Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Κάθε χώρα έχει τα δικά της πολιτικά, κοινωνικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά.
Και, κατά τούτο, είναι λάθος να «κοπιάρουμε» και να μεταφέρουμε άκριτα τα συμπεράσματα μιας εκλογικής αναμέτρησης στα καθ’ ημάς. Η παγκοσμιοποίηση ωστόσο και οι κοινές προκλήσεις, ενώπιον των οποίων έρχονται αντιμέτωπες οι κοινωνίες, όπως το Μεταναστευτικό, τα διλήμματα «νόμος και τάξη ή δικαιώματα;», «περισσότερο ή λιγότερο κράτος;», «λιγότερος ή περισσότερος φιλελευθερισμός;», κάνουν πλέον τις αναμετρήσεις να μοιάζουν και τα πρότυπα ηγεσίας ίδια, ως να πρόκειται περί φασόν.
Οι συντηρητικοί διαχωρίζουν τις πολιτικές σε πατριωτικές και μη. Οι φιλελεύθεροι, σε λαϊκίστικες και μη. Οι σοσιαλδημοκράτες και οι αριστεροί, σε νεοφιλελεύθερες και μη. Υπό αυτή την έννοια, και μάλιστα την επομένη της απόρριψης της πρότασης μομφής κατά του Τραμπ από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία των ΗΠΑ, έχει νόημα να μελετήσουμε τα ευρήματα μετεκλογικής δημοσκόπησης που διεξήχθη στην Αμερική από την εταιρία Mcl Laughlin & Associates, γιατί από αυτήν προκύπτουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα:
- Για τα αίτια της απώλειας της εξουσίας από τον Τραμπ.
- Για το σαθρό πολιτικό έδαφος πάνω στο οποίο κινείται η ηγεσία του προέδρου Μπάιντεν.
- Για τις προτιμήσεις των Αμερικανών σχετικά με την επόμενη αναμέτρηση του 2024. Τα ευρήματα είναι εντυπωσιακά. Ο Τραμπ ψηφίστηκε περισσότερο ως θετική επιλογή σε ποσοστό 84% παρά ως αντι-Μπάιντεν επιλογή (σε ποσοστό 15%). Άρεσε.
Ο Μπάιντεν ψηφίστηκε κυρίως ως αντι-Τραμπ επιλογή σε ποσοστό 37% και λιγότερο ως θετική επιλογή (37%). Δεν άρεσε. Στην ανάλυση της ψήφου, μάλιστα, τα πράγματα γίνονται πιο καθαρά. Το 32% των εκλογέων ψήφισε τον νέο πρόεδρο ως επιλογή απαρέσκειας (dislike) προς τον Τραμπ και μόνο 6% ως… better choice.
Αυτό που πίστωσαν οι ψηφοφόροι στον νέο πρόεδρο σε όλες τις ποιοτικές μετρήσεις που έγιναν ήταν η ιδιότητα να ενώνει και η πολιτική του φιλοσοφία κατά του κορωνοϊού. Σε ποσοστό 55%. Σε όλα τα άλλα (οικονομία, καταπολέμηση της ανεργίας, νόμος και τάξη, Μεταναστευτικό), ο Τραμπ προηγήθηκε με ποσοστά που κυμαίνονταν από 52% έως 54%. Στην επιμέρους ανάλυση ψήφου, η σταθεροποίηση της οικονομίας ήταν ο πρώτος λόγος (13%) επιλογής των ψηφοφόρων υπέρ Τραμπ, ενώ σημασία είχε ότι άρεσε (9%), ότι ήταν πατριώτης (5%), ότι κρατούσε τον λόγο του (5%). Κι όμως, με βάση όσα ξέρουμε έως σήμερα, έχασε. Κι ας θεωρεί το 30% των Αμερικανών ότι έγινε νοθεία, σύμφωνα και με αυτή τη μέτρηση.
Τι μας δείχνουν όλα αυτά; Πρώτον, δεν αρκεί μια καλή τετραετία για να κερδίσεις μια επιλογή – χρειάζεται και καλό φίνις. Δεύτερον, ο πατριωτισμός δεν αρκεί, αν δεν συνδυάζεται με την οικονομική ανάπτυξη. Τρίτον, το πακέτο «οικονομική ανάπτυξη και πατριωτισμός» δεν αρκεί, αν δεν βασίζεται στην εθνική ενότητα. Ο πρόεδρος Τραμπ διεκδίκησε μια αμφίρροπη νίκη και δεν κέρδισε με άνεση, όπως φαινόταν τον Ιανουάριο του 2020, γιατί δίχασε. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, απερρίφθη η υποψηφιότητά του. Δεν υπερψηφίστηκε η υποψηφιότης του αντιπάλου του, στις τάξεις του οποίου συσπειρώθηκαν όλοι οι εχθροί του. Αυτό που είναι το μεγάλο μειονέκτημα του Τραμπ, όμως, είναι ταυτοχρόνως και το μεγάλο μειονέκτημα του Μπάιντεν στο ξεκίνημά του. Το 59% των Αμερικανών θεωρεί ότι η χώρα κινείται στη λάθος κατεύθυνση και μόλις το 41% στη θετική.
Το 75% των Αμερικανών υποστηρίζει την ελεύθερη οικονομία της αγοράς, αλλά -κρατηθείτε!- το 25% αυτών τον σοσιαλισμό! Η κατάσταση, λοιπόν, είναι περίπλοκη εσωτερικά. Και θα περιπλακεί ακόμη περισσότερο, διότι, τη στιγμή που Μπάιντεν – Τραμπ θα προσπαθήσουν να εγκαθιδρυθεί ο πρώτος, να επιβιώσει ο δεύτερος, στην αμερικανική κοινωνία αναπτύσσονται ήδη νέες τάσεις αμφισβήτησής τους. Στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικάνων κερδίζει πόντους ο αντιπρόεδρος Πενς, ο οποίος την κρίσιμη στιγμή της επιθέσεως στο Καπιτώλιο στάθηκε στη μέση μεταξύ προέδρου και νομοθετικών σωμάτων, και υπηρέτησε την ενότητα του έθνους.
Στη συγκεκριμένη δημοσκόπηση θεωρείται καταλληλότερος υποψήφιος πρόεδρος για τις εκλογές του 2024 από το 30%, ενώ ο Τραμπ ακολουθεί με 20%. Στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών προηγείται ως καταλληλότερη υποψήφια η Μισέλ Ομπάμα με 25% και ακολουθεί η Κάμαλα Χάρις με 18%. Διαφαίνεται αυτή τη στιγμή στο εκλογικό σώμα, λοιπόν, μια τάση υπέρβασης των προσώπων που πρωταγωνίστησαν στην κρίση. Ακόμη και η πρόεδρος της Βουλής Νάνσι Πελόζι απορρίπτεται ως διχαστική από το 54% των ψηφοφόρων. Τελευταία, αλλά όχι ελάσσονα ζητήματα: Το εκλογικό σώμα θεωρεί ότι τα ΜΜΕ αδίκησαν τον Τραμπ σε ποσοστό 48%. Εξαιρετικώς ενδιαφέροντα και τα στοιχεία για την απήχηση Τραμπ στα social media: To 60% του εκλογικού σώματος τον ακολουθεί σε κάποιο από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – το 62% στο facebook, το 48% στο ΥοuTube, το 35% στο Instagram, το 26% στο twitter κ.λπ.
Ο χρόνος θα δείξει αν ο Τραμπ και η επανάσταση που έκανε μέσα στο σύστημα, με τον οικονομικό προστατευτισμό και την κατάργηση των μεσαζόντων στην επικοινωνία με τον λαό, θα αποδώσουν, ώστε να επιβιώσει ή θα προκύψει στην πορεία στα χνάρια του ένας «μετεξελιγμένος», στιβαρός Τραμπ, όπως ο Πενς, που θα αλλάζει τις ΗΠΑ χωρίς να τις διχάζει. Το βέβαιο, όμως, είναι ένα: Το αντισυμβατικό πολιτικό ρεύμα του Τραμπ θα επιζήσει. Στην Ελλάδα, όπου τα πάντα φτάνουν με καθυστέρηση, θα καταφτάσει με την αρχική πρωτόλεια μορφή του: Να κάνουμε την Ελλάδα μεγάλη ξανά. Κατά τούτο, η συστηματική παρατήρηση των κοινωνικών ρευμάτων -ακόμη και με το παράδειγμα ενός νεαρού γκραφίστα που ζωγραφίζει ήρωες του 1821 στους τοίχους- είναι σχεδόν υποχρεωτική. Η αλλαγή σε μια χώρα σαν την Ελλάδα καταγράφεται και στους τοίχους, όχι μόνο στους ιστοτόπους.