«Παρά την έκρηξή του το ελληνικό δημόσιο χρέος παραμένει βιώσιμο, χάρη στην αναδιάρθρωσή του που έγινε το καλοκαίρι του 2018 υπό τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, και χάρη στο αποθεματικό ασφαλείας που χτίστηκε επίσης επί διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και δίνει επιπλέον ασφάλεια στις αγορές», δήλωσε η Έφη Αχτσιόγλου στο “Delphi Economic Forum”.
«Ωστόσο, το ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον είναι εξαιρετικά αβέβαιο», σημείωσε, προσθέτοντας ότι «προς το παρόν, το οικονομικό περιβάλλον καθορίζεται απολύτως από το έκτακτο πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων που εφαρμόζει η ΕΚΤ από το οποίο επωφελείται ιδιαίτερα και η Ελλάδα. Το ερώτημα είναι τι θα συμβεί όταν αυτό το πρόγραμμα σταματήσει, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι τα επιτόκια δεν θα αυξηθούν ή ότι θα παραμείνουν συμβατά με τη βιωσιμότητα του χρέους. Επομένως, η Ελλάδα θα πρέπει να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των αγορών πατώντας στις δικές της δυνάμεις και υπό πολύ λιγότερο ευνοϊκές χρηματοδοτικές συνθήκες».
Η τομεάρχης Οικονομικών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία υπογράμμισε ότι «ο κύριος παράγοντας που θα καθορίσει την εξέλιξη είναι η ανάπτυξη. Αυτό που έχει σημασία είναι η ανάπτυξη να είναι ισχυρή και βιώσιμη, και αυτό καθορίζεται τόσο από τις αποφάσεις στο εσωτερικό της χώρας όσο και από τις αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο».
Στο εσωτερικό, πρόσθεσε, «το πλάνο της κυβέρνησης για την ανάκαμψη εμφανίζει δύο πολύ σοβαρά προβλήματα, το ένα είναι ότι δεν αντιμετωπίζει τις άμεσες πληγές της κρίσης και τις ανάγκες της πλειονότητας των επιχειρήσεων, των εργαζομένων και των νοικοκυριών (ιδιωτικό χρέος, κίνδυνος λουκέτων και απώλειας θέσεων εργασίας). Το δεύτερο είναι ότι η αναπτυξιακή στρατηγική της κυβέρνησης για τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης δεν είναι συμπεριληπτική, αφήνει τα μεγάλα τμήματα της κοινωνίας πίσω, δεν αντιμετωπίζει τις ανισότητες, δεν ενισχύει το εισόδημα των νοικοκυριών χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων και αφήνει την πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων εκτός της αναπτυξιακής διαδικασίας».
Στο ευρωπαϊκό επίπεδο, επισήμανε, «το ερώτημα είναι αν θα επιστρέψουμε στους ίδιους αυστηρούς και άκαμπτους κανόνες του συμφώνου σταθερότητας ή θα ακολουθηθεί μία διαφορετική πολιτική. Αν επιστρέψουμε στο ίδιο πλαίσιο, πιθανόν για την Ελλάδα θα σημαίνει δημοσιονομική προσαρμογή και σίγουρα θα έχει πολύ αρνητικές επιπτώσεις στην αναπτυξιακή δυναμική. Δεν πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτούς τους σκληρούς και αυστηρούς κανόνες. Θα πρέπει το σύμφωνο σταθερότητας να αλλάξει. Δεν πρέπει να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος της χρηματοπιστωτικής κρίσης».
Η κ. Αχτσιόγλου τόνισε, τέλος, ότι «αυτό που συμβαίνει στις ΗΠΑ υπό τον Μπάιντεν δείχνει έναν διαφορετικό δρόμο. Εφαρμόζει ένα πακέτο μέτρων που στοχεύει και στις άμεσες πληγές της κρίσης και σε μεταρρυθμίσεις. Ενισχύει ιδιαίτερα το εισόδημα των νοικοκυριών χαμηλών εισοδημάτων, στοχεύει στην αύξηση της κατανάλωσης, διευρύνει τα εργασιακά δικαιώματα και χτυπά τις ανισότητες. Αυτή η πολιτική Μπάιντεν δείχνει έναν διαφορετικό δρόμο για έξοδο από την κρίση, προς τον οποίο θα έπρεπε να κινηθούμε και εμείς, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη».