Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
Το δόγμα είναι παλιό και επιβεβαιώνεται διαρκώς: οι εκλογές κερδίζονται στο χώρο του πολιτικού κέντρου. Ίσχυε την εποχή του πανίσχυρου διπολισμού, ισχύει και σήμερα, που τη θέση του ΠΑΣΟΚ απέναντι στη ΝΔ πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Ένα από τα στοιχεία του πολιτικού μάρκετινγκ που οδήγησαν τον Κυριάκο Μητσοτακη στην εκλογική επικράτηση του 2019, ήταν η δημιουργία εντυπώσεων για κίνηση του προς το κέντρο.
Ο Αλέξης Τσίπρας άργησε να κινηθεί σ’ αυτό το χώρο -αν κινήθηκε ποτέ- και τον έχασε.
Ο Μητσοτάκης σκέπασε έτσι την αυξημένη επιρροή στης ακροδεξιάς στο κόμμα, που του κληροδότησε ο Σαμαράς.
Για τον ίδιο λόγο ενσωμάτωσε στην κυβέρνησή του πρόσωπα με υποτιθέμενη «κεντρώα» προέλευση λόγω παρελθόντος: τα «πεθαμένα λικέρ» του σημιτικού «εκσυγχρονισμού», την ισχνή ομάδα Βενιζέλου και τους εξανδραποδισμένους του «Ποταμιού».
Η ψευδής εικόνα της «ΝΔ που μετακινήθηκε προς το κέντρο με τον Μητσοτάκη» άντεξε λιγότερο από 18 μήνες. Με τον τελευταίο ανασχηματισμό η κυβέρνηση αποκαλύπτει με θεαματικό τρόπο την εγκατάσταση της σε ένα τμήμα του πολιτικού φάσματος που ιστορικά απωθεί τους κεντρώους και μετριοπαθείς ψηφοφόρους.
Τα «κεντρώα ανοίγματα» δεν λειτουργούν πλέον ως άλλοθι για την υπερδεξιά ταυτότητα της κυβέρνησης, καθώς οι πολιτικές επιλογές της είναι μονοσήμαντες ιδεολογικά και πολιτικά έχουν αντικοινωνικό πρόσημο – όπως αναδεικνύεται με «Έκθεση Πισσαρίδη», που αφαιρεί τον φιλολαϊκό προεκλογικό φερετζέ της ΝΔ.
Τα τυπικά «δεξιά» χαρακτηριστικά του κυβερνητικού σχήματος εκδηλώνονται επίσης με τις πρακτικές του στην αστυνόμευση, στον εργασιακό χώρο, στους θεσμούς- αλλά και στην αποτυχημένη διαχείριση της πανδημίας. Σ’ αυτά δεν έχει καμία σχέση με την παράδοση ήπιων μεθόδων δημοκρατικού χαρακτήρα του ιστορικού Κέντρου.
Η διολίσθηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη προς τα δεξιά επιβλήθηκε για εκλογικούς λόγους. Με την έννοια της προοπτικής για υιοθέτηση αθέμιτων προεκλογικών πρακτικών παλαιάς κοπής, αλλά και συγχρόνων καταναγκασμών μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Ήταν όμως και αναγκαία εξέλιξη για να απεικονίζει ακριβέστερα η κυβέρνηση την σημερνή κομματική γεωγραφία της ΝΔ και της κοινοβουλευτικής της ομάδας.
Αυτή η μετακίνηση αφήνει κενό στα αριστερά του κυβερνώντος κόμματος και δίνει την ευκαιρία στον Αλέξη Τσίπρα να εγκατασταθεί και σ’ αυτό το χώρο.
Να ανοίξει τη βεντάλια της ιδεολογικής και πολιτικής ανάπτυξης του κόμματός του σε ολόκληρο το φάσμα της Δημοκρατικής Παράταξης.
Υπάρχουν ορατές προϋποθέσεις να εκπροσωπήσει το σύνολο του χώρου Αριστερά-Κεντραριστερά-Κέντρο, διαμορφώνοντας έτσι όρους πολιτικής πλειοψηφίας και εν δυνάμει εκλογικής αυτοδυναμίας. Με σύνθημα: εμπρός για τη έξοδο από την κρίση που βάθυνε η Δεξιά.
Για να το κατοχυρώσει πρέπει να λειτουργεί ο ίδιος σταθερά ως φυσικός επικεφαλής της « όλης παράταξης», απευθυνόμενος απευθείας στη βάσης της .
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν θα διευρυνθεί ποτέ με την πρακτική της «συλλογής στελεχών» που ακολουθεί ως τώρα. Χρειάζεται ριζοσπαστική ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα που θα κινητοποιεί τις κοινωνικές δυνάμεις που τροφοδοτούν ιστορικά την προοδευτική παράταξη και κόμμα – ομπρέλα συσπείρωσης των δημοκρατικών δυνάμεων.
Η αναμέτρηση με τη Δεξιά του Μητσοτάκη είναι ο καταλύτης για την εκπροσώπηση του ευρύτερου δυνατού δημοκρατικού τόξου και θα ολοκληρωθεί κερδίζοντας την μάχη του κέντρου, στην οποία πλέον ο πρώην Πρωθυπουργός μπορεί να προσέλθει με προνομιακούς όρους.
Στην πράξη είναι το νέο προσωπικό στοίχημα του Τσίπρα και πρέπει να το κερδίσει μόνος του, ως ηγέτης του δημοκρατικού χώρου, καθώς ένα τμήμα τουλάχιστον του κομματικού μηχανισμού του δεν δείχνει να κατανοεί τη στρατηγική της «κυβερνώσας παράταξης», όταν δεν την προβοκάρει κιόλας.