάδα με διαφορετικές αφετηρίες, αλλά με τον ίδιο στόχο. Και εκεί ακριβώς έγκειται η δύναμη των λεγόμενων ήπιων δεξιοτήτων -soft skills στα αγγλικά- που θα μπορούν να προσφέρουν στα παιδιά μας ακριβώς αυτά τα ζητούμενα. Τα παιδιά μας δηλαδή να μπορούν να διδάσκονται ρομποτική, αλλά να μην αντιδρούν σαν ρομπότ.
Τα σχολεία θα έχουν, επίσης, την ελευθερία να συγκροτούν τα δικά τους ακαδημαϊκά και εκπαιδευτικά προγράμματα. Να δημιουργούν, με την πρωτοβουλία των διδασκόντων, ομίλους. Να συνεργάζονται με άλλους φορείς σε κοινές δράσεις. Ενώ ο Διευθυντής αναλαμβάνει, επιτέλους, το ρόλο που δηλώνει ο τίτλος του. Διευθύνει δηλαδή. Συνεργάζεται και αξιολογεί τους υφισταμένους του. Οργανώνει την ενδοσχολική επιμόρφωση. Και ο επικεφαλής ενός επιτελείου μεριμνά και για την πολιτιστική ζωή στο σχολείο, αλλά -γιατί όχι;- και για την πρόσθετη οικονομική του ευρωστία, διεκδικώντας και χορηγίες και δωρεές από την τοπική κοινότητα.
Το κέντρο βάρους, λοιπόν, της εκπαιδευτικής διαδικασίας μεταφέρεται, με τόλμη και με εμπιστοσύνη, από το Υπουργείο στο αυτόνομο σχολείο. Και αυτό συνιστά τη μεγάλη τομή αυτού του νομοσχεδίου. Και θα με ενδιέφερε πολύ να ακούσω τις απόψεις των πολιτικών αρχηγών επί όλων αυτών των συγκεκριμένων προτάσεων, που σύντομα θα γίνουν πολιτικές του κράτους. Προσωπικά, όλες μου φαίνονται αυτονόητες. Θα ήταν ευχής έργον αν μπορούσαμε, σε κάποιες από αυτές τουλάχιστον, να συμφωνήσουμε, ώστε να δώσουμε και ένα στίγμα ότι σε κάποιες αυτονόητες αλλαγές, που αφορούν την ίδια τη λειτουργία του σχολείου η εκπαιδευτική διαδικασία μπορεί να εξασφαλίσει διακομματική συναίνεση. Που να κάνει όλους να αισθάνονται ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις μπορούν να έχουν πραγματικό βάθος και να ριζώσουν στην ελληνική κοινωνία.
Ο προϊστάμενος κάθε μονάδας πια, επειδή αναβαθμίζεται, αποκτά και καινούργιους συνεργάτες. Θα συνδράμουν, λοιπόν, τον διευθυντή οι υποδιευθυντές, τους οποίους θα μπορεί να εισηγείται ο ίδιος, αλλά και άλλοι υποστηρικτικοί θεσμοί όπως οι ενδοσχολικοί συντονιστές και οι υπεύθυνοι διασύνδεσης στα επαγγελματικά λύκεια. Ταυτόχρονα η θητεία του διευθυντή αυξάνεται από τα 3 χρόνια στα 4, ώστε να μπορεί να έχει έναν πιο διευρυμένο χρονικό ορίζοντα να υλοποιήσει τις δράσεις του.
Η άλλη όψη, ωστόσο, της αυτονομίας είναι η αξιολόγηση. Ένα απαραίτητο αντίβαρο το οποίο πρέπει να υπάρχει καθώς, κάθε φορά που ένας οργανισμός απελευθερώνεται από τον ασφυκτικό κεντρικό έλεγχο, πρέπει να υπάρχει και ένα πλαίσιο ελέγχου ώστε να αποφεύγονται πιθανές εκτροπές. Είναι, επίσης, η αξιολόγηση μια απαραίτητη δικλείδα ασφαλείας για την αποφυγή προνομιακών σχέσεων μεταξύ συναδέλφων, αλλά και κατάχρησης μιας ηγετικής θέσης. Είναι όμως ταυτόχρονα και η αξιολόγηση ένα εργαλείο διαρκούς βελτίωσης του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου. Εφαρμόζεται παντού στον αναπτυγμένο κόσμο. Και η χρησιμότητά της πρέπει επιτέλους κάποια στιγμή να αναγνωριστεί καθολικά και στη χώρα μας.
Η αξιολόγηση, την οποία εισηγείται το Υπουργείο, αφορά δύο επίπεδα. Την σχολική μονάδα, αλλά και τους λειτουργούς της. Δασκάλους, καθηγητές. Κάθε σχολείο θα έχει τη δική του ιστοσελίδα με τις δράσεις του, ανοιχτές σε οποιονδήποτε. Και βέβαια η πρόοδος των προγραμμάτων θα αποτυπώνεται σε ανώνυμα τεστ αξιολόγησης των γνώσεων των μαθητών στο τελευταίο έτος του Δημοτικού και του Γυμνασίου. Μια πολύ σημαντική πληροφορία την οποία πρέπει να διαθέτει το Υπουργείο, έτσι ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε εκείνες τις παρεμβάσεις για να βελτιώσουμε και τα αποτελέσματα της χώρας στους διεθνείς δείκτες αξιολόγησης εκπαιδευτικών δυνατοτήτων, όπως η Πίζα, όπου δυστυχώς δεν διακρινόμαστε όλα τα τελευταία χρόνια. Ενώ πια, ανά τετραετία ή ανά διετία οι εκπαιδευτικοί θα αξιολογούνται για το έργο τους, αλλά και για την υπηρεσιακή τους συνέπεια, από τον Διευθυντή, από τον Σύμβουλο Επιστημονικής Ειδικότητας και τον Σύμβουλο Παιδαγωγικής Ευθύνης. Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης θα οδηγούν είτε με μεγαλύτερη ευκολία στην ανάθεση θέσεων ευθύνης, είτε σε περίπτωση που κριθεί ότι ο αξιολογούμενος έχει περιθώρια βελτίωσης, σε επιμόρφωση.
Όμως και οι αξιολογητές θα αξιολογούνται. Ο Διευθυντής του σχολείου, για παράδειγμα, θα υπόκειται στην κρίση του Διευθυντή Εκπαίδευσης και του Συμβούλου Εκπαίδευσης Παιδαγωγικής Ευθύνης, με βάση την αποδοτικότητα που θα έχει και η σχολική μονάδα. Τις απόψεις τους γι’ αυτόν θα μπορούν να καταθέτουν και ανώνυμα κάθε χρόνο και οι ίδιοι οι υφιστάμενοί τους. Η ανατροφοδότηση, λοιπόν, και η αυτοβελτίωση γίνεται κανόνας.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, ύστερα από μια τόσο μεγάλη συζήτηση εντός και εκτός Βουλής είναι, νομίζω, περιττό να απαντήσω στην κριτική που ασκείται από μερικούς στην αξιολόγηση. Όχι μόνο γιατί εδράζεται σε μύθους, τους οποίους απορρίπτουν πλέον πρώτα από όλα οι ίδιοι οι γονείς και οι μαθητές. Αλλά γιατί επίσης η αξιολόγηση αποτελεί πια ώριμο αίτημα της κοινωνίας. Θυμίζω ότι σε μια πρόσφατη έρευνα 7 στους 10 πολίτες κρίνουν απαραίτητη την αξιολόγηση στα σχολεία. 9 στους 10 πολίτες συμφωνούν με τις νέες θεματικές ενότητες που εισηγείται το Υπουργείο. Προφανώς ανάμεσα τους είναι και πολλοί ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ. Εξάλλου -όπως είπα- το ζήτημα αυτό έχει λυθεί από καιρό στο εξωτερικό. Παντού στην Ευρώπη η αξιολόγηση είναι κανόνας, δεν αμφισβητείται η ανάγκη της. Μπορεί να υπάρχει μία γόνιμη συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο αυτή θα διεξάγεται, όμως αποτελεί απαραίτητο συστατικό της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Επιτρέψτε μου σε αυτό το σημείο να σας διαβάσω ένα μικρό κείμενο, το οποίο έχει ηλικία περίπου 10 ετών και είναι μία μαρτυρία που περιγράφει την κατάσταση που ίσχυε τότε. Σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα και θέτει δύο ερωτήματα, δίνοντας ταυτόχρονα και τις απαντήσεις τους.
Το λέω διότι είναι πάρα πολύ εύκολο -άκουγα μονίμως αυτήν την κριτική όταν ήμουν και Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης- να λέμε “ναι επί της αρχής”, “θέλουμε την αξιολόγηση”, αλλά κάθε φορά που μπαίνουμε στη λεπτομέρεια τού πως θα την κάνουμε, να εγείρουμε προσκόμματα, ερωτήματα, έτσι ώστε τελικά η αξιολόγηση να καθίσταται ανέφικτη. Αν συμφωνούμε ότι η αξιολόγηση είναι απαραίτητη, ας βρούμε λοιπόν έναν κοινό τόπο για το ποιο είναι το καλύτερο πλαίσιο για να μπορούμε να τη διεξάγουμε.
Διαβάζω λοιπόν μία ψύχραιμη κατάθεση η οποία έγινε σε ουδέτερο χρόνο από μία γραφίδα που δύσκολα θα έλεγε κανείς ότι υπηρετεί κομματικές σκοπιμότητες. Τη μεταφέρω: «Η αξιολόγηση ενός εκπαιδευτικού συνίσταται στην εκτίμηση της επιστημονικής και διδακτικής του επάρκειας, της παιδαγωγικής ικανότητας και της υπηρεσιακής του συνέπειας».
Ποιος μπορεί να τα αξιολογεί αυτά; Δύο άνθρωποι σε συνεργασία. Ο Διευθυντής του σχολείου και ο Σχολικός Σύμβουλος. Γιατί ποιος άλλος γνωρίζει καλύτερα από το Διευθυντή την καθημερινή υπευθυνότητα του δασκάλου; Και για την επιστημονική του επάρκεια τον πρώτο λόγο έχει ο Σύμβουλος. Και εννοείται πως κάθε εκπαιδευτικός λαμβάνει γνώση της αξιολογικής έκθεσης, με δικαίωμα ένστασης. Ακριβώς σε αυτήν την κατεύθυνση που χάραζε ήδη από το 2012 ο διανοητής και πολύπειρος εκπαιδευτικός Σταύρος Ζουμπουλάκης, κινείται το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας. Ενισχύοντας μάλιστα τις υφιστάμενες παιδαγωγικές δομές, αλλά ιδρύοντας και νέες. Έτσι οι σύμβουλοι εκπαίδευσης αυξάνονται σε 800 και προσλαμβάνονται ακόμα 1.100 ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί για τη συνολική υποστήριξη των παιδιών και την αντιμετώπιση εξαιρετικά ανησυχητικών φαινομένων, όπως αυτό του bullying. Ενώ ανά ομάδα σχολείων θα λειτουργούν και γραφεία συμβουλευτικής, αλλά και γραφεία επαγγελματικού προσανατολισμού.
Στόχος μου, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σήμερα δεν είναι να παρουσιάσω αναλυτικά όλα τα επιμέρους μέτρα που περιλαμβάνει η μεταρρύθμιση της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Σκοπός μου είναι πρώτα και πάνω από όλα να αναδείξω το κοινωνικό περιεχόμενο αυτής της μεταρρύθμισης. Ακόμα τον εκσυγχρονιστικό της χαρακτήρα, αλλά και το αναπτυξιακό της πρόσημο. Γιατί -θα το ξαναπώ- αν υπάρχει ένας δρόμος για την προσωπική ανέλιξη κάθε παιδιού στην Ελλάδα, ο δυναμικός βατήρας του για να τρέξει σε αυτόν πρέπει να είναι η δημόσια παιδεία. Και αν υπάρχει μια δύναμη που τελικά κινεί την εθνική οικονομία είναι πάλι η δημόσια παιδεία.
Ανοίγω μια παρένθεση: Ένας από τους λόγους που τόσες μεγάλες ξένες επιχειρήσεις τεχνολογίας ενδιαφέρονται να επενδύσουν στην πατρίδα μας δεν είναι μόνο το ωραίο μας κλίμα ή τα όποια φορολογικά κίνητρα μπορεί να έχουμε θεσπίσει για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Είναι πρώτα και πάνω από όλα το μορφωτικό επίπεδο, οι γνώσεις, αλλά και η εργατικότητα των νέων πτυχιούχων των Πανεπιστημίων και των Πολυτεχνείων μας. Για το ανθρώπινο δυναμικό, πέρα και πάνω από όλα, έρχονται ξένες επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Και αυτό το ανθρώπινο δυναμικό είναι αυτό το οποίο θα πρέπει, σε συνεννόηση και σε διάλογο με την αγορά εργασίας, να οδηγήσει στις απαραίτητες προσαρμογές το εκπαιδευτικό σύστημα. Έτσι ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες μιας αγοράς εργασίας σε μια οικονομία που αναπτύσσεται από καταρτισμένους αποφοίτους, αλλά και από κατόχους τεχνικής εκπαίδευσης, που τόσο πολύ τους χρειάζεται η χώρα μας.
Μιλάμε, λοιπόν, σήμερα εδώ για το δημόσιο σχολείο της επόμενης δεκαετίας που θα διακινεί ανοιχτή γνώση σε χαρούμενους μαθητές με απελευθερωμένους και δημιουργικούς τους δασκάλους και τους καθηγητές μας. Με τάξεις για όλες τις τάξεις, όπου θα προσφέρονται όχι μόνο ίσες ευκαιρίες, αλλά και ίσα δικαιώματα στην ευκαιρία σε κάθε παιδί. Γι’ αυτό και το σχολείο οφείλει να είναι απαιτητικό τόσο προς τους λειτουργούς του όσο και προς τους μαθητές του. Διότι ένα σχολείο πολύ εύκολο δεν υπηρετεί τελικά την άμβλυνση των ανισοτήτων, αλλά δίνει απλά πρόσθετο πλεονέκτημα σε αυτούς που μπορεί να είναι ήδη ισχυροί ή τυχεροί στην αφετηρία της διαδρομής της ζωής τους. Η απελευθέρωση, λοιπόν, του δημόσιου σχολείου αποβαίνει, τελικά, σε όφελος των πιο αδύναμων. Και η αποσάθρωση του δημόσιου σχολείου αποβαίνει τελικά σε βάρος των πιο αδύναμων.
Γιατί, ξέρετε, αυτή η ισοπέδωση προς τα κάτω, που σας αρέσει να αποκαλείτε εκδημοκρατισμό, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να στερεί από αυτά τα παιδιά το βασικό όπλο για την πρόοδο τους. Τα εθίζει τελικά στην ήσσονα προσπάθεια, αποτρέποντας τα από το ατομικό στοίχημα, αλλά και από την ομαδική δράση που οδηγούν είτε σε επιστημονική είτε σε ακαδημαϊκή επαγγελματική σταδιοδρομία.
Οικοδομείτε έτσι μέσα από αυτές τις πολιτικές παθητικούς πολίτες που τελικά αναζητούν κάποιον “πατερούλη” να τους προστατεύσει. Δηλαδή, χειραγωγημένους πολίτες. Ακριβώς γι’ αυτό ζητώ και σε αυτή την αίθουσα να πάψουν να ακούγονται εύηχα ψέματα που κολακεύουν τα αυτιά, αλλά καίνε τα μυαλά.
Πού ακούστηκε ότι δεν χρειάζεται, τάχα, να ενισχυθεί η κατάρτιση σε μια χώρα η οποία ενώ παράγει σωρηδόν άνεργους πτυχιούχους έχει, σήμερα που μιλάμε -με ανεργία 15%- έλλειψη από εξειδικευμένους και καλοπληρωμένους επαγγελματίες. Ποιος είναι άραγε, σας ζητώ να αναλογιστείτε, ο ελιτιστής; Αυτός που θεωρεί εξίσου υπερήφανο και αξιοπρεπή τον φοιτητή και τον σπουδαστή, τον επιστήμονα και τον καταρτισμένο τεχνίτη ή μήπως εκείνος που ψαρεύει στα θολά νερά ενός πανεπιστημίου, δήθεν για όλους, αλλά τελικά με μέλλον για κανέναν;
Σύμφωνα με τη Eurostat από τους 100 νέους που εισάγονται στα πανεπιστήμια μας ούτε καν 60, το 59 για την ακρίβεια, αποφοιτεί. Είναι η χειρότερη επίδοση στην Ευρώπη. Και αντί να δούμε τι φταίει, κάποιοι συνεχίζουν να μοιράζουν ψεύτικες υποσχέσεις.
Οι νέοι μας, όμως, σήμερα δεν ζητούν ελπίδες που σύντομα σβήνουν, αλλά προοπτικές που ανάβουν το μέλλον τους. Δηλαδή από καλές σπουδές που θα βγάζουν επιστήμονες που θα προωθούν την ανάπτυξη, αλλά και από άρτια τεχνική εκπαίδευση που θα βγάζει καλούς επαγγελματίες που θα την οικοδομούν καθημερινά μαζί με τη δική τους προσωπική επιτυχία.
Είναι καιρός, λοιπόν κύριε Τσίπρα, να σοβαρευτείτε και να σταματήσετε να δηλητηριάζετε όσους ακόμα αντέχουν να σας ακούνε. Δεν γίνεται να μην υπάρχει μία στοιχειώδης βάση εισαγωγής για τα Πανεπιστήμια. Όπως δεν γίνεται να μην έχουν λόγο τα ιδρύματα για τον αριθμό των φοιτητών που θα υποδέχονται. Γιατί όσοι εισάγονται χωρίς να αξίζουν τελικά αυτήν την εισαγωγή τους -το ξέρουμε πολύ καλά- στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν αποφοιτούν. Και τέλος ξανασκεφτείτε αυτή την τόσο άτοπη υπόσχεση που εύκολα εκτοξεύσατε, ότι δήθεν θα κρατούν οι υποψήφιοι τους βαθμούς τους -στην αρχή είπατε για πάντα, τώρα το είπατε για ένα χρόνο- μέχρι να εισαχθούν. Δεν είναι μόνο κάτι που αντίκειται στην ύλη, στις συνθήκες, στην ίδια την ακεραιότητα των πανελλαδικών εξετάσεων. Όλα αυτά αλλάζουν κάθε χρόνο. Είναι μία κατάφωρη αδικία για την επόμενη γενιά των μαθητών του επόμενου χρόνου που θα θέλει να διεκδικήσει την είσοδό της στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Και να εξηγούμαστε: Αν θέλετε πραγματικά να είστε συνεπής με ό,τι εννοείτε τότε τολμήστε το. Προτείνετε όχι την κατάργηση, αλλά τη διατήρηση της ελάχιστης βάσης, αλλά να μπαίνουν μόνο όσοι δεν την πιάνουν διότι αυτό ακριβώς έρχεστε και λέτε σήμερα στα νέα παιδιά υποσχόμενοί τους τι; Ότι θα έρθετε αναδρομικά να τους βάλετε στο Πανεπιστήμιο από την πίσω πόρτα, σε ένα Πανεπιστήμιο από το οποίο έχουν μεγάλες πιθανότητες να μην αποφοιτήσουν. Να τους κλείσετε το μάτι δηλαδή σε μία διαδρομή όταν γνωρίζετε πάρα πολύ καλά τα πραγματικά στοιχεία σήμερα, από τα ποσοστά αποφοίτησης, ειδικά από μία σειρά από τμήματα τα οποία έχουν εξαιρετικά χαμηλή βάση εισαγωγής στα οποία καταλήγουν φοιτητές οι οποίοι δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον να σπουδάσουν αυτό το αντικείμενο και προσποιούμαστε, όλοι προσποιούμαστε, το παιδί μπήκε στο Πανεπιστήμιο και φοιτά σε ένα τμήμα με βάση εισαγωγής 4 από το οποίο κατά πάσα πιθανότητα δεν θα αποφοιτήσει. Για να φτάσει 25 χρόνων για να λέμε “μπράβο στο παιδί που μπήκε στο δημόσιο πανεπιστήμιο”.
Και πιστεύετε ότι αυτό είναι για το καλό του παιδιού. Αν το πιστεύετε πραγματικά να έρθετε να μας εξηγήσετε το γιατί, την ίδια στιγμή που η χώρα έχει τεράστιες ανάγκες στην τεχνική εκπαίδευση και για πρώτη φορά μέσα από το μηχανογραφικό δίνεται η δυνατότητα στα παιδιά να κατευθυνθούν προς τα δημόσια ΙΕΚ στα οποία θυμίζω ότι επιλέγουν να φοιτήσουν ουκ ολίγοι απόφοιτοι Πανεπιστημίου.
Έχουμε δηλαδή το φαινόμενο να πηγαίνει κάποιος στο Πανεπιστήμιο να παίρνει πτυχίο και να καταλήγει να επιστρέφει στο δημόσιο ΙΕΚ διότι πολύ απλά αντιλαμβάνεται ότι εκεί θα έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να αποκατασταθεί επαγγελματικά.
Ας μιλήσουμε επιτέλους σε αυτά τα νέα παιδιά τη γλώσσα της αλήθειας αντί να τους κλείνετε για ακόμα μια φορά με απύθμενο λαϊκισμό το μάτι με μια ψηφοθηρική λογική η οποία δεν ανήκει απλά σε άλλες δεκαετίες, αλλά σε άλλον αιώνα.
Κλείνω, κ. Πρόεδρε, με την εξής παρατήρηση: Πρόκειται αναμφίβολα για μια τολμηρή μεταρρύθμιση αυτή που εισηγείται σήμερα το Υπουργείο η οποία έρχεται να αναβαθμίσει το περιεχόμενο της γνώσης από το Νηπιαγωγείο μέχρι το Λύκειο.
Σκοπός μας είναι να καλλιεργήσουμε την κριτική σκέψη των μαθητών. Να ενσωματώσουμε στο σχολείο νέες μεθόδους διδασκαλίας και κυρίως να εξοικειώσουμε τους μαθητές μας με τις νέες εκείνες δεξιότητες που απαιτούν οι καιροί μας.
Κυρίως όμως ερχόμαστε να εμπιστευτούμε και πάλι την εκπαίδευση των παιδιών μας στους δασκάλους και στους καθηγητές τους.
Η πολιτεία κάνει σήμερα ένα καθοριστικό αποφασιστικό βήμα αναθέτοντας τις πρωτοβουλίες της μάθησης στους αληθινούς πρωταγωνιστές της: Στο κάθε σχολείο, στην κάθε τάξη, σε κάθε γωνιά της Ελλάδος.
Εξοπλίζει τη δημόσια Παιδεία με διαδικασίες, με μέσα και φυσικά με έμψυχο υλικό και την πλαισιώνει με πίστη στις μεγάλες δυνατότητες των λειτουργών της.
Έχουμε κάθε λόγο να είμαστε αισιόδοξοι για το νέο σχολείο του 21ου αιώνα που ξεκινάει την πορεία του από τον Σεπτέμβριο που μας έρχεται. Και για να γίνει πραγματικότητα ζητώ την υποστήριξη όλων.
Το λέμε αλλά ας δούμε αν μπορούμε πραγματικά να το κάνουμε πράξη. Η δημόσια Παιδεία είναι υπόθεση εθνική. Και γι’ αυτό παρά τις αντιπαραθέσεις που προηγήθηκαν θα ζητήσω να χαμηλώσουμε τους τόνους. Να ξαναδιαβάσετε με νηφαλιότητα το νομοσχέδιο το οποίο φέρνουμε σήμερα προς ψήφιση. Και κάθε ψύχραιμος παρατηρητής νομίζω ότι θα μπορεί να διακρίνει εκεί το πραγματικά προοδευτικό πνεύμα που το διαπνέει.
Γι’ αυτό, κυρίες και κύριοι του ΣΥΡΙΖΑ, πριν αποφασίσετε τι θα ψηφίσετε ίσως θα πρέπει να ακούσετε μια συμβουλή που διατυπώθηκε πριν από πολλά χρόνια αλλά πιστεύω ότι ισχύει απόλυτα στη συγκυρία και στην περίπτωσή σας.
Ο εμβληματικός ηγέτης της ιταλικής αριστεράς, ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, έλεγε, ακούστε το: «Σύντροφοι, είναι ώρα να αναπτύξουμε μια ιδιότητα που μας λείπει. Να ψάχνουμε την αλήθεια που κρύβεται στα λόγια του αντιπάλου μας».
Σήμερα, λοιπόν, εγώ σάς ζητώ κάτι ανάλογο αλλά πολύ πιο εύκολο. Να ξεφύγετε από την απόλυτη άρνηση χωρίς να βλέπετε πρώτα τι είναι αυτό το οποίο αρνείστε. Να πάψετε δηλαδή ενστικτωδώς να λέτε “καληνύχτα” όταν όλοι οι άλλοι σας λένε “καλημέρα”. Γιατί στο μεταξύ στον αληθινό κόσμο μπορεί πράγματι να έχει ξημερώσει μια νέα φωτεινή μέρα.
Σας ευχαριστώ.
Δευτερολογία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, στη συζήτηση για το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων για την «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις»
Κατ’ αρχάς, χαίρομαι κυρίες και κύριοι συνάδελφοι που η συζήτηση ουσιαστικά περιορίστηκε στα ζητήματα της Παιδείας.
Πράγματι κύριε Τσίπρα, μην ανησυχείτε θα έχουμε καιρό να συζητήσουμε και τα υπόλοιπα θέματα τα οποία έχουν να κάνουν με τον ευρύτερο δημόσιο διάλογο και την ποιότητα του δημόσιου λόγου. Θα τα κουβεντιάσουμε αυτά σε άλλη ευκαιρία.
Επιτρέψτε μου μόνο μία εισαγωγική τοποθέτηση – απάντηση σε όσα είπε η κυρία Γεννήματα για τα ζητήματα της πανδημίας.
Κυρία Γεννηματά, όταν αγωνιζόμαστε να πείσουμε συμπολίτες μας ότι πρέπει να εμβολιαστούν, δεν διχάζουμε τους πολίτες. Χρησιμοποιούμε τον ορθό λόγο και την επιστημονική γνώση για να επιχειρηματολογήσουμε στέρεα, γιατί ο εμβολιασμός είναι η μόνη απάντηση για να μπορέσουμε να τελειώνουμε με τον εφιάλτη της πανδημίας. Είναι διχαστική πολιτική αυτή; Εξηγείστε μου πώς ακριβώς αντιλαμβάνεστε το διχασμό, σε μία κυβέρνηση η οποία δεν κάνει τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο από αυτό το οποίο προσπαθούν να κάνουν όλες οι κυβερνήσεις του κόσμου. Διότι η επιφυλακτικότητα με τους εμβολιασμούς όπως γνωρίζετε καλά, δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Έχουμε συμπολίτες μας οι οποίοι ιδεολογικά μπορούν να κατατάσσονται στην κατηγορία των επί της αρχής αρνητών. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να τους πείσουμε να κάνουν το βήμα και να εμβολιαστούν. Έχουμε και πολλούς άλλους συμπολίτες μας όμως, οι οποίοι μπορεί, ακόμα για λόγους οι οποίοι σε ένα βαθμό είναι κατανοητοί, να διστάζουν, να φοβούνται, να θεωρούν ότι ενδεχομένως το πρόβλημα θα λυθεί πριν αναγκαστούν και αυτοί να πάρουν μία απόφαση που προφανώς για τον εαυτό τους τη θεωρούν δύσκολη.
Κάνουμε μία μεγάλη προσπάθεια, λοιπόν, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα τα οποία έχουμε στη διάθεσή μας, να πείσουμε τους πολίτες, έχοντας όλα τα δεδομένα στη διάθεσή μας. Με σημαντικότερο επιχείρημα το γεγονός ότι σήμερα το 4ο κύμα είναι ένα κύμα το οποίο αφορά σχεδόν αποκλειστικά, όχι μόνο, αλλά σχεδόν αποκλειστικά τους ανεμβολίαστους. Και τι πιο ισχυρό επιχείρημα από το να δούμε τα δεδομένα των νοσηλειών, των εντατικών και των θανάτων, τους τελευταίους μήνες. Γι’ αυτό και κάνω, ακόμα και σήμερα πάλι από το βήμα της Βουλής, έκκληση στους συμπολίτες μας οι οποίοι ακόμα δεν έχουν πάρει την απόφαση να σπεύσουν και να εμβολιαστούν για να προστατεύσουν πέρα και πάνω από όλα τους εαυτούς τους.
Η μετάλλαξη Δ είναι εξαιρετικά μεταδοτική. Η πιθανότητα να κολλήσει κάποιος κορονοϊό και να ταλαιπωρηθεί σημαντικά και ενδεχομένως να κινδυνεύσει η ζωή του αν είναι ανεμβολίαστος, είναι πολλαπλάσια σε σχέση με κάποιον συμπολίτη μας ο οποίος είναι εμβολιασμένος. Άρα η επιχειρηματολογία υπέρ του κοινού καλού, υπέρ της κοινωνικής ευθύνης, η επίκληση των σχετικών άρθρων του Συντάγματος δεν συνιστά σε καμία περίπτωση διχαστική πολιτική. Και θα ήταν καλό πράγματι εάν στον τομέα αυτό είχαμε τελείως ξεκάθαρες θέσεις από όλα τα κόμματα, αντί κάποιοι να προσπαθούν να τσαλαβουτούν στα θολά νερά της σύγχυσης, κλείνοντας το μάτι και σε αυτούς οι οποίοι ενδεχομένως ακόμα σήμερα να προβληματίζονται και να μην έχουν πάρει την οριστική απόφαση.
Λυπάμαι, κύριε Τσίπρα, γιατί κάνατε πίσω στο ζήτημα του υποχρεωτικού εμβολιασμού για τους υγειονομικούς και για τους εργαζόμενους στις μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων. Είχα αντιληφθεί από την αρχική σας τοποθέτηση ότι θα στηρίζατε αυτή την πρωτοβουλία, όπως έκανε καθαρά και χωρίς αστερίσκους το Κίνημα Αλλαγής. Αλλά το να εισάγετε στο δημόσιο διάλογο αυτή την έννοια της … “υποχρεωτικής προαιρετικότητας” πραγματικά καινοτομήσατε. Αλλά, ξέρετε, όταν πατάτε σε δύο βάρκες καταλήγετε να μην αρέσετε. Όταν θέλετε να αρέσετε σε όλους, η πιθανότητα είναι να μην αρέσετε τελικά σε κανέναν. Και φοβάμαι ότι στο συγκεκριμένο θέμα δεν φερθήκατε με την ανάλογη υπευθυνότητα που σας αναλογεί.
Έρχομαι τώρα στα ζητήματα που αφορούν την ημερήσια διάταξη, τα ζητήματα της Παιδείας. Κατ’ αρχάς, να σας ενημερώσω απλά, κύριε Τσίπρα -γιατί ίσως δεν το γνωρίζετε- ότι έδωσα πανελλήνιες εξετάσεις διότι όταν τελείωνα το σχολείο οι πανελλήνιες εξετάσεις ήταν απαραίτητες, προκειμένου να προσμετρηθεί ο βαθμός τους στο βαθμό του απολυτηρίου. Κατά συνέπεια, μπορεί να μην είχα ενδιαφέρον να φοιτήσω σε ελληνικό πανεπιστήμιο, είχα όμως ενδιαφέρον να πάω καλά, διότι δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να αποφοιτήσω με ένα βαθμό χαμηλότερο σε σχέση με τις επιδόσεις μου στο σχολείο.
Και νομίζω ότι όλοι όσοι ζούμε την ελληνική πραγματικότητα, ασχέτως με το πού επιλέγουμε να σπουδάζουν τα παιδιά μας, έχουμε μία πάρα πολύ καλή αίσθηση της τεράστιας προσπάθειας, κόπου, άγχους, αγωνίας, που το σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων συνεπάγεται για τα παιδιά και τις οικογένειές τους.
Είναι ένα σύστημα το οποίο μπορεί να έχει κάποιες αδυναμίες, που χρήζουν βελτίωσης, παραμένει όμως ένα σύστημα βαθιά αντικειμενικό και -τολμώ να πω- βαθιά αξιοκρατικό. Διότι σίγουρα επιβραβεύει αυτούς οι οποίοι έχουν δουλέψει περισσότερο. Σε μια διαγωνιστική διαδικασία πάντα μπορεί να συμβεί ένα ατύχημα και το να μην περάσεις σε ένα πανεπιστήμιο δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να λογίζεται ως αποτυχία ζωής. Όμως εξακολουθώ να πιστεύω ότι τα πλεονεκτήματα αυτού του συστήματος σε σχέση με άλλα συστήματα εισαγωγής, είναι περισσότερα από τα μειονεκτήματα. Και σίγουρα δίνουν τη δυνατότητα σε παιδιά χαμηλότερων εισοδηματικών τάξεων να διαγωνιστούν επί ίσοις όροις και να διεκδικήσουν θέσεις στο δημόσιο πανεπιστήμιο μέσα από μια αντικειμενική αξιοκρατική διαδικασία. Αρκεί να ρίχνει κανείς μια ματιά -το κάνω πάντα γιατί έχει πολύ ενδιαφέρον- και στο κοινωνικό προφίλ των επιτυχόντων, των αριστούχων, αυτών οι οποίοι συγκέντρωσαν τα περισσότερα μόρια και μπήκαν στις σχολές της επιλογής τους, για να διαπιστώσει και την ευρεία κοινωνική διαστρωμάτωση και τη γεωγραφική διαστρωμάτωση. Αυτό σημαίνει ότι η είσοδος στο δημόσιο πανεπιστήμιο δεν είναι ταυτισμένη με συγκεκριμένα οικονομικά χαρακτηριστικά. Και αυτό σημαίνει πράγματι ότι το σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων λειτουργεί ως ένας κοινωνικός ιμάντας ο οποίος προωθεί την κοινωνική κινητικότητα.
Από εκεί και πέρα, η συζήτηση για την ελάχιστη βάση εισαγωγής είναι καλό που γίνεται σήμερα. Είναι καλό που γίνεται καταρχάς, γιατί μας δίνεται μια ευκαιρία να μιλήσουμε πιο ανοιχτά για το πως αντιλαμβανόμαστε συνολικά τη δημόσια εκπαίδευση μετά το Λύκειο, αλλά και για να γκρεμίσουμε ενδεχομένως ορισμένους μύθους, ορισμένα στερεότυπα τα οποία καλλιεργήθηκαν στην ελληνική κοινωνία εδώ και δεκαετίες και δεν θεωρώ τελικά ότι μας βοήθησαν συνολικά να προοδεύσουμε ως χώρα.
Καταρχάς πρέπει να σας πω ότι η απόφασή μας να επιβάλουμε την ελάχιστη βάση εισαγωγής δεν είναι μια δημοφιλής απόφαση. Είναι μια δύσκολη απόφαση. Είναι μια απόφαση η οποία έχει- και το αναγνωρίζουμε – πολιτικό κόστος. Είναι μια δυσάρεστη απόφαση. Μια απόφαση η οποία “ταράζει τα νερά” της εκπαίδευσης, διότι πράγματι έχει ως αποτέλεσμα να μειωθεί ο αριθμός των παιδιών που μπαίνουν σε πανεπιστημιακές σχολές. Όμως είναι μια απόφαση η οποία, κατά την άποψή μας, είναι επιβεβλημένη, όχι μόνο διότι αποτέλεσε μέρος του προεκλογικού μας προγράμματος. Να θυμίσω ότι όλα όσα κάνουμε στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, κυρία Γεννηματά, κύριε Τσίπρα, αποτέλεσαν μέρος του προεκλογικού μας προγράμματος. Κάναμε πολλαπλές ημερίδες για την Παιδεία. Μίλησα πολλές φορές και για το ζήτημα της ελάχιστης βάσης εισαγωγής και για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το δημόσιο σχολείο, για την ανάγκη να δώσουμε παραπάνω ελευθερία στους εκπαιδευτικούς, να διευρύνουμε το γνωστικό αντικείμενο των σχολείων, να εισάγουμε την έννοια της αξιολόγησης.
Τίποτα από όλα αυτά δεν πρέπει να σάς είναι ξένο. Η Νέα Δημοκρατία είναι απολύτως συνεπής με αυτά τα οποία δεσμεύτηκε να κάνει. Είχαμε δεσμευτεί να επιβάλλουμε την ελάχιστη βάση εισαγωγής και το πράξαμε με έναν τρόπο πολύ πιο σωστό από αυτόν που είχε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν, όταν έχει μπει μια ελάχιστη βάση του 10 και δίνοντας στα ίδια τα πανεπιστήμια, στο πλαίσιο του αυτοδιοίκητου, την δυνατότητα να καθορίσουν τα ίδια, μέσα σε ένα εύρος, το ύψος της βάσης εισαγωγής. Κρίνοντας τα ίδια ποια είναι τα γνωστικά αντικείμενα τα οποία θα ήθελαν με κάποιο τρόπο να επιβραβεύσουν.
Είπατε, κύριε Τσίπρα, ότι είμαστε περίπου στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς τους αποφοίτους των Πανεπιστημίων και ως προς τους φοιτητές. Είναι λάθος. Λοιπόν, αυτά είναι τα ποσοστά αποφοίτων επί των φοιτητών στην Ευρώπη το 2018, με βάση τα στοιχεία της Eurostat. Είμαστε τελευταίοι. Τελευταίοι. Είμαστε επίσης πρώτοι μετά την Τουρκία, στον αριθμό των φοιτητών. Έχουμε, δηλαδή, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη πολύ περισσότερους φοιτητές στα πανεπιστήμια εκ των οποίων πολύ λιγότεροι αποφοιτούν. Και το ερώτημα το οποίο πρέπει να απαντήσουμε είναι αν αυτό είναι καλό για την κοινωνία και αν είναι καλό, τελικά, για τους φοιτητές. Πόσο χρήσιμο, τελικά, είναι να μπαίνει κάποιος μαθητής σε μια σχολή που δεν αποτελεί σχολή της προτίμησης του, με ένα πολύ χαμηλό βαθμό, μόνο και μόνο για να ισχυρίζεται ότι σπουδάζει. Ενδεχομένως για να ικανοποιήσει κάποια κοινωνικά και οικογενειακά στερεότυπα, ότι -εντός εισαγωγικών- «το παιδί πήγε στο Πανεπιστήμιο» και να οδηγούμε τα παιδιά αυτά συνειδητά -με διακομματική συμφωνία, μόνο και μόνο για να λέμε ότι πέρασαν στο Πανεπιστήμιο- σε σχολές από τις οποίες τελικά ούτε ενδιαφέρονται για το γνωστικό αντικείμενο -θα έρθω μετά στην ειδική περίπτωση στην οποία αναφερθήκατε- και έχουν πολύ μικρές πιθανότητες να αποφοιτήσουν.
Ταυτόχρονα, κοιτάξτε σήμερα την αγορά εργασίας. Τι διαπιστώνουμε; Με ανεργία 15% -θα το ξαναπώ- μια τεράστια δυσαρμονία μεταξύ της προσφοράς- δηλαδή, των αποφοίτων των Ελληνικών Πανεπιστημίων, όσων διεκδικούν θέση στην αγορά εργασίας- και της ζήτησης. Τι ζητά σήμερα η αγορά εργασίας; Αυτά δεν είναι εναρμονισμένα. Άλλα πράγματα σπουδάζουν τα παιδιά μας, άλλα πτυχία παίρνουν και άλλες δεξιότητες και γνώσεις ζητάει η αγορά εργασίας.
Λοιπόν, έχουμε δύο επιλογές: ή να κλείσουμε τα μάτια μας τελείως σε αυτήν την πραγματικότητα, να συνεχίσουμε με την ίδια λογική, να έχουμε ένα πολύ υψηλό αριθμό εισακτέων στα Πανεπιστήμιά μας, να παραμελούμε πλήρως την Τεχνική Εκπαίδευση και να ισχυριζόμαστε και να προσποιούμαστε ότι όλα είναι καλά. Όχι, εγώ δεν έχω ήσυχη τη συνείδησή μου κ. Τσίπρα με αυτήν την πολιτική. Δεν έχω ήσυχη τη συνείδησή μου με αυτήν την προοπτική, να καθοδηγώ παιδιά προς τμήματα τα οποία δεν τα ενδιαφέρουν, από τα οποία μάλλον δεν θα αποφοιτήσουν. Για να φτάσουν 24 – 25 ετών και να έχουν κάνει τι τελικά στη ζωή τους; Δείτε λίγο τι γίνεται στη Γερμανία. Η Γερμανία έχει πολύ μικρότερο αριθμό φοιτητών στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, στα Πανεπιστήμια της. Έχει εξαιρετικά Πανεπιστήμια, έχει και πολύ μικρότερο αριθμό φοιτητών. Ταυτόχρονα έχει ένα εξαιρετικό σύστημα Τεχνικής Εκπαίδευσης. Εξαιρετικό σύστημα Τεχνικής Εκπαίδευσης με πολλές μαθητείες, σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα. Και έχει καταφέρει και έχει λύσει τον “Γόρδιο Δεσμό” της απασχόλησης μέσα από αυτό το διπλό δρόμο.
Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε στην Ελλάδα. Δεν θα γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη. Και όταν έρχεστε και λέτε, και εσείς και η κ. Γεννηματά, ότι είμαστε χορηγοί και ότι ο σκοπός μας είναι να στηρίξουμε τα κολέγια, γίνεστε τελικά εσείς με αυτά τα οποία λέτε, ο καλύτερος χορηγός των κολεγίων. Διότι ξεχνάτε ότι υπάρχουν τα δημόσια ΙΕΚ, τα οποία σήμερα αποτελούν τον έναν -μπορεί να βελτιωθεί βεβαίως και πρέπει να βελτιωθεί- μηχανισμό μεταλυκειακής εκπαίδευσης και κατάρτισης που έχουμε στη χώρα μας.
Γιατί λέτε λοιπόν στα παιδιά σήμερα ότι πρέπει να πάνε σε ιδιωτικό κολέγιο και δεν τους λέτε, να πάνε σε ένα δημόσιο ΙΕΚ; Άμα δείτε τα στοιχεία των αποφοίτων των δημοσίων ΙΕΚ βρίσκουν πιο εύκολα δουλειά από τις μισές σχολές των Πανεπιστημίων. Μπορεί να μην έχει το κύρος το δημόσιο ΙΕΚ που έχει το Πανεπιστήμιο. Ας κάνουμε λοιπόν μία μεγάλη προσπάθεια όλοι μαζί -και νομίζω ότι σε αυτό βοηθάει συνολικά και η πανδημία- να ξαναχτίσουμε την αξιοπρέπεια της δουλειάς, ασχέτως των τυπικών προδιαγραφών που τις συνοδεύουν.
Έχετε επιλέξει πολλές φορές να ειρωνευτείτε το σχόλιο το οποίο έκανα προεκλογικά. Διαστρεβλώσατε τελείως το νόημα της τοποθέτησής μου. Εξίσου αξιοπρεπής είναι οποιαδήποτε δουλειά σήμερα στη χώρα μας, ασχέτως εάν αυτός που την κάνει έχει διδακτορικό ή αν δεν έχει κάποιο πτυχίο. Η αξιοπρέπεια λοιπόν της δουλειάς που συνδέεται με την τεχνική εκπαίδευση πρέπει να καθιερωθεί στη χώρα μας, όχι απλά ως αποδεκτή, αλλά ως επιθυμητή. Και εδώ ανταγωνιζόμαστε στερεότυπα τα οποία έρχονται από δεκαετίες πίσω. Δεν βοηθάμε όμως να τα σπάσουμε αυτά τα στερεότυπα με το να υποσχόμαστε σήμερα -με μεγάλη άνεση- ότι θα ανοίξουμε νέο μηχανογραφικό και όποιος δεν μπήκε στο Πανεπιστήμιο, θα μπει του χρόνου. Ανεφάρμοστες τελείως πολιτικές που απλά κλείνουν το μάτι σε κάποια παιδιά τα οποία μπορεί να απογοητεύτηκαν γιατί δεν πέρασαν σε ένα Πανεπιστήμιο.
Αυτή λοιπόν είναι η πραγματικότητα. Εμείς έχουμε μία απάντηση. Εσείς πώς απαντάτε λοιπόν; Σε αυτά τα στατιστικά εσείς, με αυτό το οποίο λέτε, πώς απαντάτε; Μεγαλύτερο αριθμό φοιτητών, χαμηλότερο αριθμό αποφοίτων, μεγαλύτερη ανεργία. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Πρέπει, λοιπόν, να δώσετε μία απάντηση.
Εμείς δίνουμε αυτή την απάντηση. Δύσκολη απάντηση, το επαναλαμβάνω, θα έχουμε πολιτικό κόστος από αυτή την επιλογή, δεν έχω καμία αμφιβολία, γιατί όταν καλείσαι να έρθεις να αλλάξεις στερεότυπα θα πρέπει να συγκρουστείς ενδεχομένως με καταστάσεις. Το αναλαμβάνω με θάρρος γιατί ξέρω ότι κάνουμε το σωστό για την επόμενη γενιά.
Και για πείτε μου, κύριε Τσίπρα, εσείς που αναφέρεστε με τόσο απαξιωτικό τρόπο στα κολλέγια. Εν πάση περιπτώσει, κολλέγια είναι ένας μηχανισμός, είπατε να μην βάλουμε βάσεις στα κολλέγια, μα τα κολλέγια δεν είναι αναγνωρισμένα Πανεπιστήμια βάσει του Συντάγματος για να τους βάλουμε βάση. Αλλά εσείς που μιλάτε τόσο απαξιωτικά για τα κολλέγια, για ρωτήστε τον κ. Φίλη, ο οποίος είναι δίπλα σας, γιατί όταν κάνατε προσκλήσεις εκπαιδευτικών, κ. Φίλη, και έχω εδώ με τη δικιά σας φαρδιά – πλατιά υπογραφή, δεχόσασταν και αποφοίτους κολλεγίων; Γιατί; Γιατί, αν είναι τόσο άσχημα τα κολλέγια; Σταματήστε, λοιπόν, αυτή την υποκρισία. Τα καταθέτω στα πρακτικά να τα δει και ο αρχηγός σας διότι μάλλον δεν τον είχατε ενημερώσει επαρκώς για όλα αυτά.
Και πείτε μου ήταν, κ. Τσίπρα, καλή η πολιτική, που ερχόσασταν με βουλευτικές τροπολογίες της τελευταίας στιγμής και συστήνετε τμήματα σε όποιον βουλευτή ήθελε να κάνει το χατίρι στην τοπική του κοινωνία και έρχεστε να μας πείτε ότι αυτή είναι η σωστή πολιτική; Ε, κ. Φίλη; Εσείς, εσείς ένας άνθρωπος που έχετε άλλες απόψεις, συμφωνείτε με αυτή την πολιτική;
Έρχεται μία βουλευτική τροπολογία, και δεν ήρθε μία, ήρθανε καμιά τριανταριά αν θυμάμαι καλά. Είναι όλα τα τμήματα αυτή τη στιγμή των οποίων η λειτουργία έχει ανασταλεί. Και αυτό έχει πολιτικό κόστος για την Κυβέρνηση αλλά είναι το σωστό. Έχει ανασταλεί η λειτουργία τους.
Κύριε Τσίπρα, τι λέτε τώρα εκ των υστέρων που τα βλέπετε τα πράγματα από μία απόσταση που έχετε φύγει; Το να έρχονται βουλευτικές τροπολογίες της τελευταίας στιγμής να συστήνουν τμήματα χωρίς καμία απολύτως μελέτη μόνο και μόνο για να κλείσετε το μάτι σε μία τοπική κοινωνία, σε έναν τοπικό βουλευτή, μπας και ανοίξει καμία καφετέρια παραπάνω για να καλύψουμε τις ανάγκες των παιδιών. Αυτή είναι η ανάπτυξη την οποία οραματίζεστε με έμφαση την γνώση, την καινοτομία και την εξωστρέφεια; Τέτοια πολιτική θέλουμε; Τέτοια Πανεπιστήμια θέλουμε;
Έρχομαι τώρα στην πραγματικά ενδιαφέρουσα και τολμώ να πω και συγκινητική επιστολή την οποία διαβάσατε της μαθήτριας -δεν θυμάμαι το μικρό της όνομα, Ελένη- η οποία ήθελε να μπει στο μεταφραστικό, στο Ιόνιο πανεπιστήμιο. Είχαμε πράγματι λίγες τέτοιες περιπτώσεις παιδιών και είχαμε αντίστοιχα ζητήματα και στην Αρχιτεκτονική, όπου παιδιά έγραψαν καλά, αλλά δεν έπιασαν την ελάχιστη βάση εισαγωγής στο ειδικό μάθημα το οποίο είχε θέσει το Πανεπιστήμιο ως μάθημα προτεραιότητας. Και υπήρχαν πράγματι περιπτώσεις, -ξέρω και εγώ τέτοιες περιπτώσεις- παιδιών όπου στο σχέδιο ας πούμε δεν έπιασαν το 14, έγραψαν λίγο κάτω από το 14, παρότι είχαν γράψει καλά στα υπόλοιπα μαθήματα. Καταρχάς να πω το εξής. Και τα παιδιά αυτά, – διότι μια τέτοια περίπτωση άλλη πήρε και αρκετή δημοσιότητα- θα εισαχθούν σε Αρχιτεκτονικές Σχολές. Απλά όχι στη σχολή της πρώτης προτεραιότητας επειδή το ίδιο το Πανεπιστήμιο επέλεξε -γιατί θεωρεί το σχέδιο ιδιαίτερα σημαντικό μάθημα- για να σπουδάσει κάποιος αρχιτέκτονας να βάλει τη βάση του 14. Κάποιοι έγραψαν καλύτερα από τα παιδιά αυτά για να μπορέσουν να μπουν σε αυτές τις σχολές. Όπως κι εσείς όταν μπήκατε στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο ως Πολιτικός Μηχανικός κάποιοι δεν μπήκαν γιατί προφανώς έγραψαν χειρότερα από εσάς. Αυτή είναι η λογική των εξετάσεων, είναι ένα ανταγωνιστικό σύστημα, επιβραβεύονται αυτοί που γράφουν καλύτερα. Και οι κανόνες είναι γνωστοί εκ των προτέρων. Και αν υπάρχουν κάποιες -να το πω και αυτό- αν υπάρχουν κάποιες τόσο ειδικές περιπτώσεις που είναι πολύ λίγες, κάποιας στρέβλωσης την οποία δεν μπορούσαμε να είχαμε προβλέψει, εδώ είμαστε να δούμε εάν αυτές στο μέλλον μπορούν να διορθωθούν. Δεν ακυρώνουν όμως τη συνολική μας πολιτική για την ελάχιστη βάση εισαγωγής. Και εγώ σας ρωτώ ευθέως και θα ήθελα να απαντήσετε διότι αναφερθήκατε σε ορισμένα πολύ ειδικά παραδείγματα αλλά δεν πρέπει σε καμία περίπτωση το ειδικό να επισκιάσει το γενικό: Σήμερα συμφωνείτε ναι ή όχι κάποιος ο οποίος γράφει κάτω από 5 να μπαίνει στο δημόσιο Πανεπιστήμιο; Θα ήθελα ένα ναι ή ένα όχι. Αναφερθήκατε στις ειδικές περιπτώσεις.
Διότι να σας πω και κάτι; Στο μυαλό μου, όταν έρχεσαι και γράφεις 3, συνιστά μια περιφρόνηση. Συνιστά μια περιφρόνηση της όλης διαδικασίας. Διότι έρχεσαι και λες ουσιαστικά δεν με νοιάζει τι θα γράψω διότι γνωρίζω πολύ καλά ότι υπάρχουν τμήματα τα οποία δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον άρα θα μπω με οποιονδήποτε βαθμό. Αυτό συνέβαινε.
Λοιπόν, θα μπεις με οποιονδήποτε βαθμό ναι, αλλά ποιο είναι το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας; Και στο κάτω-κάτω της γραφής δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η δημόσια εκπαίδευση χρηματοδοτείται από το υστέρημα του Έλληνα φορολογούμενου. Και όπως ο φοιτητής έχει δικαιώματα έτσι πρέπει να έχει και κάποιες υποχρεώσεις. Δεν υπάρχουν στη ζωή δωρεάν πράγματα τα οποία δεν συνεπάγεται από πλευράς του αποδοχέα μιας δημόσιας υπηρεσίας, κάποιας ελάχιστης υποχρέωσης.
Θα ήθελα, λοιπόν, όταν δευτερολογήσετε να μιλήσετε και να πείτε ξεκάθαρα εάν συμφωνείτε με τις πάρα πολλές περιπτώσεις- γιατί εκεί αναφερόμαστε, αυτή είναι η πλειοψηφία των φοιτητών- οι οποίοι έμειναν έξω από τα Πανεπιστήμια, αν συμφωνείτε, κ. Φίλη, κ. Τσίπρα, με τις περιπτώσεις φοιτητών οι οποίοι έγραψαν 3, 4 και 5 και επί του προηγούμενου καθεστώτος έμπαιναν στα δημόσια Πανεπιστήμια.
Η δική μας άποψη είναι ξεκάθαρη. Πέραν του γεγονότος ότι καθοδηγούμε τα παιδιά, όπως είπα, σε τμήματα τα οποία ούτε τα ενδιαφέρουν, ούτε από τα οποία θα αποφοιτήσουν για μένα, ειδικά οι πολύ χαμηλοί βαθμοί συνιστούν και μια περιφρόνηση της ίδιας της διαγωνιστικής διαδικασίας. Είναι μια -τολμώ να πω- έλλειψη σεβασμού στην προσπάθεια όλων των υπολοίπων. Και ναι, η ίδια η έννοια της εξέτασης συνεπάγεται και την ιεράρχηση των βαθμών. Ξεκινάμε από τον πρώτο και καταλήγουμε στη βάση. Στον τελευταίο ο οποίος μπαίνει, στο όριο. Έτσι λειτουργούν τα ανταγωνιστικά εξεταστικά συστήματα. Κι επειδή ζούμε σε ένα σκληρό κόσμο, πολύ ανταγωνιστικό, όχι μόνο στην Ελλάδα, παντού, το να κλείνουμε γενικά το μάτι στα παιδιά, σε λογικές ήσσονος προσπάθειας, δεν νομίζω ότι τους κάνουμε καλό. Χωρίς να σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζουμε, ξέρετε, την ιδιαιτερότητα των νέων και την ανάγκη να μπορούν να ζουν μια πλήρη και γεμάτη ζωή, μακριά από τα θρανία τους, με όλη την κοινωνική ζωή που η νεολαία πάντα έχει έφεση σε αυτήν.
Λοιπόν, από κει και πέρα και όλη αυτή η προσπάθεια την οποία κάνετε συνειδητά, να πείτε πόσο μακριά είμαστε εμείς από τους νέους και πόσο εσείς ταυτίζεστε με την νεολαία, επαναλαμβάνω, προτιμώ να είμαι χρήσιμος και να κάνω παρεμβάσεις των οποίων τα αποτελέσματα δεν θα τα δούμε τώρα, θα τα δούμε σε βάθος χρόνου.
Μπορεί καν να μην προφτάσει αυτή η Κυβέρνηση να δει τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής. Αυτό, όμως, είναι το σωστό και το επιβεβλημένο.
Και σε αυτή την πολιτική εμείς θα εξακολουθούμε να επιμένουμε συστηματικά. Συνεπείς με το προεκλογικό μας πρόγραμμα υλοποιούμε μια τολμηρή πολιτική για την εκπαίδευση του 21ου αιώνα.
Και τέλος, δεν μπορώ να μην σχολιάσω το γεγονός, κ. Τσίπρα – τουλάχιστον η κ. Γεννηματά αναφέρθηκε σε πτυχές του νομοσχεδίου, κατάλαβα ότι ενοχλήθηκε ιδιαίτερα σε κάποιες αλλαγές που κάναμε μειώνοντας την εκπροσώπηση των παραδοσιακών συνδικαλιστών στα όργανα της διοίκησης – δεν μου κάνει εντύπωση ότι αυτή η κριτική έρχεται από τον δικό σας πολιτικό χώρο. Εξάλλου ο δικός σας χώρος έχει κάνει καριέρα στηρίζοντας συνδικαλιστές, όχι πάντα με το καλύτερο αποτέλεσμα για την Δημόσια Διοίκηση συνολικά. Αλλά εσείς, κ. Τσίπρα, ούτε μια λέξη δεν είπατε για το νομοσχέδιο. Ούτε μια λέξη.
Τελειώνω, λοιπόν, θέτοντάς σας κάποια πολύ απλά ερωτήματα: Συμφωνείτε ή όχι με την έννοια της αξιολόγησης; Ναι ή όχι; Παρακαλώ και μετά να πάμε στη συνέχεια να δούμε πως θα κάνουμε την αξιολόγηση. Συμφωνείτε ή όχι με τη διεύρυνση του γνωστικού αντικειμένου των σχολείων πέρα και πάνω από το σκληρό περιορισμό του ωρολογίου προγράμματος; Και τέλος, συμφωνείτε ναι ή όχι με το να δίνουμε περισσότερη αυτονομία στα σχολεία, περισσότερη ελευθερία στους καθηγητές; Συμφωνείτε -ναι ή όχι:- με την κατάργηση του μοναδικού συγγράμματος;
Είναι πολύ απλά όλα αυτά, μπορείτε να πείτε ένα ναι ή ένα όχι και μετά να επιχειρηματολογήσετε προφανώς. Αλλά όταν έρχεστε να μιλάτε στη Βουλή για ένα νομοσχέδιο θα μιλάτε για αυτό το νομοσχέδιο, κ. Τσίπρα. Έχουμε την ευκαιρία να κάνουμε άλλες συζητήσεις.
Θα αναμένω με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον τις απαντήσεις που θα δώσετε στα ερωτήματα που σας έθεσα.