Γράφει ο Τάσος Παππάς
Κάθε φορά που σ’ ένα κόμμα εξουσίας γίνονται εσωκομματικές εκλογές ή πανελλαδική ψηφοφορία για την ανάδειξη αρχηγού, το ενδιαφέρον δεν περιορίζεται μόνο στα στελέχη, τα μέλη, τους οπαδούς και τους ψηφοφόρους του. Και τα άλλα κόμματα ασχολούνται. Δεν τοποθετούνται επί της ουσίας για να μην κατηγορηθούν ότι παρεμβαίνουν στα εσωτερικά του, ωστόσο έχουν τις προτιμήσεις τους. Αν είναι συγγενή ιδεολογικά και απευθύνονται στο ίδιο ακροατήριο θα προτιμούσαν να εκλεγεί εκείνος ή εκείνη που θα τους… επιτρέψει να το πλαγιοκοπήσουν και να διεισδύσουν στη γειτονιά του ή που θα ανταποκριθούν στις εκκλήσεις τους για συνεργασία.
Αν είναι κόμματα εξουσίας θα προτιμούσαν για αντίπαλο εκείνον ή εκείνη που δεν θα δυσκολέψει την προσπάθειά τους να κρατηθούν στην κυβέρνηση ή να την κατακτήσουν (αν είναι στην αναμονή). Στην πολιτική λοιπόν έχει μεγάλη σημασία ποιος είναι ο αντίπαλός σου. Αν έχεις απέναντί σου έναν ασταθή, ανέμπνευστο, χωρίς ηγετικά χαρίσματα, με πρόβλημα επικοινωνίας, μη ερωτεύσιμο, αμφισβητούμενο στο εσωτερικό του κόμματός του, τότε θα είναι σαν να παίζεις μόνος σου στο γήπεδο. Θα κάνεις τα πάντα προκειμένου να μείνει στη θέση του γιατί σε βολεύει.
Σε κάποιες περιπτώσεις πάντως δεν είναι πρόβλημα για σένα αν ο αντίπαλός σου είναι ένας ορκισμένος εχθρός σου. Η παρουσία του και οι ανελαστικές θέσεις του μπορεί να σε βοηθήσουν να πετύχεις τους στόχους σου και να δικαιολογήσεις τις επιλογές σου.
Στο διεθνές πεδίο έχουμε τα δίδυμα Νετανιάχου-Χαμάς και Αναστασιάδη-Τατάρ. Ο Νετανιάχου έχει ανάγκη τη Χαμάς για να «νομιμοποιήσει» την πολιτική του απαρτχάιντ, η Χαμάς έχει ανάγκη τον αδιάλλακτο Νετανιάχου για να αποδείξει ότι με το εβραϊκό κράτος δεν γίνεται να συμφιλιωθούν οι Παλαιστίνιοι. Για τον Αναστασιάδη είναι προτιμότερο να έχει αντίπαλο τον Τατάρ ώστε να του χρεώσει το αδιέξοδο στο Κυπριακό, ακόμη και τη διχοτόμηση, παρά τον Ακιντζί που ήταν σταθερός στη γραμμή της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, εκδοχή που δεν είναι βέβαιο ότι την επιθυμούν ο κ. Αναστασιάδης και η οικονομική ελίτ της ελεύθερης Κύπρου.
Στην Ελλάδα, κλασικό παράδειγμα είναι το εκρηκτικό ζευγάρι Ανδρέας Παπανδρέου-Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Η συνύπαρξή τους στη λεγόμενη δημοκρατική παράταξη ήταν συγκρουσιακή. Φιλόδοξοι και οι δύο, ήθελαν να διαδεχτούν τον Γεώργιο Παπανδρέου στην κεφαλή της Ενωσης Κέντρου. Η σχέση τους διακόπηκε βιαίως με την Αποστασία το 1965. Απογοητευμένη η Δεξιά από τις ήττες το 1981 (Ράλλης) και το 1985 (Αβέρωφ) αποφάσισε να πριμοδοτήσει τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, πιστεύοντας ότι λόγω της ανειρήνευτης κόντρας του με τον Παπανδρέου θα κατάφερνε να οδηγήσει το κόμμα ξανά στην εξουσία.
Η εκλογή Μητσοτάκη στην αρχηγία της Ν.Δ. δεν ενόχλησε τον Παπανδρέου, παρά το γεγονός ότι τον αποκάλεσε «Εφιάλτη» τη μέρα της εκλογής του. Επαναφέροντας στο προσκήνιο τα γεγονότα της δεκαετίας του ’60, συσπείρωσε το ΠΑΣΟΚ και πόλωσε την κοινωνία προωθώντας την αντίληψη «αυτός ή εγώ», «δημοκρατία ή εκτροπή».
Η σύγκρουση ήταν σφοδρή γιατί και ο Μητσοτάκης μπήκε στην αντιπαράθεση με την ίδια επιθετική λογική. Κατάφερε να νικήσει τον Παπανδρέου χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα ακόμη και αθέμιτα… Κατάφερε επίσης να τον αναστήσει λίγα χρόνια αργότερα. Αρκετοί πάντως έκαναν λανθασμένες εκτιμήσεις για την έκβαση της μάχης στην οποία συμμετείχαν. Ο αντίπαλος που χαρακτήριζαν καλοδεχούμενο αποδείχθηκε σκληρό καρύδι. Ο Εβερτ πίστευε ότι θα ξεμπερδέψει εύκολα με τον Σημίτη. Διαψεύστηκε. Ο Ευάγγ. Βενιζέλος εκτιμούσε ότι δεν θα είχε πρόβλημα με τον Γιώργο Παπανδρέου στη μάχη για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Αστόχησε. Η Ντόρα Μπακογιάννη νόμισε ότι θα κάνει περίπατο στην αναμέτρηση με τον Σαμαρά. Απέτυχε. Ο Μεϊμαράκης αισθανόταν σίγουρος και δεν φοβόταν τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η κάλπη είχε άλλη γνώμη.
Ανάγωγα
Το τελευταίο διάστημα είναι συχνές οι επιθέσεις της Φώφης Γεννηματά εναντίον της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού προσωπικά. Στο αντίθετο μήκος κύματος βρίσκεται ο Αν. Λοβέρδος. Αυτή με αντιδεξιά ρητορική, αυτός αν και έχει σαλπίσει την επιστροφή στο ΠΑΣΟΚ (τίτλος και περιεχόμενο), ερωτοτροπεί με τη Δεξιά.