Γράφει ο Αλέξης Παπαχελάς
Οταν η πανδημία τελειώσει για τα καλά, η Ευρώπη θα πρέπει να αποφασίσει τι θα κάνει με το χρέος και τα ελλείμματα. Δεν θα είναι μια εύκολη απόφαση. Οι δημοσιονομικοί κανόνες που ίσχυαν πριν από την πανδημία ήταν σαφείς: το χρέος κάθε χώρας πρέπει να μην υπερβαίνει το 60% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της και το έλλειμμα το 3%. Η πανδημία ακύρωσε και τους δύο κανόνες και απελευθέρωσε τις ευρωπαϊκές χώρες από τον δημοσιονομικό «ζουρλομανδύα» έως το 2022. Εν τω μεταξύ όμως, το πρόβλημα του χρέους διογκώνεται, όπως φαίνεται στην περίπτωση της Γαλλίας, όπου ξεπερνάει το 110% του ΑΕΠ.
Το ερώτημα είναι λοιπόν τι θα συμβεί μετά την πανδημία. Αφήνουμε στην άκρη τους αιθεροβάμονες που πιστεύουν ότι το χρέος είναι αέρας και με αέρα θα πληρωθεί ή ότι η λύση είναι να τυπωθεί παραπάνω χρήμα. Η ελπίδα όλων μας είναι ότι θα υπάρξει θεαματική ανάπτυξη, ότι η ευρωπαϊκή οικονομία θα εκτιναχθεί σαν σπιράλ μετά την περίοδο της συρρίκνωσης. Ηδη υπάρχουν τέτοια σημάδια που δικαιολογούν αισιοδοξία.
Η επίτευξη των κανόνων που ίσχυαν πριν από τον κορωνοϊό δεν θα είναι όμως μια εύκολη υπόθεση. Τα ελλείμματα, που έχουν φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη, δεν μπορούν να μειωθούν χωρίς περιοριστικά μέτρα, με προφανές πολιτικό και κοινωνικό κόστος. Ο απογαλακτισμός της κοινωνίας από την τεχνητή στήριξη θα μοιάζει με αποσωλήνωση ασθενούς που έχει μείνει στην εντατική πολλούς μήνες, για να δανειστώ ένα οικείο πια σε όλους παράδειγμα.
Η Ευρώπη βρίσκεται ήδη σε μια φάση πολιτικών κλυδωνισμών που θα κάνει τη διαπραγμάτευση για όλα αυτά ακόμη πιο δύσκολη. Στο τραπέζι δεν θα κάθεται η Μέρκελ, που αργούσε μεν, αλλά έσπρωχνε τα πράγματα σε κάποια κατεύθυνση στο τέλος της ημέρας. Και η Γαλλία θα είναι εγκλωβισμένη στις δικές της πολιτικές εξελίξεις και τη συνεχή κοινωνική αναστάτωση.
Η Ελλάδα θα κληθεί να συμμετάσχει στη δύσκολη αυτή διαπραγμάτευση. Εχει γερά χαρτιά. Τις μεταρρυθμίσεις που προωθεί αυτή η κυβέρνηση, οι οποίες είναι πρωτόγνωρες για άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και της έχουν προσδώσει αξιοπιστία. Και επίσης το γεγονός ότι η κοινωνία της πέρασε τη μεγαλύτερη κρίση μετά το Κραχ του ’29 και δεν αντέχει άλλο πισωγύρισμα. Η λήψη περιοριστικών μέτρων θα δοκίμαζε τις αντοχές της πέραν κάθε λογικής.
Η Ελλάδα ενδέχεται να έχει ένα «υπερόπλο» όμως. Ο πρωθυπουργός θα διαθέτει το πλεονέκτημα να έχει μαζί του στη διαπραγμάτευση τον Μάριο Ντράγκι, έναν άνθρωπο με μεγάλη αξιοπιστία σε οικονομικά ζητήματα, ο οποίος βρέθηκε ξαφνικά στο τιμόνι της Ιταλίας. Σε ένα χρόνο από τώρα, πάντως, η μεγάλη διαπραγμάτευση θα αρχίσει και θα επηρεάσει τις τύχες όλων των ευρωπαϊκών χωρών, όλων μας.