Άρθρο της Έφης Αχτσιόγλου, βουλευτή Επικρατείας και τομεάρχη Οικονομικών της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, στο “The Press Project”
Οι ιδεοληπτικές εμμονές απέναντι στην αντικειμενική αλήθεια
Η έκθεση Πισσαρίδη δεν αποτελεί απλώς τη βάση των προτάσεων που καταθέτει η κυβέρνηση για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά αποτυπώνει τη στρατηγική αντίληψη της ΝΔ για την ανάπτυξη.
Η έκθεση και η αναπτυξιακή στρατηγική της κυβέρνησης βασίζονται σε 4 θέσεις:
- Περαιτέρω ελαστικοποίηση της εργασίας με άμεσο αντίκτυπο στους μισθούς.
- Ιδιωτικοποιήσεις υποδομών, δικτύων, υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης, και φυσικά του ασφαλιστικού.
- Συρρίκνωση έως εκκαθάριση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο όνομα της εξωστρέφειας.
- Μείωση κοινωνικών δαπανών για φοροελαφρύνσεις για λίγους.
Αν σας θυμίζουν κάτι εντελώς γνώριμο όλα αυτά, είναι πολύ λογικό. Επαναλαμβάνουν τη λογική των «μεταρρυθμίσεων» που εφαρμόστηκαν στην ελληνική κοινωνία ήδη πριν το 2010, αποτυπώθηκαν ωστόσο με τον πιο σκληρό τρόπο την περίοδο 2010-2014. Η κυβέρνηση λοιπόν θεωρεί ότι η ανάπτυξη στη χώρα θα έρθει μέσα από την υπηρέτηση αυτών των τεσσάρων στρατηγικών επιλογών, με την υλοποίηση «μεταρρυθμίσεων» αντίστοιχων με εκείνες που έγιναν την περίοδο 2010-2014.
«Μεταρρυθμίσεις» που, όπως όλοι θυμόμαστε, εκτίναξαν την ανεργία στο 28% και την ανεργία των νέων στο 60%, όξυναν τις κοινωνικές ανισότητες, δημιούργησαν μια ολόκληρη γενιά εργαζόμενων φτωχών, προκάλεσαν ανθρωπιστική κρίση και βαθύτατη παρατεταμένη ύφεση. Πρόκειται για ένα στρατηγικό μοντέλο που δοκιμάστηκε δυστυχώς στην Ελλάδα και αποδείχθηκε όχι μόνο κοινωνικά διαλυτικό αλλά και οικονομικά άκρως αναποτελεσματικό.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι καταρχάς εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα «νέο» μοντέλο αλλά με ένα εξαιρετικά παρωχημένο νεοφιλελεύθερο μοντέλο που δοκιμάστηκε και απέτυχε παταγωδώς. Ένα μοντέλο που μειώνει το εισόδημα και το επίπεδο κοινωνικών υπηρεσιών για τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας, ευρύτατων μεσαίων και χαμηλών εισοδηματικά στρωμάτων, που προδήλως αυξάνει τις κοινωνικές ανισότητες. Ένα μοντέλο που επιλέγει πλευρά. Ποια κοινωνική τάξη θέλει να υπηρετήσει.
Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι σήμερα ακόμη και νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις στην Ευρώπη ακολουθούν τον λεγόμενο κεϋνσιανισμό της κρίσης στο πλαίσιο βραχυπρόθεσμης αντιμετώπισης των συνεπειών της πανδημίας. Τούτο, διότι η κρίση του Covid-19 ανέδειξε ως μεγεθυντικός φακός τα όρια ενός μοντέλου που απαξίωνε τις δημόσιες δομές και θεοποιούσε την ιδιωτική πρωτοβουλία, αλλά και τα όρια του μοντέλου που θεωρούσε ότι η απορρυθμιστική σε περιόδους κρίσης τάση της αγοράς μπορεί να φέρει τα βέλτιστα οικονομικά αποτελέσματα. Έτσι, βλέπουμε ότι και νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις στην Ευρώπη καταθέτουν πια προτάσεις που στοχεύουν στην ενίσχυση των δημόσιων δομών, του δημοσίου συστήματος υγείας και των δημόσιων μεταφορών.
Η περίπτωση της ελληνικής κυβέρνησης θα έλεγε κανείς ότι συνιστά μια εξαιρετική περίπτωση ακραίας ιδεολογικής εμμονής.
Κι ενώ οι θέσεις της κυβέρνησης έχουν μια τέτοια εμμονική ιδεολογική ταυτότητα, το ενδιαφέρον είναι ότι η ΝΔ επιχειρεί να τις παρουσιάσει ως αντικειμενικές αλήθειες, ως βασικές αλήθειες της οικονομικής θεωρίας. Αυτό το ύφος βέβαια υιοθετεί και η ίδια η έκθεση Πισσαρίδη που πραγματικά προκαλεί το κοινό αίσθημα από τη σοβαρότατη έλλειψη τεκμηρίωσης θέσεων που παρουσιάζονται ως «θέσφατα». Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της πρότασης για την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, όπου χωρίς καμία απολύτως τεκμηρίωση και σε απόλυτη αντίθεση με τις αναλογιστικές εκθέσεις που έχουν εκπονηθεί τα τελευταία χρόνια, πιστοποιημένες από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε αντίθεση μάλιστα και με όσα ο σημερινός υπουργός Εργασίας της ΝΔ επιβεβαίωνε πριν λίγο καιρό, η έκθεση αυθαίρετα παρουσιάζει ως δεδομένο ότι το δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα στην Ελλάδα δεν είναι βιώσιμο. Και χωρίς καν κάποια ερευνητική αναφορά υποστηρίζει πως, αν το ασφαλιστικό σύστημα συνεχίσει στη σημερινή δομή του, είτε οι συντάξεις θα μειώνονται διαρκώς είτε θα αυξάνεται το ύψος των εισφορών και των φόρων. Μάλιστα, ενώ η έκθεση ομολογεί ότι θα υπάρχει ένα σοβαρότατο χρηματοδοτικό κενό από τη μετάβαση στο σύστημα που προτείνει (1,3% ΑΕΠ! τον πρώτο χρόνο) δεν έχει καμία απολύτως πρόβλεψη για το πώς αυτό θα καλυφθεί, αερολογώντας γενικώς και αορίστως ότι το πρόβλημα θα επιλυθεί ως διά μαγείας χάρη στη «θετική αναπτυξιακή δυναμική» που θα δημιουργηθεί στη χώρα.
Είναι, νομίζω, προφανής η ανάγκη της κυβέρνησης να υπηρετήσει την οικονομική στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού.
Δεν είναι ανάγκη όμως να αντιμετωπίζει τους πολίτες ως ανόητους, επιχειρώντας να προβάλλει τις μεροληπτικές ταξικές πολιτικές της ως αντικειμενικές αλήθειες. Ας έχει τουλάχιστον το πολιτικό θάρρος να τις υποστηρίξει ως αυτές που είναι.
Συνολικά στα κεντρικά ζητήματα της κατανομής των φορολογικών βαρών, της διάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων και της δομής του κοινωνικού κράτους η έκθεση βρίθει ιδεοληπτικής μονομέρειας. Προκρίνεται η σχεδόν ολική αποχώρηση του κράτους από τον προστατευτικό του ρόλο σε σχέση με κρίσιμα κοινωνικά αγαθά καθώς και η αυτορρύθμιση της αγοράς, η οποία φυσικά στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο προϋποθέτει εντατική απορρυθμιστική παρέμβαση από την πλευρά του κράτους.
Λίγο πιο ειδικά: οι φορολογικές παρεμβάσεις που προτείνονται δεν μειώνουν ουσιαστικά τη φορολογική επιβάρυνση των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων, αντιθέτως είναι ιδιαίτερα απαλλακτικές και ελαφρυντικές για τις μεγάλες περιουσίες και τα υψηλά και πολύ υψηλά εισοδήματα. Έτσι δεν κρίνεται για παράδειγμα ως σημαντική προτεραιότητα η μείωση του ΦΠΑ αλλά τίθεται ως κεντρικός στόχος η κατάργηση του φόρου για τις μεγάλες ακίνητες περιουσίες. Η είσπραξη του ΕΝΦΙΑ προτείνεται να μεταφερθεί στην αυτοδιοίκηση, σε αντικατάσταση της κρατικής χρηματοδότησης. Πρόταση που, πέρα από τα προβλήματα συνταγματικότητας που αντιμετωπίζει, αν ποτέ υλοποιούνταν, θα δημιουργούσε τεράστια ανισοκατανομή εσόδων και προβλήματα στους Δήμους με φτωχότερο πληθυσμό και μικρότερη ακίνητη περιουσία.
Στην αγορά εργασίας ολόκληρη η έκθεση διαπνέεται από τη λογική ότι η μείωση στο ελάχιστο του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους είναι η βασική προϋπόθεση για την ταχεία οικονομική ανάκαμψη, εξ ου και η διαρκής επιμονή στην απορρύθμιση του προστατευτικού πλαισίου της εργασίας. Στη λογική αυτή, η έκθεση προτείνει τη μείωση της αμοιβής των υπερωριών, που ήδη προωθείται από την κυβέρνηση, μέσω ουσιαστικά της κατάργησης του οκταώρου και της εργασίας έως δέκα ώρες χωρίς πρόσθετη αμοιβή, την κατάργηση της δήλωσης του ωραρίου, και τη θεσμοθέτηση ακόμη πιο ευέλικτων απολύσεων. Θυμίζω ότι ήδη από τις πρώτες πράξεις της κυβέρνησης της ΝΔ ήταν η κατάργηση του νόμου του ΣΥΡΙΖΑ για την αιτιολόγηση των απολύσεων με βάσιμο λόγο. Για ακόμη μια φορά, και χωρίς καμία απολύτως τεκμηρίωση, ο κατώτατος μισθός αντιμετωπίζεται ως εμπόδιο στην εργασία, προτείνεται η αποσύνδεσή του από τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας, ενώ η έκθεση εισηγείται και την απεξάρτηση των επιδομάτων από τον κατώτατο μισθό, ώστε να μην μπορούν να αυξάνονται σε πιθανή αύξηση του τελευταίου. Τέλος, για ακόμη μια φορά καταγράφεται η άποψη ότι οι άνεργοι φταίνε για την ανεργία τους γιατί δεν είναι επαρκώς καταρτισμένοι. Προκρίνεται μάλιστα ως λύση η κατάρτιση να γίνεται αποκλειστικά μέσω ιδιωτικών ΚΕΚ!
Στο κοινωνικό κράτος, η έκθεση επαναλαμβάνει την πάγια θέση του ΔΝΤ για ενσωμάτωση όλων των επιδομάτων σε ένα, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Στην ουσία η πρόταση της έκθεσης προδιαγράφει τη μείωση μιας σειράς επιδομάτων τα οποία λαμβάνουν εισοδήματα υψηλότερα από τα όρια της φτώχειας (οικογενειακό επίδομα, στεγαστικό επίδομα). Πρόκειται για την πάγια νεοφιλελεύθερη θέση σύμφωνα με την οποία το «κοινωνικό κράτος» θα πρέπει να περιοριστεί σε ένα δίχτυ για την ακραία φτώχεια και να μην αποτελεί μηχανισμό αναδιανομής. Στο ίδιο πλαίσιο η έκθεση προτείνει τη μείωση των παροχών άδειας μητρότητας του δημόσιου τομέα, τη μείωση των παροχών του ΟΑΕΔ και τον επανασχεδιασμό -κατ’ ουσίαν μείωση- του επιδόματος ανεργίας, αφού η κυβέρνηση έχει ήδη φροντίσει να αποστραγγίσει τα αποθεματικά του ΟΑΕΔ. Ιδιαίτερη σημασία έχει και η πρόταση της έκθεσης για τη θέσπιση μίας και ενιαίας εισφοράς υγείας στους μισθωτούς. Δηλαδή να πληρώνει ίδιες εισφορές υπέρ υγείας ο μισθωτός που λαμβάνει μισθό 6.500 ευρώ με τον μισθωτό που λαμβάνει μισθό 650 ευρώ. Είναι προφανές ότι πίσω απ’ αυτή την κατακόρυφη μείωση των εισφορών υπέρ υγείας στους υψηλόμισθους, κρύβεται η μείωση των αποθεματικών που κατευθύνονται στο δημόσιο σύστημα υγείας και συνακόλουθα η δεύτερη και περισσότερο μακροπρόθεσμη μείωση των κρατικών δαπανών που θα ενισχύουν την υγεία. Θυμίζω ότι ήδη η κυβέρνηση έχει προβλέψει τη μείωση κατά περίπου 600 εκ. ευρώ της κρατικής χρηματοδότησης προς το δημόσιο σύστημα υγείας στον προϋπολογισμό του 2021. Και όλα αυτά εν μέσω πανδημίας και μιας ακραία υποκριτικής επικοινωνιακής στάσης της κυβέρνησης περί εκτεταμένης μέριμνας για τα νοσοκομεία και το προσωπικό τους.
Δεν χρειάζεται βέβαια κανείς να σκεφτεί θεωρητικά τα αποτελέσματα αυτού του σκληρού νεοφιλελεύθερου μοντέλου ούτε να κάνει υποθέσεις για το μέλλον. Ήδη οι πολιτικές επιλογές που έκανε φέτος η κυβέρνηση, η επιλογή της μη στήριξης των μισθών των εργαζομένων και της αξιοποίησης της κρίσης ως ευκαιρίας για την αποδιάρθρωση του εργατικού δικαίου, η επιλογή της μη στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων παρά μόνο μέσω δανείων που διογκώνουν τα χρέη τους, η επιλογή της ψήφισης ενός κοινωνικά ακραίου πτωχευτικού νόμου, η επιλογή της μη υποστήριξης του εισοδήματος των νοικοκυριών, της μη στήριξης του δημοσίου συστήματος υγείας με μόνιμες προσλήψεις, της μη ενίσχυσης των δημοσίων μεταφορών, όλες αυτές οι επιλογές συνιστούν ψηφίδες του συνολικού στρατηγικού μοντέλου που πιστά υπηρετεί. Και είναι ακριβώς αυτή η στρατηγική που σήμερα αποτυγχάνει. Η τεράστια αποτυχία της κυβέρνησης τόσο στη διαχείριση της πανδημίας όσο και στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης, τις συνέπειες της οποίας βιώνει με τον πιο σκληρό τρόπο η ελληνική κοινωνία, είναι αποτέλεσμα της αποτυχημένης στρατηγικής που υπηρετεί. Της στρατηγικής απαξίωσης των δημοσίων δομών, της ακραίας ελαστικοποίησης της εργασίας, της αναδιάρθρωσης της αγοράς εις βάρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Απέναντι σε αυτή την αποτυχημένη στρατηγική ο ΣΥΡΙΖΑ προτάσσει το αντιπαραθετικό μοντέλο. Το μοντέλο που θεωρεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη την αύξηση των κοινωνικών δαπανών, τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας, την ενίσχυση των μισθών. Το μοντέλο που προβλέπει την ενίσχυση των δημόσιων δομών σε βασικά αγαθά και βλέπει την ανάπτυξη μέσα από το καθολικό κοινωνικό κράτος (παιδεία, υγεία, συντάξεις, πρόνοια), μέσα από τη στήριξη και ανανέωση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Η οικονομική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ έχει στον πυρήνα της την αναδιανομή πλούτου και ισχύος υπέρ του κόσμου της εργασίας, την αξιοποίηση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού της χώρας για τη δημιουργία καινοτομίας και τον μετασχηματισμό της συσσωρευμένης παραγωγικής και εξωπαραγωγικής εμπειρίας της σε γνώση και, τέλος, την ενίσχυση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας με δημιουργία clusters, τον ψηφιακό μετασχηματισμό και τον αναπροσανατολισμό τους σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας.
Αυτό είναι το μοντέλο που υπηρετεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα μοντέλο που μπορεί να εγγυηθεί τη μείωση των ανισοτήτων και την κοινωνική ευημερία.
Και έχουμε τη βαθιά πεποίθηση ότι η ανάγκη για μια τέτοια αλλαγή στρατηγικής και μοντέλου ωριμάζει ολοένα και περισσότερο στις συνειδήσεις των πολιτών, εξαιτίας και της δοκιμασίας που περάσαμε και συνεχίζουμε να περνάμε φέτος ως κοινωνία. Επειδή σ’ αυτή τη δοκιμασία όλοι οι πολίτες κατάλαβαν την αξία των δημόσιων δομών, του δημοσίου συστήματος υγείας, του προσωπικού του, αλλά συνειδητοποίησαν και το κόστος της απαξίωσής του, όπως και των δημόσιων μεταφορών, και του κοινωνικού κράτους, επειδή καταλάβαν όλοι ότι ούτε το αόρατο χέρι της αγοράς ούτε φυσικά και μια στρατηγική απορρύθμισης μπορεί να λύσει το οποιοδήποτε πρόβλημα σε μια κρίση, αλλά μόνο να το παροξύνει.
Και αυτή η κοινωνική μετατόπιση αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει στην αναγκαία μεγάλη πολιτική αλλαγή σε προοδευτική και ριζοσπαστική κατεύθυνση.