Γράφει ο Μανώλης Κοττάκης
Mε άλλη ψυχολογία και με άλλα συναισθήματα υποδεχθήκαμε αυτή τη χρονιά, και με άλλα την αποχαιρετούμε.
Η κοινωνία, η Μεγάλη Κοινωνία, όπως προσφυώς την είχε χαρακτηρίσει κάποτε ο πρώην πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Ντέιβιντ Κάμερον, συμπεριφέρεται πλέον σαν κινούμενη βόμβα. Δεν επωάζονται ιοί μόνον στα σωθικά της. Αναζωπυρώνονται εστίες φωτιάς, οι οποίες στο παρελθόν μόνον σποραδικά και υπό προϋποθέσεις εκδηλώνονταν. Και όχι σε ευρεία κλίμακα.
Οι μετρήσεις πιάνουν στα ραντάρ τους θυμωμένους εικοσάρηδες. Πολύ θυμωμένους. Την πρώτη γενιά μετά τον πόλεμο που θεωρεί ότι αυτή η ζωή δεν της αξίζει. Οι μετρήσεις λένε ότι ο κόσμος απασχολείται πλέον από το ερώτημα «πώς θα ζήσω;» και όχι από τον φόβο «πώς θα αρρωστήσω;». Η μονιμότης των lockdowns, η ρευστότητα που επικρατεί γύρω από την πορεία της πανδημίας, ο πανικός για τις μεταλλάξεις της, οι εκνευριστικές απαγορεύσεις, η βεβαιότης ότι το μόνο σίγουρο είναι η αβεβαιότης έχουν οδηγήσει τα πράγματα σε ένα πρωτόγνωρο φαινόμενο: Να χάσει ο κόσμος τη σειρά του. Να χάσει η ζωή τον ρυθμό της. Τη γεύση της. Τη νοστιμιά της. Να διαταραχθεί η ευημερία της ρουτίνας.
«Ευημερούσαν» οι άνθρωποι μέσα στη ρουτίνα. Ασχέτως αν δεν το καταλάβαιναν. Πράγματα «απλά και αγαπημένα, καθημερινά», που λέει και η Χαρούλα στο «Ολα σε θυμίζουν» του Μάνου, θεωρούνται όνειρο θερινής νυκτός. Μα, τι λέω, ούτε καν θερινής, γιατί ποιος ξέρει πώς θα είναι το ερχόμενο καλοκαίρι… Και το κυριότερο: Αυτά τα απλά και αυτά τα αγαπημένα πράγματα έχουν «δυσκολέψει».
Το να βρεθούμε όλοι μαζί γύρω από ένα τραπέζι και να πιούμε ένα ποτήρι κρασί, το να αγκαλιάσουμε και να φιλήσουμε αγαπημένα πρόσωπα, το να ανοίξουμε την πόρτα και να ακούσουμε τα κάλαντα (Χριστούγεννα χωρίς Χριστό νοούνται;), το να πάμε μια βόλτα να δούμε τη στολισμένη Αθήνα, το να κάνουμε έναν απογευματινό περίπατο στη θάλασσα, το να επισκεφθούμε μια εκκλησία και να ανάψουμε ένα κερί, το να πάρουμε το αεροπλάνο και να ταξιδέψουμε από τη μια άκρη της χώρας στην άλλη, τα «απλά», που λέγαμε, έχουν γίνει πλέον δύσκολα. Πολύ δύσκολα.
Μια φίλη μου, γνωστή ερμηνεύτρια, η Μαρία Σουλτάτου, μου έλεγε προχθές πως από τον Φεβρουάριο έως σήμερα, πέραν του κοντινού σούπερ μάρκετ, έχει μετακινηθεί από το σπίτι της μόλις επτά φορές. Ποιος θα το έλεγε! Παρά ταύτα, φοβάμαι πως σε έναν βαθμό κάνουμε τα ίδια παλαιά λάθη. Σαν να μην άλλαξε τίποτε. Χρησιμοποιούμε τα ίδια παλαιά ιδιώματα. Προχθές, μου έφθασαν δύο επιστολές. Μία από φοιτητές της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου μου στη Θράκη, οι οποίοι με ευγενικό τρόπο ζητούν από την υπουργό Παιδείας τα συγγράμματά τους προκειμένου να προετοιμαστούν για την επερχόμενη εξεταστική τους.
Παλεύουν με τα κύματα μέσα σε αντίξοες συνθήκες για να σπουδάσουν και το κράτος δεν κάνει αυτό που του αναλογεί. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι δεν είναι οι μόνοι. Παρατηρείται καθυστέρηση αποστολής συγγραμμάτων και σε άλλες σχολές, με συνέπεια να μετακινείται η εξεταστική κατά δύο εβδομάδες. Αναρωτιέμαι: Τόσο δύσκολο είναι να δείξουμε σεβασμό σε αυτή τη νεότερη γενιά, που διψά να μάθει και να σπουδάσει όταν όλα είναι εναντίον της; Η δεύτερη επιστολή είναι ενός σκιτσογράφου, γονέα δύο παιδιών, του κυρίου Δημήτρη Νικολαΐδη.
Θίγει το ζήτημα της τηλεκπαίδευσης. «Ζαβλακώνουν τα παιδιά!» μου γράφει οργισμένος, καθώς -συνεχίζει- αδυνατούν να είναι πάνω από έναν υπολογιστή επί οκτώ ώρες για το σχολείο και επί τέσσερις ώρες για το φροντιστήριο. Και να ήταν μόνον αυτό! Οι γονείς παρατηρούν ότι η εκτεταμένη σε διάρκεια τηλεκπαίδευση (που, νομίζω, θα έπρεπε να είναι μικρότερη σε διάρκεια και πιο στοχευμένη) δημιουργεί εθισμό στα παιδιά. Εθισμό στη ζωή μόνο μέσα από την τεχνολογία.
Με το που τελειώνει το μάθημα και φεύγουν από την οθόνη, πιάνουν στα χέρια τους το τάμπλετ ή ανοίγουν το Skype για να μιλήσουν με φίλους. Αντί να βγουν για μια βόλτα, να πάρουν λίγο καθαρό αέρα. Σωρεύεται έτσι ενέργεια, αρνητική ενέργεια, από την κατ’ οίκον συμπίεση, και απορώ γιατί η κυβέρνηση προσλαμβάνει αμερικανικές εταιρίες για να της πουν πώς σκέφτονται οι Ελληνες και για να τους επιβάλει πολιτικές με βάση αλγορίθμους.
Δεν χρειάζονται μεσάζοντες για να καταλάβεις τον λαό σου. Απλά πράγματα αρκούν. Οπως το να ακούς όποιον έχει να σου πει κάτι. Παράλογο ή λογικό. Ψεκασμένο ή υγιές. Να ακούς, να καταλαβαίνεις και να προσεγγίζεις. Τα νεύρα ενός ισχυρού τμήματος του πληθυσμού είναι σπασμένα. Οι τρεις ραχοκοκαλιές μας, η οικογένεια, που κρατά χαρακτήρα παρά τη φουρτούνα, οι χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που μπορεί να μη δημιουργούν μεγεθύνσεις στην οικονομία αλλά αποτελούν ισχυρότατο παράγοντα κοινωνικής συνοχής, και η Εκκλησία (που έσωσε το κράτος από λιντσάρισμα με τα συσσίτια μέσα στα Μνημόνια) αυτή τη στιγμή λειτουργούν υπό το κράτος μεγάλης έντασης και ασύλληπτης πίεσης. Στις κανονικές συνθήκες, η προσφορά τους είναι αόρατη για την Πολιτεία. Κλείνουν «τρύπες» χωρίς να φαίνονται. Εγγυώνται την ηρεμία.
Κοινωνική ισορροπία χωρίς συντήρηση και θεσμούς με αξίες, όπως η οικογένεια, η μικρή επιχείρηση και η Ορθοδοξία, δεν υπάρχει στην πατρίδα μας. Οιαδήποτε παρέμβαση στα «εσωτερικά» τους, λοιπόν, κατά την πανδημία πρέπει να γίνεται με σύνεση, με καταλλαγή, με σεβαστικότητα και, ναι, ακόμη και με δέος. Αυτά είναι τα αληθινά «άσυλα» που χρήζουν προστασίας από εξωτερικές παρεμβάσεις.
Η καταδίωξη, η φοβέρα, οι απειλές για τα ρεβεγιόν με εισαγγελέα και άλλα λοιπά οδηγούν σε μια λέξη που δανείζομαι από τον εν εξελίξει διάλογο για το οικογενειακό δίκαιο: στην αποξένωση. Φτιάχνουμε μια κοινωνία σε αποξένωση. Απόκοσμη.
Αλλά, όταν μια κοινωνία είναι απόκοσμη και σπάει σε κομματάκια, παύει να είναι κοινωνία. Συνεκτικός ιστός. Μετατρέπεται σε ζούγκλα. Το πολιτικό μας σύστημα και εμείς οι δημοσιογράφοι οφείλουμε να πάψουμε να συμπεριφερόμαστε με «αυτισμό». Ο κόσμος δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του στις λέξεις μας.
Μας λέει «τηλεκπαίδευση», του απαντάμε «Folli Follie». Μας λέει «συγγράμματα», του λέμε «Πάρνηθα». Μας λέει «ανεργία», του λέμε «Σούνιο». Μας είναι πιο εύκολο να σχολιάζουμε από το να χτίζουμε. Να μιλάμε από το να κάνουμε. Μετά λόγου γνώσεως σας λέω -μιλάω διαρκώς με κόσμο, μικρό και μεγάλο-, δεν είμαστε πλήρως συντονισμένοι στις συχνότητες της κοινωνίας. Μια ιδέα έχουμε μόνον. Και, αν κάνουμε κάτι αυτή την εποχή, πολιτικοί και δημοσιογράφοι, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, είναι ότι «χτίζουμε» τον μεγάλο θυμό.
Το σανίδι θα υποχωρήσει κάποια στιγμή και θα πάρει τους πάντες μαζί του, και τα χλωρά και τα ξερά. Εάν έχουν κάποια αξία όσα παρατηρώ, θα πρότεινα το εξής στους ταγούς μας: Δίνετε σημασία στους ανθρώπους. Απαντάτε τους. Μην τους γράφετε στα παλαιότερα των υποδημάτων σας. Η Μεγάλη Κοινωνία στέκεται απειλητικά απέναντί σας και απέναντί μας. Η πανδημία δεν αλλάζει μόνο τον τρόπο που παρατηρούμε τον κόσμο έξω μας. Αλλάζει δραματικά και τις διαθέσεις μέσα μας.